Τα ζητήματα που προκύπτουν μεταξύ των κρατών, όπως και όλα τα άλλα ζητήματα του πραγματικού κόσμου, είναι τέτοιας φύσης που εμπλέκουν ένα σωρό παράγοντες. Το αν θα ξεδιαλύνουμε την ουσία μέσα στη σύγχυση, θα καθορίσει το συμπέρασμά μας.
Εδώ και λίγο καιρό, έχει ξανανοίξει το λεγόμενο “μακεδονικό ζήτημα”. Φυσικά, ο όρος “μακεδονικό” δεν έχει καμία σχέση με την ιστορική περιγραφή του ζητήματος, περιγραφή που θα έφερνε, το δίχως άλλο, σε πολύ άβολη θέση αρκετούς από τους σημερινούς “δεν είμαι εθνικιστής, αλλά…” μακεδονομάχους μας.
Μέσα σ’αυτή τη σημερινή συζήτηση υπάρχουν (ευτυχώς) αρκετοί φίλοι/ες και συλλογικότητες που αισθάνονται την ανάγκη να καταδικάσουν τον “εθνικισμό απ’όπου κι αν προέρχεται”. Είναι όμως αυτό αρκετό? Ακόμη περισσότερο, είναι μια διάθεση που μπορεί να μας φέρει έστω κι ένα βήμα πιο κοντά σε μια ήττα του εθνικισμού?
Ένα πράγμα που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι η αντιπαράθεση με τον εθνικισμό δεν είναι αντιπαράθεση ενός ακαδημαϊκού πάνελ. Εάν ήταν έτσι, προφανώς η καταδίκη του εθνικισμού έτσι γενικά θα ήταν αρκετή. Ο εθνικισμός όμως είναι πολιτικό πρόγραμμα. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι αν κανείς τοποθετείται απέναντι στον εθνικισμό σαν ιδέα, σα νοοτροπία, σα συναίσθημα, αλλά το πώς τοποθετείται απέναντι σε ένα κάθε φορά συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα.
Μια σοβαρή πολιτική γραμμή περιστρέφεται πάντα σε δυο άξονες, διαλεκτικά συνδεμένους. Ο ένας είναι το άμεσο καθήκον, ο άλλος το μελλοντικό. Ο ένας αφορά στη θέση που παίρνουμε σήμερα, κι ο άλλος στο όραμα, ή όπως αλλιώς θα μπορούσε να ειπωθεί, ο ένας αφορά στην τακτική κι ο άλλος στη στρατηγική.
Εάν κανείς αγνοήσει τη διαλεκτική σύνδεση μεταξύ των δύο αξόνων, είναι εύκολο να καταλήξει σε ένα εκχυδαϊσμένο σχήμα, που βλέπει την πολιτική να συγκροτείται από ένα κομμάτι “ρεαλισμού” κι από ένα κομμάτι “ευχής”. Μαρξιστές της συμφοράς, σαν κι αυτούς που στρογγυλοκάθονται σήμερα στις κυβερνητικές καρέκλες, βλέπουν το ζήτημα από τη σκοπιά του “ρεαλισμού”. Αντιδιαμετρικά προβληματική είναι η μετατροπή της διεθνιστικής πάλης σε “ευχή”, που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων που ήδη βρίσκουν τον εθνικισμό απεχθή, και δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει πολιτικό έδαφος.
Ο Προλεταριακός Διεθνισμός λύνει από τη σκοπιά της Επανάστασης το παραπάνω πρόβλημα στη βάση της ενότητας του παγκόσμιου προλεταριάτου, και φυσικά, στη δοσμένη περίπτωση, του βαλκανικού. Το προλεταριάτο όμως δεν υπάρχει “έτσι κι αλλιώς” (εάν κανείς μείνει στην τυπική περιγραφή των πραγμάτων, ίσως πράγματι μια πολιτική στάση που θα συνοψιζόταν στο “κάτω όλοι οι εθνικισμοί, ζήτω η ενότητα του προλεταριάτου” να ήταν ικανή), μα συγκροτείται κατά την κίνηση ενάντια στο υπάρχον. Έτσι, η ενότητα του προλεταριάτου είναι κενό γράμμα χωρίς την αντιπαραθετική προς τους συγκεκριμένους εκμεταλλευτές του κίνηση, κίνηση που αντιστοιχεί στο δικό της πολιτικό πρόγραμμα. Άρα, η λενινιστική απαίτηση για την πάλη ενάντια στη “δική μας” αστική τάξη δεν είναι μια συναισθηματική, ευγενική παραχώρηση προς το “απέναντι” προλεταριάτο, ένα σαχλό fair-play, μα το συμπύκνωμα της διαλεκτικής θεωρίας-πράξης σε μια μάχιμη πολιτική γραμμή.
