Μπροστά στην απεργία της Τετάρτης

Μπροστά στην απεργία της Τετάρτης, ενάντια στην Αξιολόγηση, χρειάζεται μόνο ένα πράμα να πούμε: η Αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι μέρος μιας μεγάλης εργαλειοθήκης (μαζί με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, την Τράπεζα Θεμάτων, την αυτονομία της σχολικής μονάδας, τη διάλυση του Αναλυτικού Προγράμματος σε «δράσεις», την «τηλεκπαίδευση κλπ), που αλλάζει το χαρακτήρα του Δημόσιου Σχολείου από ειδικό χώρο κοινωνικοποιημένης μάθησης σε γενικό χώρο παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Αυτό το νέο μοντέλο δεν μπορεί να υπηρετηθεί παρά από υπαλλήλους με την πιο στεγνή έννοια της λέξης. Έτσι, η Αξιολόγηση χτυπά την ελευθερία της παιδαγωγού να αντιμετωπίσει με υπευθυνότητα τις ιδιαίτερες ανάγκες των παιδιών της μέσα στην ομάδα και στα πλαίσια του ενιαίου προγράμματος, και την αντικαθιστά με ένα κυνήγι τυπικών επιδόσεων (βαθμοί των παιδιών, «χαρτιά» από σεμινάρια, συμμετοχή σε προγράμματα κλπ). Την ίδια στιγμή χτίζει ένα απόλυτα ομογενοποιημένο πλαίσιο ελέγχου, που όποιος δεν μπορεί να το περάσει -«τι να κάνουμε! δεν υπάρχει ισότητα στη Φύση!»- θα πετιέται έξω. Οι εκπαιδευτικοί στο Δημόσιο Σχολείο βασιζόταν πάντα στη δυνατότητά του να δίνει συνεχώς ευκαιρίες, δεύτερες, τρίτες και εκατοστές, στα παιδιά. Αυτό ο μέσος νεοφιλελεύθερος κανίβαλος το θεωρεί «ασυδοσία», μια παθογένεια που πρέπει να λήξει και με το άγριο αν χρειαστεί (στην πραγματικότητα μιλάει από το βάθρο αυτού που η ζωή του εξασφάλισε ως προνόμιο… ή νομίζει πως του εξασφάλισε). Η Αξιολόγηση έρχεται χαϊδεύοντας τα αυτιά όσων (δικαιολογημένα, αλλά όχι πάντα για τους σωστούς λόγους) βλέπουν το Δημόσιο Σχολείο ως ανεπαρκές, αλλά όχι για να διορθώσει οτιδήποτε (εάν αυτή ήταν η πραγματική πρόθεση υπάρχουν τόνοι προτάσεων από τα συνέδρια των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών, των ενώσεων γονέων και κηδεμόνων, του μαθητικού κινήματος, που θα μπορούσαν επιτέλους να συζητηθούν), μα για να καταργήσει το ίδιο το Δημόσιο Σχολείο στην ουσία του.

Τώρα, ενδεικτικό των διαθέσεων των περί Αξιολόγησης είναι ο χυδαίος εκβιασμός προς τους/τις νεοδιόριστους συναδέλφους και συναδέλφισσες. Φτάσαμε να ανακαλούνται με το έτσι θέλω οι μονιμοποιήσεις τους για να ξανακριθούν με βάση το αν θα αξιολογηθούν. Παιδιά που δοκιμάστηκαν για χρόνια στην αναπλήρωση, που σκίστηκαν να μαζέψουν τα «χαρτιά» που τους ζήτησε ο Γαβρόγλου, εκβιάζονται τώρα να λειτουργήσουν σαν Δούρειος Ίππος για έναν ολόκληρο κλάδο. Αυτούς τους ανθρώπους δεν πρέπει κανείς να τους αφήσει μόνους. Δεν πρέπει να τους αφήσουμε στην αγωνία του να πρέπει να κάνουν κάτι ολοφάνερα λάθος προκειμένου να βρουν μια εργασιακή σιγουριά(;). Δεν πρέπει να τους αφήσουμε απροστάτευτους και μετά να τους κατηγορούμε βολικά ότι άνοιξαν το δρόμο για τους υπόλοιπους. Οι εκπαιδευτικές ομοσπονδίες προκήρυξαν όπως προκήρυξαν την απεργία: βαριεστημένα, με το βλέμμα στις εκλογές, με το μυαλό τους μόνιμα δεσμευμένο στις κομματικές και υλικές εξαρτήσεις τους και δεν συμμαζεύεται. Εμείς έχουμε καθήκον να πάρουμε αυτή την απεργία και να την κάνουμε υπόθεση ολόκληρου του κλάδου. Να ξαναχτίσουμε μέσα από την υπόθεση αυτή μια νέα ενότητα σε έναν κλάδο πολυδιασπασμένο, με εσωτερικές κόντρες, διαφοροποιημένα πια συμφέροντα και επιδιώξεις. Εμείς, που ακόμη μπορούμε, να κρατήσουμε ανοιχτό το δρόμο. Όχι για μας, μα για όλους. Εδώ θα κριθείς, δάσκαλε και δασκάλα. Εδώ θα δείξεις αν ο Ρίτσος σου, ο Θουκυδίδης σου, οι Αϊνστάιν και οι Κιουρί σου, οι εξισώσεις και τα συντακτικά σου, οι Αντιγόνες και όλοι οι διαβόλοι σου έχουν έστω και κάποια μικρή σημασία. Αυτό είναι το μάθημα των μαθημάτων.

Παλιές αγάπες

Μια αντίληψη που ποτέ δεν τεκμηριώθηκε, αλλά δουλεύτηκε συστηματικά μέσα στην κοινωνία (τελευταία κερδίζει έδαφος και σε ανθρώπους της Αριστεράς, αν και συνήθως την εκφράζουν προσεκτικότερα) είναι ότι το βασικό πρόβλημα της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι η «ασυδοσία».

Σύμφωνα με το μύθο, εκεί γύρω στα 1982, και παρά τη λυσσαλέα αντίσταση του εθνικού κορμού, το μαρξιστικό παρακράτος με ηγέτη τον Ανδρέα Παπανδρέου κατέλαβε ΚΑΙ την Εκπαίδευση και έδωσε το σύνθημα «κάντε ό,τι γουστάρετε!».

Το αποτέλεσμα, όπως το βλέπουν οι συντηρητικοί μας ήταν ότι «χάθηκε η πειθαρχία», «χάθηκαν οι αξίες και ο σεβασμός», «κυριάρχησε η λογική της μικρότερης προσπάθειας». Ενδεικτικό της εποχής μας είναι ότι η προεκλογική καμπάνια της Κεραμέως στηρίχθηκε αποκλειστικά στις τέτοιες κοινοτοπίες.

Φυσικά, κανένας τους τόσα χρόνια δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να μας εξηγήσει τι ακριβώς εννοεί, πώς έγινε αυτό που έγινε, γιατί είχε αυτές τις επιπτώσεις, γιατί αποτελεί τον κύριο παράγοντα προβλημάτων του εκπαιδευτικού μας συστήματος κλπ.

