κόκκινη σημαία

Πρωτομαγιά σήμερα, και στον απόηχο μιας μιζέριας που τολμά να καμώνεται το κίνημα αντιγράφω εδώ ένα απόσπασμα από την Αργώ του Γιώργου Θεοτοκά. Δεν θέλω να πω τίποτε άλλο, παρά μόνο να προκαλέσω τον ειλικρινή αναγνώστη να σκεφτεί πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσε κάτι σαν κι αυτό που περιγράφει εδώ ο Θεοτοκάς με τη λατρευτή γλώσσα του (εξυπνάδες περί άλλου ιστορικού πλαισίου, και δε συμμαζεύεται, δεν γίνονται δεκτές. Καταλαβαινόμαστε…).

 

«Σχεδόν ασυνείδητα, σερνάμενη ορμητικά από τον ίδιο τον εαυτό της, η αυθόρμητη αυτή διαδήλωση πέρασε από τους ερημικούς και σιωπηλούς δρόμους της Βερανζέρου και του Μάρνη και ξεμπούκαρε, από ένα στενό, στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου. Μα εκεί κοντοστάθηκε,  διστάζοντας, για μία στιγμή, αν έπρεπε να τραβήξει εμπρός ή πίσω. Μια άλλη διαδήλωση ανέβαινε προς την Ομόνοια, αλλά με ύφος πολύ διαφορετικό. Οι άνθρωποι, που την αποτελούσαν, ασφαλώς ήξεραν τι ζητούσαν.

Η νέα αυτή διαδήλωση ήταν σιωπηλή σχεδόν και αργή, μα πιο σφιχτοδεμένη, πιο στερεή στα πόδια της. Τα πρόσωπα των μελών της σφιγμένα, τραχιά, αποφασισμένα, θαρρείς, για το καθετί. Στην πρώτη γραμμή ήταν μερικές γυναίκες ντυμένες οι περισσότερες με μαύρα, νέες ακόμα, αδύνατες, παθιασμένες, κοιτάζοντας ίσια μπροστά με βλέμμα ανέκφραστο, σαν υπνωτισμένες. Ανάμεσά τους ξεχώριζες το Δαμιανό Φραντζή, που βάδιζε σαν αρχηγός, και δίπλα του το Δημητρό Μαθιόπουλο, το φοιτητή από τα Καλάβρυτα. Ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο τους συνόδευε, το ίδιο που είχε κατακτήσει ο λαός, λίγες ώρες πριν, κοντά στην Ομόνοια, και γρήγορα είχε πέσει στα χέρια των κομμουνιστών. Μία κόκκινη σημαία ανέμιζε απάνω τους. Ο Μανώλης Σκυριανός την είδε και ανατρίχιασε.

Η κόκκινη σημαία, μες στο ξεσηκωμένο πλήθος, μέσα στην ατμόσφαιρα της μάχης και στο ακατάπαυστο τουφέκιδι, ανάδινε ξαφνικά μιαν ένταση τρομακτική – σα να τελείωσαν ξαφνικά τα αστεία και τα ψέματα, η αμεριμνησία τον καλοκαθισμένων κοινωνιών, οι θεσμοί, οι καθιερωμένες αξίες, η φρασεολογία της ρουτίνας, και ξυπνούσε, άγρια και ακατάσχετα, κάτω από τον καταγάλανο, ανοιξιάτικο ουρανό, και καταχτούσε μονομιάς, τα πάντα, κάποια ωμη, ακατάβλητη πραγματικότητα, πάντοτε παρούσα και παντού, μα που πάσχιζαν όλοι να ξεχάσουν την ύπαρξή της, και τώρα επιτέλους ερχότανε η ώρα να πει και αυτή το λόγο της, βουβαίνοντας κάθε άλλη φωνή.

– Ζήτω η Επανάσταση!

Ύστερα από την πρώτη στιγμή του δισταγμού, η διαδήλωση των φοιτητών διαλύθηκε μονομιάς. Στη θέα της κόκκινης σημαίας, οι περισσότεροι υποχώρησαν σα να είχανε δει ξαφνικά την καρμανιόλα, στημένη στη μέση του δρόμου. Μα κάμποσοι έτρεξαν να σμίξουν τους κομμουνιστές».

 

mit roter fahne

George Baselitz, “MIT ROTER FAHNE”, 1965

 

 

 

 

Comments are closed.

Αρέσει σε %d bloggers: