Σκέφτομαι όλα αυτά τα χρόνια το φόνο του Λουκμάν. Γιατί αυτό το παιδί; Γιατί ειδικά αυτό; Θα μου πεις, στη θέση του θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε μετανάστης∙ οι ναζί φονιάδες (μάλλον) δεν τον γνώριζαν προσωπικά. Αν δεν είχαν σκοτώσει το Λουκμάν, πιθανά θα είχαν σκοτώσει κάποιον άλλο μετανάστη εκείνο το βράδυ. Όμως γιατί το Λουκμάν; Προσπαθώ κι εγώ, τώρα, σαν ηλίθιος να βρω μια λογική στη ναζιστική πράξη που να μην περικλείεται ήδη στην έννοια «ναζισμός»; Δεν ξέρω. Ένα πράγμα, όμως, μου έρχεται ξανά και ξανά στο μυαλό. Το ποδήλατο. Το ποδήλατο του Λουκμάν. Όλα τα χρόνια που ακολούθησαν δεν έπαψα να παρατηρώ τα ποδήλατα των μεταναστών και τις αντιδράσεις των συμπολιτών μου. Ε, δεν λέω ότι είναι όλοι αυτοί ναζί, αλλά δεν μπορώ να μην σχολιάσω αυτό το θέμα. Γίνονται κάποιοι πραγματικά θηρία στη θέα ενός μετανάστη με ποδήλατο. Τι τους συμβαίνει; Ίσως ενστικτώδικα αντιδρούν στη σκέψη ενός μετανάστη που έχει κατακτήσει κάποια ανεξαρτησία. Κάθε μέρα πηγαινοέρχονται στα στρατόπεδα έξω από την πόλη εκατοντάδες μετανάστες και μετανάστριες με τα πόδια. Στο μυαλό του αποκτηνωμένου Έλληνα είναι αυτό που τους πρέπει: η ταλαιπωρία. Μόλις, όμως δει κάποιον με ποδήλατο, αρχίζει «κοίτα τους! Ό,τι θέλουν κάνουν πια!». Η σκέψη ότι ο μετανάστης μπορεί να κινείται στο «δικό τους» χώρο ελεύθερα όσο κι εκείνοι τους αναστατώνει αφάνταστα. «Ας περπατήσουν όσο θέλουν, αρκεί να ξέρω ότι κάθε μετακίνηση ματώνει τα πέλματά τους∙ η διαφορά πρέπει να είναι διαφορά!». Θυμάμαι τους Αλβανούς, εκεί πίσω στο ’90. Θυμάμαι (ταξίδευα πάρα πολύ με το λεωφορείο τότε) την ικανοποίηση κάποιων Ελλήνων σαν έμπαιναν οι συνοριακοί και κατέβαζαν τους Αλβανούς από το λεωφορείο. Αν ήθελαν να πάνε από τα Γιάννινα στην Αθήνα ας πήγαιναν με τα πόδια. Αυτή η εικόνα, παράδοξα δεν ενοχλούσε τόσο τον κομπλεξικό Έλληνα, δεν αισθανόταν άσχημα που στη χώρα του υπήρχαν άνθρωποι που πήγαιναν στην Αθήνα με τα πόδια, αισθανόταν όμως αναστάτωση εάν αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να κινηθούν στο χώρο όπως κι εκείνος. Όταν δε άρχισαν να κυκλοφορούν με αυτοκίνητα (και ειδικά με αυτοκίνητα που με τους ελληνικούς μισθούς ήταν απλησίαστα), τότε μερικοί έχασαν τον ύπνο τους. Ξαναγυρίζω στο Λουκμάν. Σκέφτομαι το φόνο του. Σκέφτομαι το ποδήλατό του∙ το μοναδικό πράγμα εκείνη την αχάραγη ώρα, που πήγαινε στη δουλειά του, που τον συνέδεε με μια ζωή που θα μπορούσε να έχει. Σκέφτομαι αν αυτό μέτρησε στην απόφαση των ναζί να του πάρουν ακόμη και τη ζωή που είχε. Ξαναλέω. Μπορεί όλα αυτά να είναι ανοησίες. Το να προσπαθείς να βρεις κάποια λογική στη ναζιστική πράξη είναι κατά ένα βαθμό αθώωσή της, μιας και τη φέρνει στα μέτρα κάθε άλλης πράξης. Ε, δεν υπάρχει άλλο μέτρο γι’αυτή την επιλογή. Θυμάμαι σήμερα το Σαχζάτ Λουκμάν∙ έναν άνθρωπο που ξεκίνησε να πάει στη δουλειά με το ποδήλατό του.

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.