Η σύγκρουση μεταξύ εθνικισμών δεν είναι ούτε σύγκρουση πολιτισμών, ούτε σύγκρουση συναισθημάτων. Είναι σύγκρουση μεταξύ αστικών κρατικών πολιτικών. Έτσι, είναι πραγματικά χωρίς ιδιαίτερη αξία να καταδείχνει κανείς το αυτονόητο, δηλαδή το ότι “υπάρχουν εθνικιστές και από τις δύο πλευρές”, ή ακόμη το να προσπαθεί ιμπρεσιονιστικά να αποφασίσει σε ποια από τις δύο πλευρές το εθνικιστικό αίσθημα είναι πιο διαδεδομένο μέσα στο λαό. Τελικά, είναι χωρίς ιδιαίτερη αξία το να καταδικάζει κανείς “όλους τους εθνικισμούς” και να νομίζει ότι αυτό αποτελεί προλεταριακή πολιτική παρέμβαση. Το σύνθημα “κάτω όλοι οι εθνικισμοί” είναι -από τη σκοπιά της πολιτικής- απραγματοποίητο. Και είναι τέτοιο γιατί δεν αναθέτει κανένα ειδικό καθήκον πάλης, δεν αναδείχνει κανένα βήμα συγκρότησης του προλεταριάτου.
Το σύνθημα “κάτω όλοι οι εθνικισμοί” αγνοεί το γεγονός ότι ο εθνικισμός δεν είναι “απλά” μια επιθετική στάση προς τον απέναντι, μα ένα πολιτικό πρόγραμμα που πραγματώνεται συνολικά τόσο προς τα έξω όσο και προς τα μέσα. Η ιμπεριαλιστική πολιτική του ελληνικού καπιταλισμού στα Βαλκάνια πηγαίνει χέρι-χέρι με την ένταση της εκμετάλλευσης του ελληνικού προλεταριάτου – ντόπιων και μεταναστών. Είναι απαραίτητο να σημειώσουμε πως στο ζήτημα που μας απασχολεί σήμερα, οι ίσες αποστάσεις απέναντι στους εθνικισμούς αποκρύπτουν το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη σύγκρουση η επιτιθέμενη πλευρά είναι εκείνη του ελληνικού κράτους.
Η αστική κυριαρχία δεν είναι ποτέ αόριστη. Ουσιαστική πάλη ενάντια στον εθνικισμό σημαίνει άρνηση συναίνεσης/ένταξης των υποτελών στο πολιτικό πρόγραμμα της άρχουσας τάξης. Η άρνηση αυτή δεν μπορεί να προϋποθέτει την αντίστοιχη άρνηση των απέναντι, καθώς πρώτα και κύρια κόβει τους δεσμούς του προλεταριάτου με τις επιδιώξεις της “δικής του” αστικής τάξης, για την ακρίβεια οδηγεί στην ήττα τους, είτε προς τα μέσα είτε προς τα έξω. Μια τέτοια στάση σε καμία περίπτωση δεν “τρέφει τον απέναντι εθνικισμό”, όπως λέγεται συχνά, μα αποτελεί σταθερό βήμα για την ενότητα με το προλεταριάτο των άλλων χωρών.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν σημαίνει ότι ο στόχος του να ξεμπερδέψουμε οριστικά με τους εθνικισμούς μπορεί να μας είναι αδιάφορος. Τίποτε από τα παραπάνω δεν σημαίνει ότι διαφοροποιούμαστε συναισθηματικά με κείνους που, με αγνές προθέσεις, καταδικάζουν “κάθε εθνικισμό”. Σημαίνει όμως ότι κατανοούμε την πολιτική με όρους συγκεκριμένης πάλης τάξης ενάντια σε τάξη.
*Από το αποψινό σημείωμα παρέλειψα σκόπιμα την αναφορά σε ένα άλλο, επιτακτικό, καθήκον, αυτό της οργάνωσης της κομμουνιστικής διεθνιστικής πρωτοπορίας σε διεθνές επίπεδο, μιας και θα έπρεπε να τοποθετηθώ πιο συγκεκριμένα, πράγμα που δεν θα είχα το θράσος να κάνω. Προφανώς όμως, είναι η μόνη περίπτωση που η χρήση του “ενάντια σε κάθε εθνικισμό” θα μου φαινόταν απόλυτα ταιριαστή.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.