Μια αντίληψη που ποτέ δεν τεκμηριώθηκε, αλλά δουλεύτηκε συστηματικά μέσα στην κοινωνία (τελευταία κερδίζει έδαφος και σε ανθρώπους της Αριστεράς, αν και συνήθως την εκφράζουν προσεκτικότερα) είναι ότι το βασικό πρόβλημα της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι η «ασυδοσία».
Σύμφωνα με το μύθο, εκεί γύρω στα 1982, και παρά τη λυσσαλέα αντίσταση του εθνικού κορμού, το μαρξιστικό παρακράτος με ηγέτη τον Ανδρέα Παπανδρέου κατέλαβε ΚΑΙ την Εκπαίδευση και έδωσε το σύνθημα «κάντε ό,τι γουστάρετε!».
Το αποτέλεσμα, όπως το βλέπουν οι συντηρητικοί μας ήταν ότι «χάθηκε η πειθαρχία», «χάθηκαν οι αξίες και ο σεβασμός», «κυριάρχησε η λογική της μικρότερης προσπάθειας». Ενδεικτικό της εποχής μας είναι ότι η προεκλογική καμπάνια της Κεραμέως στηρίχθηκε αποκλειστικά στις τέτοιες κοινοτοπίες.
Φυσικά, κανένας τους τόσα χρόνια δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να μας εξηγήσει τι ακριβώς εννοεί, πώς έγινε αυτό που έγινε, γιατί είχε αυτές τις επιπτώσεις, γιατί αποτελεί τον κύριο παράγοντα προβλημάτων του εκπαιδευτικού μας συστήματος κλπ.
Αυτό που κάνουν είναι να επαναλαμβάνουν αλήθειες στέρεες μόνο στο μυαλό της συντηρητικής συνήθειας. «Είναι καλύτερο να υπάρχει πειθαρχία παρά να μην υπάρχει», «νεολαία που αντιμιλά στους εκπαιδευτικούς αύριο θα πετάει μολότωφ», «χρειαζόμαστε 30 ώρες την εβδομάδα αρχαία και μαθηματικά για να στρώσουν οι κώλοι» και άλλα τέτοια.
Οι άμεσες λύσεις που πρότειναν πάντα οι συντηρητικοί μας (αλλά και οι συριζαίοι μας, πασπαλισμένο με γιαλαντζί μαρξισμό) ήταν δύο: α) σφίξιμο των βαθμών των παιδιών, εξετάσεις και ανώτερες βαθμολογικές βάσεις παντού, και β) αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Και οι δύο αυτές λύσεις, όπως είναι φανερό, στόχευαν και στοχεύουν όχι στο εκπαιδευτικό σύστημα, όχι στα κίνητρα, όχι στην κοινωνική συνθήκη των μαθητών, μα αποκλειστικά στα ζωντανά υποκείμενα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Στο κάτω-κάτω, ο μέσος δεξιός μας πρέπει να έχει κάτι να βρίσει∙ αν δεν είναι τα κωλόπαιδα θα είναι οι τεμπέληδες.
Για κακή τους τύχη, οι αντιστάσεις των εκπαιδευτικών και των μαθητών, καθώς και οι πολιτικές παρακαταθήκες σε ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας, ούτε τους επέτρεψαν να προχωρήσουν το πρόγραμμά τους κατά πως είχαν τάξει στα αστικά επιτελεία, ούτε έκανε τον τέτοιο λόγο γενικά ελκυστικό.
Έτσι, όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούσαν ντροπαλά να ζυμώσουν στην κοινωνία, να δηλητηριάσουν κάθε ζωντανό της κομμάτι, την άποψή τους σε μια εκδοχή «εκσυγχρονισμού», και με καλοπιάσματα τόσο των μαθητών όσο και των εκπαιδευτικών: «είναι για το καλό σας!». Ακόμη και οι αριστεροί μας το υπηρέτησαν αυτό με την περιβόητη αλλαγή της λέξης «αξιολόγηση» με την «αποτίμηση».
Όλα αυτά τελείωσαν χθες, λίγο πριν ανοίξει ο εκλογικός καρνάβαλος. Ο πρωθυπουργός, στην προσπάθειά του να δείξει τη σπουδαιότητα της νέας του επίθεσης στην Εκπαίδευση με την Αξιολόγηση, μας χάρισε ένα φροϋδεξιό ολίσθημα: η Αξιολόγηση, μας είπε, είναι «κάτι που είχε να συμβεί από 1982».
Τι συνέβη το 1982; Σε τι αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός; Μα στην κατάργηση του μισητού θεσμού του Επιθεωρητή, ενός θεσμού που χρησιμοποιήθηκε για το κοσκίνισμα και τη χειραγώγηση των εκπαιδευτικών, για την καθήλωση της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα στα επίπεδα από τα οποία θέλουν να μας ξεσκαλώσουν οι σημερινοί σωτήρες.
Αυτό ήταν, λοιπόν. Ούτε γλυκόλογα, ούτε περιστροφές. Τον Επιθεωρητή και τον επιθεωρητισμό είχαν και έχουν στο νου τους οι άνθρωποι. Ούτε το «καλό» (τι σημαίνει αυτό; Πώς ορίζεται;) της Εκπαίδευσης, ούτε τίποτα. Ένα όργανο καθολικού ελέγχου στήνουν, γιατί οι πολιτικές τους και το απαιτούν και δεν εφαρμόζονται χωρίς έλεγχο.
Το είπαμε και παραπάνω: το πρόγραμμά τους έχει καθυστερήσει. Οι διάφοροι υπηρέτες του, πράσινοι, γαλάζιοι και ροζ δεν έχουν δώσει μέχρι τώρα στην Αγορά αυτό που θέλει με τους ρυθμούς που το θέλει. Το φωνάζουν με αγωνία στις εκθέσεις τους, το λένε στις συσκέψεις τους.
Ε, ήρθε η ώρα να τους ξαναθυμίσουμε τι είναι αυτό που φοβούνται τόσο.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.