Αυτό που κάνουν είναι να επαναλαμβάνουν αλήθειες στέρεες μόνο στο μυαλό της συντηρητικής συνήθειας. «Είναι καλύτερο να υπάρχει πειθαρχία παρά να μην υπάρχει», «νεολαία που αντιμιλά στους εκπαιδευτικούς αύριο θα πετάει μολότωφ», «χρειαζόμαστε 30 ώρες την εβδομάδα αρχαία και μαθηματικά για να στρώσουν οι κώλοι» και άλλα τέτοια.

Οι άμεσες λύσεις που πρότειναν πάντα οι συντηρητικοί μας (αλλά και οι συριζαίοι μας, πασπαλισμένο με γιαλαντζί μαρξισμό) ήταν δύο: α) σφίξιμο των βαθμών των παιδιών, εξετάσεις και ανώτερες βαθμολογικές βάσεις παντού, και β) αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.

Και οι δύο αυτές λύσεις, όπως είναι φανερό, στόχευαν και στοχεύουν όχι στο εκπαιδευτικό σύστημα, όχι στα κίνητρα, όχι στην κοινωνική συνθήκη των μαθητών, μα αποκλειστικά στα ζωντανά υποκείμενα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Στο κάτω-κάτω, ο μέσος δεξιός μας πρέπει να έχει κάτι να βρίσει∙ αν δεν είναι τα κωλόπαιδα θα είναι οι τεμπέληδες.

Για κακή τους τύχη, οι αντιστάσεις των εκπαιδευτικών και των μαθητών, καθώς και οι πολιτικές παρακαταθήκες σε ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας, ούτε τους επέτρεψαν να προχωρήσουν το πρόγραμμά τους κατά πως είχαν τάξει στα αστικά επιτελεία, ούτε έκανε τον τέτοιο λόγο γενικά ελκυστικό.

Έτσι, όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούσαν ντροπαλά να ζυμώσουν στην κοινωνία, να δηλητηριάσουν κάθε ζωντανό της κομμάτι, την άποψή τους σε μια εκδοχή «εκσυγχρονισμού», και με καλοπιάσματα τόσο των μαθητών όσο και των εκπαιδευτικών: «είναι για το καλό σας!». Ακόμη και οι αριστεροί μας το υπηρέτησαν αυτό με την περιβόητη αλλαγή της λέξης «αξιολόγηση» με την «αποτίμηση».

Όλα αυτά τελείωσαν χθες, λίγο πριν ανοίξει ο εκλογικός καρνάβαλος. Ο πρωθυπουργός, στην προσπάθειά του να δείξει τη σπουδαιότητα της νέας του επίθεσης στην Εκπαίδευση με την Αξιολόγηση, μας χάρισε ένα φροϋδεξιό ολίσθημα: η Αξιολόγηση, μας είπε, είναι «κάτι που είχε να συμβεί από 1982».
Τι συνέβη το 1982; Σε τι αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός; Μα στην κατάργηση του μισητού θεσμού του Επιθεωρητή, ενός θεσμού που χρησιμοποιήθηκε για το κοσκίνισμα και τη χειραγώγηση των εκπαιδευτικών, για την καθήλωση της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα στα επίπεδα από τα οποία θέλουν να μας ξεσκαλώσουν οι σημερινοί σωτήρες.

Αυτό ήταν, λοιπόν. Ούτε γλυκόλογα, ούτε περιστροφές. Τον Επιθεωρητή και τον επιθεωρητισμό είχαν και έχουν στο νου τους οι άνθρωποι. Ούτε το «καλό» (τι σημαίνει αυτό; Πώς ορίζεται;) της Εκπαίδευσης, ούτε τίποτα. Ένα όργανο καθολικού ελέγχου στήνουν, γιατί οι πολιτικές τους και το απαιτούν και δεν εφαρμόζονται χωρίς έλεγχο.

Το είπαμε και παραπάνω: το πρόγραμμά τους έχει καθυστερήσει. Οι διάφοροι υπηρέτες του, πράσινοι, γαλάζιοι και ροζ δεν έχουν δώσει μέχρι τώρα στην Αγορά αυτό που θέλει με τους ρυθμούς που το θέλει. Το φωνάζουν με αγωνία στις εκθέσεις τους, το λένε στις συσκέψεις τους.

Ε, ήρθε η ώρα να τους ξαναθυμίσουμε τι είναι αυτό που φοβούνται τόσο.

Το ποδήλατο

Σκέφτομαι όλα αυτά τα χρόνια το φόνο του Λουκμάν. Γιατί αυτό το παιδί; Γιατί ειδικά αυτό; Θα μου πεις, στη θέση του θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε μετανάστης∙ οι ναζί φονιάδες (μάλλον) δεν τον γνώριζαν προσωπικά. Αν δεν είχαν σκοτώσει το Λουκμάν, πιθανά θα είχαν σκοτώσει κάποιον άλλο μετανάστη εκείνο το βράδυ. Όμως γιατί το Λουκμάν; Προσπαθώ κι εγώ, τώρα, σαν ηλίθιος να βρω μια λογική στη ναζιστική πράξη που να μην περικλείεται ήδη στην έννοια «ναζισμός»; Δεν ξέρω. Ένα πράγμα, όμως, μου έρχεται ξανά και ξανά στο μυαλό. Το ποδήλατο. Το ποδήλατο του Λουκμάν. Όλα τα χρόνια που ακολούθησαν δεν έπαψα να παρατηρώ τα ποδήλατα των μεταναστών και τις αντιδράσεις των συμπολιτών μου. Ε, δεν λέω ότι είναι όλοι αυτοί ναζί, αλλά δεν μπορώ να μην σχολιάσω αυτό το θέμα. Γίνονται κάποιοι πραγματικά θηρία στη θέα ενός μετανάστη με ποδήλατο. Τι τους συμβαίνει; Ίσως ενστικτώδικα αντιδρούν στη σκέψη ενός μετανάστη που έχει κατακτήσει κάποια ανεξαρτησία. Κάθε μέρα πηγαινοέρχονται στα στρατόπεδα έξω από την πόλη εκατοντάδες μετανάστες και μετανάστριες με τα πόδια. Στο μυαλό του αποκτηνωμένου Έλληνα είναι αυτό που τους πρέπει: η ταλαιπωρία. Μόλις, όμως δει κάποιον με ποδήλατο, αρχίζει «κοίτα τους! Ό,τι θέλουν κάνουν πια!». Η σκέψη ότι ο μετανάστης μπορεί να κινείται στο «δικό τους» χώρο ελεύθερα όσο κι εκείνοι τους αναστατώνει αφάνταστα. «Ας περπατήσουν όσο θέλουν, αρκεί να ξέρω ότι κάθε μετακίνηση ματώνει τα πέλματά τους∙ η διαφορά πρέπει να είναι διαφορά!». Θυμάμαι τους Αλβανούς, εκεί πίσω στο ’90. Θυμάμαι (ταξίδευα πάρα πολύ με το λεωφορείο τότε) την ικανοποίηση κάποιων Ελλήνων σαν έμπαιναν οι συνοριακοί και κατέβαζαν τους Αλβανούς από το λεωφορείο. Αν ήθελαν να πάνε από τα Γιάννινα στην Αθήνα ας πήγαιναν με τα πόδια. Αυτή η εικόνα, παράδοξα δεν ενοχλούσε τόσο τον κομπλεξικό Έλληνα, δεν αισθανόταν άσχημα που στη χώρα του υπήρχαν άνθρωποι που πήγαιναν στην Αθήνα με τα πόδια, αισθανόταν όμως αναστάτωση εάν αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να κινηθούν στο χώρο όπως κι εκείνος. Όταν δε άρχισαν να κυκλοφορούν με αυτοκίνητα (και ειδικά με αυτοκίνητα που με τους ελληνικούς μισθούς ήταν απλησίαστα), τότε μερικοί έχασαν τον ύπνο τους. Ξαναγυρίζω στο Λουκμάν. Σκέφτομαι το φόνο του. Σκέφτομαι το ποδήλατό του∙ το μοναδικό πράγμα εκείνη την αχάραγη ώρα, που πήγαινε στη δουλειά του, που τον συνέδεε με μια ζωή που θα μπορούσε να έχει. Σκέφτομαι αν αυτό μέτρησε στην απόφαση των ναζί να του πάρουν ακόμη και τη ζωή που είχε. Ξαναλέω. Μπορεί όλα αυτά να είναι ανοησίες. Το να προσπαθείς να βρεις κάποια λογική στη ναζιστική πράξη είναι κατά ένα βαθμό αθώωσή της, μιας και τη φέρνει στα μέτρα κάθε άλλης πράξης. Ε, δεν υπάρχει άλλο μέτρο γι’αυτή την επιλογή. Θυμάμαι σήμερα το Σαχζάτ Λουκμάν∙ έναν άνθρωπο που ξεκίνησε να πάει στη δουλειά με το ποδήλατό του.

Για το μορφωτικό απαρτχάιντ

Οι ιδέες δεν μένουν ποτέ μετέωρες. Τελικά, ανεξάρτητα από την πεποίθηση του φορέα τους, θα υπηρετήσουν την πιο ταιριαστή τους διεργασία. Σαν λέγαμε ότι η φλυαρία περί αριστείας τελικά λειτουργεί κατά το λόγο νομιμοποιητικά για το ξέκαμα των μορφωτικών δικαιωμάτων των μη προνομιούχων παιδιών, φυσικά δεν εννοούσαμε ότι αυτό θα σταματήσει στο αίσχος «κάθε πόλη και γήπεδο, κάθε νομός και πρότυπο» (φυσικά, και τα λεγόμενα «πρότυπα» στην ίδια πορεία εντάσσονται, κι όποιος δεν το καταλαβαίνει, αναμασά γλυκανάλατες φλυαρίες). Ήρθε, λοιπόν, η ώρα να χτιστεί ως υλική πραγματικότητα αυτό που ο εκτεταμένος, διάχυτος -δεξιός κι αριστερός- δαπιτισμός προετοίμαζε όλα αυτά τα χρόνια: η θεσμοθέτηση του μορφωτικού απαρτχάιντ. Ξέρω πως κάθε φορά που κάνουμε αυτή την κουβέντα, κάποιος θα θέσει καλοπροαίρετα το ζήτημα αν όλα αυτά υπήρχαν σκόρπια μέχρι τώρα ως νοοτροπία, και η απάντηση είναι πως όλη αυτή η αρρώστια φυσικά και δεν είναι σημερινή, όμως φαντάζομαι πως καταλαβαίνουμε τη διαφορά της διάχυτης νοοτροπίας και της θεσμοθέτησης, της υλικής αποκρυστάλλωσης. Σ’αυτή τη φάση, λοιπόν, των απανωτών νομοσχεδίων της Κεραμέως για την Εκπαίδευση (περιφρονούσα από την αρχή -οι φίλοι/ες θα το θυμούνται, ασφαλώς- την κριτική στην Κεραμέως ως «θεούσα», και έλεγα ότι θα είναι το ελαφρύτερο που θα θυμόμαστε από δαύτη), θεσμοθετείται η δυνατότητα κατάρτισης τμημάτων με βάση τις επιδόσεις, δηλαδή ο διαχωρισμός σε τμήματα μαθητών με «καλές» επιδόσεις και τμήματα μαθητών με «κακές». Αυτό που στην προηγούμενη φάση είδαμε να συμβαίνει με τα λεγόμενα «πρότυπα» και τα υπόλοιπα (τα «όχι και τόσο καλά» ή απλά «για τα παιδιά που προορίζονται για μετριότητες») απλώνεται τώρα στο εσωτερικό μιας σχολικής μονάδας. Είναι αυτό κάτι το τρομερό; Μήπως άραγε, να είναι και προς όφελος των παιδιών; Να ξέρουμε με τι έχουμε να κάνουμε, βρε αδερφέ! Ας αναρωτηθούμε για λίγο ποια είναι η ειδοποιός διαφορά του δημόσιου σχολείου. Είναι ένα ερώτημα που πρέπει να τίθεται∙ η σύγχυση πάνω σ’αυτό πρέπει να διαλυθεί άμεσα. Λοιπόν, το κεντρικό του στοιχείο, ο πυρήνας της ύπαρξής του είναι το «σχολείο για όλα τα παιδιά». Οποιαδήποτε διεργασία θίγει αυτόν τον πυρήνα είναι απορριπτέα. Ένας από τους τρόπους που υπηρετείται αυτό το «για όλα τα παιδιά» είναι η έννοια του σχολείου της γειτονιάς, η αλφαβητική (δηλαδή από την άποψη της επίδοσης αδιάφορη) κατανομή σε τμήματα και ο τρόπος τοποθέτησης των εκπαιδευτικών σ’αυτά. Με λίγα λόγια, κανείς δεν διαλέγει ούτε μαθητές ούτε εκπαιδευτικούς. Κι αν αυτό καμιά φορά φαντάζει «άδικο» («δεν είμαι με τους φίλους μου» ή «δεν έχω καλή επαφή με τούτον τον καθηγητή της Χημείας»), τα γενικά οφέλη είναι αδιαμφισβήτητα. Η πολυμορφία στα ενδιαφέροντα, τις προσλαμβάνουσες, την εκφορά του λόγου, τις ιδέες, τις προσεγγίσεις, η κοινωνικοποίηση (που είναι ο βασικός στόχος του σχολείου, κι ας το ξεχάσαμε αυτά τα χρόνια του δαπιτισμού) που περιλαμβάνει όλα αυτά είναι το μεγάλο κέρδος που το δημόσιο -το «τυχαίο»- σχολείο παράγει. Δάσκαλοι και δασκάλες με εμπειρία μπορούν να βεβαιώσουν τις αρετές αυτής της τοποθέτησης, ανεξάρτητα από το εάν και οι ίδιοι καμιά φορά παρασύρθηκαν στην ολότελα λαθεμένη σκέψη να επιχειρήσουν να διαλέξουν ένα «καλύτερο» τμήμα για να είναι τα πράγματα λίγο πιο «ομαλά». Γενικά, σε όσα σχολεία με πλάγιους τρόπους έφτιαξαν τμήματα «αρίστων» και τμήματα «λοιπών», τα αποτελέσματα είναι τραγικά, παρά την όποια ρεκλάμα (είπαμε∙ τα κριτήρια πια της κοινωνίας είναι οι κολαούζοι της φασιστικής προπαρασκευής).

Ήρθε, λοιπόν, η εποχή που τα αφεντικά θεωρούν ότι μπορούν να λήξουν τον αναχρονισμό που πράματι υπήρξε το ελληνικό σχολείο σε σχέση με την πρόοδο σε άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. Τέρμα οι ευαισθησίες, τέρμα η κοινωνικοποίηση, τέρμα η κριτική σκέψη. Δεν πρόκειται για μια περιστασιακή ένταση των ταξικών φραγμών (μιλώ για τα τελευταία νομοσχέδια συνολικά), αλλά για μια αλλαγή του πυρήνα της δημόσιας εκπαίδευσης που θεμελιώθηκε ήδη από το 2016 (για όποιον είχε μάτια να δει, και δεν είναι απλά κομματικός χειροκροτητής). Το λέω αυτό απαντώντας σε κριτική που μου έγινε τότε περί «καταστροφολογίας», κριτική που επέμενε ότι μιλάμε για μια «νορμάλ» διελκυστίνδα της ταξικής πάλης και την αντανάκλασή της στην Εκπαίδευση. Ένας παρατεταμένος αγώνας διελκυστίνδας, όμως (ειδικά τέτοιος που το αποτέλεσμα είναι απελπιστικά επαναλαμβανόμενο), μεταβάλλει και το έδαφος στο οποίο διεξάγεται, μαζί φυσικά και τις προσδοκίες των αντιπάλων. Αυτό, ένας κλάδος (και οι παρατάξεις του -δεξιές και αριστερές) που έχει μάθει στα συνδικαλιστικά τζαρτζαρίσματα και την πολιτική των διαδρόμων, δεν μπορεί να το δει. Θα το δει όταν θα είναι πολύ αργά.

Θα σταθεί κανείς απέναντι σε όλο αυτό; Δυστυχώς όχι. Και ο λόγος δεν είναι ούτε απλά η αλλαγή στη νοοτροπία των εκπαιδευτικών, που θα κοιτάξουν -και μέσα από την πίεση της Αξιολόγησης- να το βουλώσουν και να σώσουν το τομάρι τους, ούτε απλά η πρακτόρικη δράση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Ο βασικός λόγος είναι ότι αυτοί που είναι για ξέκαμα δεν έχουν φωνή στην κοινωνία. Αυτοί που είναι για ξέκαμα είναι ήδη ξεκαμένοι. Τα παιδιά που θα πεταχτούν έξω από το λύκειο μέσω της τράπεζας θεμάτων, εκείνα που θα στοιβαχτούν σε τμήματα β’ κατηγορίας με δασκάλους «μη ικανοποιητικούς», εκείνα που φέτος κιόλας θα μείνουν έξω από τα Πανεπιστήμια (~30 χιλιάδες!), δεν έχουν φωνή. Σ’αυτή τη χώρα, φωνή πια έχει μόνο το προνόμιο. Αυτό είναι, το προνόμιο, που ήδη μιλά μέσα από τα κανάλια, τις εφημερίδες, τις σχολικές μαζώξεις, τους καφέδες των γονέων, και αποθεώνει το ξήλωμα του σχολείου που μισούσε (αλλά ντρεπόταν να πει ανοιχτά), όχι για το ένα ή το άλλο κακό του, αλλά γιατί αναγκαζόταν να συνυπάρχει εκεί με το παιδί του εργάτη, το προσφυγόπουλο ή το Ρομά, το παιδί που μισούσε το σχολείο (ή και όλους μας), το παιδί που δεν θέλησε να γίνει γιατρός αλλά μπαλαδόρος, μουσικός ή και τίποτα ιδιαίτερα, το παιδί το δικό μου και το δικό σου, με λίγα λόγια. Έτσι. Τώρα το προνόμιο θα χειροκροτήσει. Και θα ακουστεί. Οι υπόλοιποι, όχι μόνο δεν θα ακουστούν, μα δεν έχουν καν γλώσσα να μιλήσουν.

Ο Τρότσκυ και ο Κόκκινος Οκτώβρης

Σ’αυτό το βιβλιογραφικό σημείωμα παρουσιάζω πτυχές της συμβολής του Λεόν Τρότσκυ στην προετοιμασία και την πραγματοποίηση της στρατιωτικής κατάληψης της πολιτικής εξουσίας από το κόμμα των Μπολσεβίκων για λογαριασμό των Σοβιέτ τον Οκτώβρη του 1917.
Ο βασικός κορμός του σημειώματος γράφτηκε πριν από πολλά χρόνια στα πλαίσια μιας συζήτησης-αντιπαράθεσης μεταξύ συντρόφων, όπου μεταξύ άλλων χρειάστηκε να απαντηθεί η υποβάθμιση (ή και ακύρωση) της κεντρικής παρουσίας του Τρότσκυ στην Οκτωβριανή Επανάσταση, μια πρακτική που έλκει την καταγωγή της από τα εργαστήρια της ΓκεΠεΟυ και , δυστυχώς, αναπαράγεται αδιάκοπα όλα αυτά τα χρόνια. Σήμερα, δημοσιεύω το σημείωμα αυτό με κάποιες μικρές αλλαγές και προσθήκες, στο έδαφος της εμφάνισης μιας μοντέρνας απολογητικής του σταλινισμού, βέβαιο απότοκο της ιδεολογικής αποσύνθεσης ολόκληρου του φάσματος της Αριστεράς που φανερώθηκε μετά την υποχώρηση του κινήματος των ετών 2008-2012 και την καταστροφή που υπήρξε η κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ.

Είμαι υποχρεωμένος να κάνω τρεις σύντομες εισαγωγικές παρατηρήσεις
1. Είμαι όσο πιο μακριά γίνεται από τη λογική του στησίματος “επιτροπών υπεράσπισης μνήμης και έργου” του Τρότσκυ ή του οποιουδήποτε. Ο σκοπός του σημειώματος είναι να φωτίσει τον Οκτώβρη από την πλευρά ενός από τους αρχιτέκτονές του. Το κέντρο λοιπόν είναι ο Οκτώβρης, κι αυτός όχι σαν ημερομηνία, αλλά σαν μοναδική και κορυφαία στιγμή στην ιστορία του αγώνα για την Ελευθερία. Είναι γνωστό άλλωστε ότι αν και αυτοπροσδιορίζομαι ως “τροτσκιστής” (αυτή είναι η ταμπέλα που μου κόλλησε η πάλη των ιδεών έτσι όπως εξελίχθηκε στην Ιστορία, όσο ανυπόστατη κι αν είναι) στέκομαι κριτικά ή και ενάντια σε αρκετές πτυχές της πλούσιας επαναστατικής δραστηριότητας του Τρότσκυ.
2. Το σημείωμα εξετάζει τα γεγονότα με άξονα τη δραστηριότητα του Τρότσκυ. Αυτό μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα να φαίνεται ότι υποτιμάται η συμβολή άλλων μπολσεβίκων ηγετών. Διαβεβαιώνω τον αναγνώστη ότι κάτι τέτοιο δεν είναι στις προθέσεις μου, μα πραγματικά δεν βρήκα φόρμουλα αντιμετώπισης του προβλήματος στα πλαίσια ενός σημειώματος λίγων σελίδων.
3. Το σημείωμα αυτό είναι μια παρουσίαση και όχι μια δικαστική διερεύνηση της δραστηριότητας του Τρότσκυ. Έτσι, βασίζεται στο μεγαλύτερο μέρος του στα γραπτά του ίδιου του Τρότσκυ για το θέμα. Θα ήταν μια κίνηση εξαιρετικής εντιμότητας από την πλευρά των όσων παρουσιάζουν κάποια άλλη άποψη να ελέγξουν τις πηγές τους. Είναι βέβαιο πως για κάθε μία απ’αυτές (τουλάχιστον από όσους έζησαν τον Οκτώβρη ως μπολσεβίκοι) θα ανακαλύψουν παλιότερες αναφορές των ίδιων συγγραφέων που βεβαιώνουν την πολύτιμη συμβολή του Τρότσκυ. Το δημόσιο έργο της ακύρωσης του αρχιτέκτονα αυτού της Οκτωβριανής Επανάστασης υπήρξε ο ιδεολογικός φόρος που έπρεπε να πληρώσει κανείς είτε για να παραμείνει στην ηγετική ομάδα του Κόμματος είτε απλά για να μείνει ζωντανός τη μαύρη εποχή που ακολούθησε το σοβιετικό Θερμιδώρ. Έτσι, τα ντοκουμέντα αυτά των σταλινικών εργαστηρίων βρίθουν από ανακρίβειες, κατασκευές και απίστευτες αντιφάσεις αντιφάσεις που δεν θα βρει κανείς, όσο και να ψάξει, στις αφηγήσεις του Τρότσκυ και των κειμένων που γράφτηκαν στο διάστημα αμέσως μετά την Επανάσταση.

Έχει λεχθεί από παλιά ότι ένας σωστός άνθρωπος έχει το πλεονέκτημα, ακόμη και με κακή μνήμη, να μην έρχεται ποτέ σε αντίφαση με τον εαυτό του, ενώ ένας ύπουλος, ασυνείδητος και ανειλικρινής άνθρωπος πρέπει πάντα να θυμάται αυτό που είπε στο παρελθόν, για να μη ντροπιάζει τον εαυτό του.
(Λ. Τρότσκυ: Η σταλινική σχολή της πλαστογραφίας, σ. 59. “Ένεκεν” 2008)

banner2017

 

1. Ο “μενσεβικισμός” του Τρότσκυ

Ο Τρότσκυ έγινε μέλος των μπολσεβίκων μόλις το 1917. Στην πρώτη φάση του σχίσματος (1903), κυρίως εξ αιτίας των οργανωτικών του αντιλήψεων και σε αντίθεση με κείνες του Λένιν, πήρε το μέρος των μενσεβίκων, από τους οποίους διαχωρίστηκε ένα χρόνο αργότερα στη βάση της ανάλυσής του για τον ανεξάρτητο και ηγετικό ρόλο του προλεταριάτου στην επερχόμενη επανάσταση. Μέχρι και τον πόλεμο κράτησε μια ανεξάρτητη στάση απέναντι στις δύο φράξιες (που τουλάχιστον μέχρι το 1912 λειτουργούσαν ενιαία), γεγονός που αργότερα αποτίμησε αρνητικά:
Από το 1904 βρισκόμουν έξω απ’ τις δυο σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις. Στην επανάσταση του 1905 – 1907 εργάστηκα δίπλα – δίπλα με τους μπολσεβίκους. Στα χρόνια της αντίδρασης υπερασπίστηκα τις επαναστατικές μεθόδους εναντίον των μενσεβίκων, στο διεθνή επαναστατικό τύπο. Δεν είχα ωστόσο χάσει την ελπίδα, πώς οι μενσεβίκοι θα προσανατολίζονταν προς τ’ αριστερά και γι’ αυτό το λόγο έκανα μια σειρά προσπάθειες ορός την κατεύθυνση της συνένωσης. Μονάχα κατά τη διάρκεια του πολέμου πείστηκα πια, πώς αυτές οι προσπάθειές μου ήταν ανώφελες.
(Λ. Τρότσκυ: Η Ζωή μου, σ.309. «Αλήθεια» 1981)
Ο συμφιλιωτισμός μου πήγαζε από ένα είδος σοσιαλεπαναστατικού φαταλισμού. Πίστευα πως η λογική της ταξικής πάλης θα ανάγκαζε τις δύο φράξιες να ακολουθήσουν την ίδια επαναστατική γραμμή.
(Λ. Τρότσκυ: Η Διαρκής Επανάσταση, σ.55. «Αλλαγή» 1982)
Η Ιστορία καταγράφει τον Τρότσκυ ως ηγετικό μέλος μιας μικρής ομάδας γύρω από την έκδοση «Βπέριοντ», τους αποκαλούμενους «Διαχτιδικούς». Κάτι τέτοιο μάλλον δεν ισχύει. Αυτό που είναι βέβαιο, και ίσως η πηγή της παρεξήγησης αυτής, είναι ότι η ηγετική ομάδα των Διαχτιδικών (Ουρίτσκυ, Γιόφφε, Καραχάν, Λουνατσάρσκυ κ.α) συναρτούσε την απόφασή της για τη συγχώνευσή της με τους μπολσεβίκους με τη στάση του Τρότσκυ. Επιστρέφοντας στην Πετρούπολη από τον Καναδά, το Μάη του 1917, ο Τρότσκυ έπεισε τους Διαχτιδικούς (που όλα λένε πως έμεναν χωριστά από τους Μπολσεβίκους μόνο και μόνο στη βάση προσωπικών πικριών, ενώ τίποτε πια δεν τους χώριζε πολιτικά. Ο Λένιν έγραφε σχετικά: “Στο ζήτημα του πολέμου η “Διαχτιδική” κράτησε διεθνιστική θέση και στην τακτική της ήταν πάντα κοντά στους Μπολσεβίκους”) και τελικά συγχωνεύτηκαν με τους Μπολσεβίκους στο ενοποιητικό συνέδριο του Ιούλη 1917 (όπου στην ψηφοφορία για την Κεντρική Επιτροπή ο Τρότσκυ κατέλαβε την τρίτη θέση μετά τους Λένιν και Ζηνόβιεφ). Ο Λένιν, που δεν τσιγκουνευόταν τη σκληρή κριτική, δήλωνε λίγες μέρες μετά την εξέγερση, με αφορμή τη συζήτηση για συγκυβέρνηση με τους Μενσεβίκους, ότι: «Ο Τρότσκυ από καιρό έχει πει πως η ενότητα είναι αδύνατη. Ο Τρότσκυ το κατάλαβε αυτό – και από τότε δεν υπάρχει καλύτερος μπολσεβίκος» (Λ. Τρότσκυ: Η Διαρκής Επανάσταση, σ.58. «Αλλαγή» 1982)
Ο Τρότσκυ λειτούργησε από τις πρώτες μέρες της επιστροφής του σαν κανονικό και ισότιμο μέλος των Μπολσεβίκων. Μέσα σ’όλα τα στοιχεία που πείθουν γι’αυτό, ξεχωρίζουμε δύο αναφορές. Η πρώτη, γραμμένη από το Ρασκόλνικοφ το 1923 (κάποια χρόνια αργότερα θα έγραφε μια άλλη, ολότελα διαφορετική ιστορία) στο τεύχος 10 της Προλετάρσκαγια Ρεβολουτσίγια:
Ο αντίλαλος από τις παλιές διαφωνίες της προπολεμικής περιόδου είχε σβήσει τελείως. Δεν υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στη γραμμή του Λένιν και τη γραμμή του Τρότσκυ. Η συγχώνευση, αισθητή ήδη από την εποχή του πολέμου, είχε επιτευχθεί οριστικά και αμετάκλητα από τη στιγμή της επιστροφής του Λεόν Νταβίντοβιτς [Τρότσκυ] στη Ρωσία. Απο την πρώτη δημόσια ομιλία του, όλοι εμείς οι παλιοί λενινιστές αισθανθήκαμε ότι ήταν δικός μας”. Στο τεύχος 5 του ίδιου περιοδικού βρίσκουμε την ίδια εκτίμηση: “Ο Λεόν Νταβίντοβιτς, εκείνον τον καιρό, τυπικά δεν ήταν μέλος του Κόμματός μας, αλλά στην πραγματικότητα δούλευε μέσα σ’αυτό συνεχώς από την πρώτη μέρα που ήρθε από την Αμερική. Ωστόσο, αμέσως μετά την πρώτη του ομιλία στο Σοβιέτ, όλοι τον είδαμε ως έναν από τους ηγέτες του Κόμματός μας” (Λ. Τρότσκυ: Η σταλινική σχολή της πλαστογραφίας, σ. 52-53. “Ένεκεν” 2008). Η δεύτερη αναφορά είναι από τον ίδιο το Λένιν. Καθώς οι Μπολσεβίκοι κατάρτιζαν τους καταλόγους των υποψηφίων τους για τη Συντακτική Συνέλευση, ο Λένιν εξέφρασε την άποψη ότι σ’αυτούς δεν θα μπορούσαν να συμπεριλαμβάνονται σύντροφοι που μόλις είχαν προσχωρήσει στο Κόμμα. Απ’αυτή τη γενική στάση εξαιρούσε τον Τρότσκυ: “κανένας δεν θα εναντιωνόταν στην ανάδειξη ενός τέτοιου υποψηφίου όπως είναι λόγου χάρη ο Λ. Ντ. Τρότσκυ, γιατί: πρώτον ο Τρότσκυ αμέσως μόλις γύρισε πήρε τη θέση του διεθνιστή· δεύτερον, πάλεψε μέσα στους “Διαχτιδικούς” για τη συγχώνευσή τους με τους Μπολσεβίκους και τέλος, στη διάρκεια των δύσκολων ημερών του Ιούλη, στάθηκε αντάξιος των καθηκόντων του και αποδείχθηκε αφοσιωμένο μέλος του Κόμματος του επαναστατικού προλεταριάτου” (Λ. Τρότσκυ: Η σταλινική σχολή της πλαστογραφίας, σ. 56. “Ένεκεν” 2008)

2. Απρίλης

Στις 4 του Απρίλη 1917 ο Λένιν καταθέτει τις «θέσεις» του, συνταράσσοντας το πολιτικό σκηνικό μαζί και το κόμμα του. Το παλιό μπολσεβίκικο σχήμα για την «επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» κατεδαφίζεται καθώς ο Λένιν αντιλαμβάνεται ότι η Επανάσταση δεν προχωρά σύμφωνα με καλά καθορισμένα και ξέχωρα στάδια, ότι η προλεταριακή επανάσταση μπορεί να εκπληρώσει τα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα “στο διάβα της”. Οι θεωρίες των σταδίων έπρεπε να πεταχτούν «στο αρχείο των μπολσεβίκικων προεπαναστατικών σπανίων αντικειμένων». Επιτίθεται δε με χαρακτηριστική σφοδρότητα εναντίον του Κάμενεφ που επανέφερε το ζήτημα της «ολοκλήρωσης» των σταδίων «θυσιάζοντας το ζωντανό Μαρξισμό στο νεκρό γράμμα«:
Το ζήτημα του «αποτελειωμού» της αστικοδημοκρατικής επανάστασης τοποθετήθηκε λαθεμένα. Στο ζήτημα αυτό δόθηκε μια αφηρημένη, απλή, μονόχρωμη, αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι, τοποθέτηση, που δεν ανταποκρίνεται στην αντικειμενική πραγματικότητα. Όποιος βάζει το ζήτημα έτσι, όποιος ρωτάει σήμερα: «τέλειωσε άραγε η αστικοδημοκρατική επανάσταση;» και σταματά εδώ – αυτός στερεί από τον εαυτό του τη δυνατότητα να καταλάβει την εξαιρετικά πολύπλοκη, τουλάχιστο «δίχρωμη» πραγματικότητα. Αυτό στη Θεωρία. Και στην πράξη παραδίνεται ανίσχυρος στη μικροαστική επαναστατικότητα.
(Β.Ι. Λένιν: Οι Θέσεις του Απρίλη, σ.21. «Σύγχρονη Εποχή» 1986)
Ο Λένιν, το διάστημα αυτό, κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να πείσει το κόμμα να αντιληφθεί το ρόλο των Σοβιέτ σαν ένα «καινούργιο τύπο κράτους» που έπρεπε να στεριώσει εκμηδενίζοντας την εξουσία που κατέκτησε η αστική τάξη. Όμως, τόσο η κεντρική επιτροπή των Μπολσεβίκων όσο και η επιτροπή τους της Πετρούπολης τάχθηκαν συντριπτικά κατά των «θέσεων»:
“Οι απριλιάτικες θέσεις του Λένιν – δηλώνει μια επίσημη ιστορική έκδοση – δεν είχαν αληθινά τύχη μέσα στην επιτροπή της Πετρούπολης. Υπέρ αυτών των θέσεων που άφησαν εποχή τάχθηκαν μόνο δύο ψήφοι, δεκατρεις κατά, με μιαν αποχή”. “Παράτολμα φαινότανε τα συμπεράσματα του Λένιν ακόμα και στους πιο ενθουσιώθεις μαθητές του” – γράφει ο Ποντβόισκι.
(Λ. Τρότσκυ. Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης, σ. 426. “Παρασκήνιο” 2006)
Ο Στάλιν κράτησε μεσοβέζικη θέση και ταυτίστηκε με το ψήφισμα του Σοβιέτ του Κρασνογιάρσκ που κατέληγε ως εξής: «… [το Σοβιέτ] να υποστηρίξει την προσωρινή κυβέρνηση στις ενέργειές της μονάχα στο βαθμό που ακολουθεί μια πορεία ικανοποίησης των αιτημάτων της εργατικής τάξης και της επαναστατημένης αγροτιάς στην επανάσταση που πραγματοποιείται» (Λ. Τρότσκυ: Η σταλινική σχολή της πλαστογραφίας, σ. 223. “Ένεκεν” 2008) ενώ ο Τρότσκυ -που δεν ήταν ακόμη μπολσεβίκος- βλέπει στη στροφή του Λένιν μια επιβεβαίωση των δικών του θέσεων της Διαρκούς Επανάστασης:
Στη Ν. Υόρκη, στις αρχές του Μάρτη, αφιέρωσα μια σειρά από άρθρα στο συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων στη Ρωσία και στις προοπτικές πού διανοίγονταν για την επανάσταση. Τον ίδιον καιρό ο Λένιν έστελνε απ’ τη Γενεύη στην Πετρούπολη τα «Γράμματα απ’ το Εξωτερικό». Τα άρθρα μας αυτά, γραμμένα από δυο σημεία του κόσμου πού τα χώριζε ο ωκεανός, δίνουν ταυτόσημη ανάλυση της κατάστασης και καταλήγουν στις ίδιες ολότελα προβλέψεις. Όλες οι βασικές φόρμουλες σχετικά με τη στάση μας απέναντι στους αγρότες, την αστική τάξη, την προσωρινή κυβέρνηση, τον πόλεμο και τη διεθνή επανάσταση, είναι απόλυτα ίδιες.
(Λ. Τρότσκυ: Η Ζωή μου, σ.309. «Αλήθεια» 1981)
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Λένιν εισάγει στις «θέσεις» του το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» σε μια περίοδο που οι μπολσεβίκοι ούτε είχαν την πλειοψηφία στα όργανα αυτά ούτε φαινόταν πολύ πιθανό να την αποκτήσουν σύντομα. Τέτοια ήταν η πεποίθησή του ότι η πορεία της επανάστασης εξαρτιόνταν από το άμεσο λύσιμο του κόμπου της διπλής εξουσίας μπουρζουαζίας/Σοβιέτ:
…στα περισσότερα Σοβιέτ των εργατών βουλευτών το Κόμμα μας είναι μειοψηφία, και για την ώρα αποτελεί αδύνατη μειοψηφία, απέναντι στο συνασπισμό όλων των μικροαστικών, οπορτουνιστικών στοιχείων, που πέφτουν κάτω από την επιρροή της αστικής τάξης και που διοχετεύουν την επιρροή της στο προλεταριάτο…
…Να εξηγήσουμε στις μάζες ότι το Σοβιέτ των εργατών βουλευτών είναι η μόνη δυνατή μορφή επαναστατικής κυβέρνησης…
…Όσο είμαστε μειοψηφία, δουλειά μας είναι να κάνουμε κριτική και εξήγηση των λαθών, προπαγανδίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη να περάσει όλη η κρατική εξουσία στα Σοβιέτ των εργατών βουλευτών, έτσι που οι μάζες με την πείρα τους να απαλλαγούν από τα λάθη τους.
(Β.Ι. Λένιν: Οι Θέσεις του Απρίλη, σ.8-9. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1986)
Αυτή η διαλεκτική της Επανάστασης, που διέφευγε από την παλιά φρουρά των μπολσεβίκων, πέρασε με ενστικτώδη αλλά πολύ ακριβή τρόπο στο γράψιμο του αμερικάνου συγγραφέα της Επανάστασης Τζων Ρηντ:
Η πάλη ανάμεσα στο προλεταριάτο και στις μεσαίες τάξεις, ανάμεσα στα Σοβιέτ και την Κυβέρνηση, που είχε αρχίσει τις πρώτες μέρες του Μάρτη, έφτασε στο οξύτερο σημείο της. Η Ρωσία, που με ένα πήδημα είχε περάσει απ’ το μεσαίωνα στον εικοστό αιώνα, πρόσφερε στον κατάπληκτο κόσμο το θέαμα δύο επαναστάσεων, της πολιτικής και της κοινωνικής επανάστασης, που πάλευαν μεταξύ τους σε αγώνα ζωής ή θανάτου.
(Τζ. Ρηντ: Ιστορία της Ρωσικής Επαναστάσεως (Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο), σ.36. «Οι φίλοι της Ιστορίας» 1956)

3. Προς τον Οκτώβρη

Η ίδια εικόνα επικράτησε και τις μέρες του Σεπτέμβρη – Οκτώβρη 1917. Όσο τα στοιχεία του «μικροαστικού σοσιαλισμού» ήλπιζαν σε έναν ήπιο, συμβιβαστικό τρόπο λειτουργίας μεταξύ των δύο μορφών εξουσίας, της αστικής και της σοβιετικής, τόσο οι πιο αποφασισμένοι και των δύο πλευρών συνειδητοποιούσαν ότι η μεταβατική εκείνη περίοδος θα έληγε σύντομα με την επικράτηση της μιας και τον αφανισμό της άλλης. Η διαμάχη αυτή πέρασε και μέσα στο κόμμα των μπολσεβίκων, αναπτυσσόμενη σε δύο άξονες. Ο πρώτος άξονας ήταν το κατά πόσον τα Σοβιέτ αποτελούσαν πράγματι ένα νέο τύπο κράτους που έπρεπε να διεκδικήσει αυτό το ρόλο για τον εαυτό του. Ο δεύτερος – βασισμένος στην ανάλυση ότι το πέρασμα της εξουσίας στα Σοβιέτ περνούσε μέσα από την ένοπλη εξέγερση- αφορούσε στο χρόνο και τους όρους εκδήλωσης της εξέγερσης αυτής. Δεν είναι σωστό να περιοριζόμαστε στη δεύτερη διαμάχη, καθώς ένα μεγάλο μέρος αναφορών και κειμένων δείχνει ότι δεν ήταν λίγοι εκείνοι που και μέσα στο κόμμα αμφισβητούσαν τη δυνατότητα των Σοβιέτ να ασκήσουν κρατική εξουσία. Εξ’ άλλου, μέρος της διστακτικότητας στην απόφαση για εξέγερση οφείλεται ακριβώς σ’ αυτήν την αντίληψη:
Η επαναστατική παράδοση του κόμματος, η πίεση των εργατών της βάσης, η κριτική του Λένιν στην κορυφή, ανάγκασαν το ανώτερο στρώμα του κόμματος μέσα στο Μαγιάπριλο, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Στάλιν, “να μπει σε καινούργιο δρόμο”. Θα’πρεπε όμως να αγνοεί κανείς ολότελα την πολιτική ψυχολογία για να δεχτεί ότι μια απλή ψήφος προσχώρησης στις θέσεις του Λένιν σημαίνει πραγματική και ολοκληρωτική παραίτηση από τη “σφαλερή θέση στα βασικά ζητήματα”. Στην πραγματικότητα οι αγοραία δημοκρατικές απόψεις που είχαν οργανικά ενισχυθεί στα χρόνια του πολέμου, όσο κι αν προσαρμόστηκαν με το καινούργιο πρόγραμμα, παράμεναν σε υπόκωφη αντίθεση μαζί του.
(Λ. Τρότσκυ. Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης, σ. 428. “Παρασκήνιο” 2006)

4. Η Δημοκρατική Συνδιάσκεψη…

Ο Λένιν το διέβλεπε αυτό και έτσι, παρά την αναγκαστική του απουσία λόγω παρανομίας, βομβάρδιζε την κεντρική επιτροπή και τις κυριότερες κομματικές οργανώσεις με επιστολές που έθεταν πιεστικά το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας με ένοπλη εξέγερση. Η στροφή αυτή της ιστορίας του Οκτώβρη ξεκινά με την απόφαση των Εσέρων και Μενσεβίκων να διοργανώσουν στις 14 Σεπτέμβρη τη λεγόμενη Δημοκρατική Συνδιάσκεψη. Αυτή, θα αποτελούσε ένα όργανο δημοκρατικής επίφασης που θα χτυπούσε την αυξανόμενη ισχύ και επιρροή των Σοβιέτ. Παρ’ ότι δεν πέτυχε το στόχο της – να σώσει τις δομές του Φλεβάρη σχηματίζοντας μια κυβέρνηση συνασπισμού χωρίς να περιλαμβάνει επίσημα τους Καντέτους- συγκρότησε το Συμβούλιο της Ρωσικής Δημοκρατίας (γνωστό ως «προ-κοινοβούλιο»). Το Συμβούλιο θα προετοίμαζε τη Συντακτική Συνέλευση και ουσιαστικά θα αποτελούσε το κοινοβουλευτικό αντίβαρο εν όψει του προγραμματισμένου 2ου πανρωσικού συνεδρίου των Σοβιέτ. Σύμφωνα με τον Τρότσκυ μάλλον θα την υποκαθιστούσε, αλλά το σημαντικό είναι ότι προσπαθούσε να υπονομεύσει την επιρροή των Σοβιέτ (Λ. Τρότσκυ: Η σταλινική σχολή της πλαστογραφίας, σ. 336. “Ένεκεν” 2008).
Τις μέρες που προηγήθηκαν της Δημοκρατικής Συνδιάσκεψης ο Λένιν καλεί με άλλες δύο επιστολές, την Κεντρική Επιτροπή καθώς και τις επιτροπές Πετρούπολης και Μόσχας να προχωρήσουν άμεσα στην ένοπλη εξέγερση. Δίνει σαφείς οδηγίες για τα σημεία που πρέπει να χτυπηθούν καθώς και για την περικύκλωση του θεάτρου όπου θα διεξαγόταν η συνδιάσκεψη και τη σύλληψη των αντιπροσώπων. Στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής που ακολούθησε, η πρόταση του Λένιν καταψηφίστηκε. Ο Τρότσκυ, μαζί με τον Σβερντλώφ και τον Μπουχάριν, θεώρησαν τη στιγμή ακατάλληλη ενώ ο Στάλιν, που τότε απέφυγε να πάρει σαφή θέση, δήλωσε αργότερα ότι ο Λένιν είχε άδικο:
“…ο Ίλιτς, που κρυβόταν εκείνον τον καιρό, δεν ήταν σύμφωνος και έγραψε ότι αυτά τα σκουπίδια [η Δημοκρατική Συνδιάσκεψη] πρέπει να διαλυθούν και να συλληφθούν. Εμείς καταλαβαίναμε ότι το ζήτημα δεν ήταν και τόσο απλό, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η Συνδιάσκεψη αποτελούνταν κατά το μισό ή τουλάχιστον στο ένα της τρίτο από αντιπροσώπους από το μέτωπο, και ότι με το να τους συλλάβουμε και να τους διαλύσουμε δεν μπορούσαμε παρά να καταστρέψουμε την όλη υπόθεση και να χειροτερέψουμε τις σχέσεις μας με το μέτωπο”
(Λ. Τρότσκυ: Η σταλινική σχολή της πλαστογραφίας, σ. 236. “Ένεκεν” 2008)

5. …και το Συμβούλιο της Ρωσικής Δημοκρατίας

Οι μπολσεβίκοι τελικά πήραν μέρος στη Δημοκρατική Συνδιάσκεψη, γεγονός που οδήγησε το Λένιν να ασκήσει σκληρή κριτική στα μέλη της αντιπροσωπείας τους τόσο για την ίδια τη συμμετοχή τους όσο και για τη συμπεριφορά τους στο όργανο αυτό. Οι 136 αντιπρόσωποι του κόμματος έπρεπε «να εγκαταλείψουν την αίθουσα», να αφήσουν δυο-τρεις συντρόφους για να έχουν μια εικόνα και το «99% της μπολσεβίκικης αντιπροσωπείας να πάει στα εργοστάσια και τους στρατώνες» (Τ. Κλιφ: Λένιν-Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ, σ.369. «Εργατική Δημοκρατία» 1997). Η κομματική αντιπροσωπεία προχώρησε και σε ένα ακόμη πιο σημαντικό σφάλμα. Ενέκρινε την πρόταση του Ρύκωφ για συμμετοχή στο Συμβούλιο της Ρωσικής Δημοκρατίας καταψηφίζοντας την πρόταση του Τρότσκυ για μποϋκοτάζ. Ο Λένιν αντιδρά στην απόφαση αυτή και επαναφέρει το ζήτημα του μποϋκοτάζ:
«Ο Τρότσκυ υποστήριξε το μποϋκοτάζ. Μπράβο σύντροφε Τρότσκυ!
Η πρόταση για μποϋκοτάζ ηττήθηκε στη μπολσεβίκικη αντιπροσωπεία της Δημοκρατικής Συνδιάσκεψης. Ζήτω το μποϋκοτάζ!»
(Λ. Τρότσκυ: Η σταλινική σχολή της πλαστογραφίας, σ. 57. “Ένεκεν” 2008)
Η Κεντρική Επιτροπή τελευταία στιγμή διορθώνει την πορεία του κόμματος και αποφασίζει την αποχώρηση των μπολσεβίκων αντιπροσώπων από το Συμβούλιο με την έναρξη των εργασιών του (7 Οκτώβρη). Ο Τρότσκυ διαβάζει τη δήλωση αποχώρησης:
Φεύγοντας απ’ αυτό το Συμβούλιο, κάνουμε έκκληση στο θάρρος και στη φρόνηση των εργατών, των αγροτών και των στρατιωτών όλης της Ρωσίας…
Η Πετρούπολη κινδυνεύει! Η Επανάσταση κινδυνεύει!
Η κυβέρνηση αύξησε τον κίνδυνο, οι ιθύνουσες τάξεις τον έκαμαν απειλητικότερο. Μόνο ο λαός μπορεί να ετοιμάσει τη σωτηρία του και τη σωτηρία της χώρας. Απευθυνόμαστε λοιπόν στο λαό.
-Ζήτω η τίμια και άμεση δημοκρατική ειρήνη!
-Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!
-Όλη η γη στο λαό
-Ζήτω η Συντακτική Συνέλευση!
(Τζων Ρηντ: Ιστορία της Ρωσικής Επαναστάσεως (Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο), σ.143. Εκδόσεις «Οι φίλοι της Ιστορίας» 1956)
Μέσα στις βρισιές και τις κραυγές των αντιπάλων αντιπροσώπων για τον προδοτικό ρόλο των μπολσεβίκων, το κόμμα έμπαινε στην τροχιά της ένοπλης εξέγερσης:
Ότι αυτό το βήμα ήταν είσοδος στο δρόμο της εξέγερσης, αυτό ήταν καθαρό για τους εχθρούς και τους αντιπάλους. «Ο Τρότσκυ, παίρνοντας το ασκέρι του από το προ-Κοινοβούλιο -γράφει ο Σουχάνοβ – προσανατολιζόταν καθαρά στην κατεύθυνση της βίαιης εξέγερσης”.
(Λ. Τρότσκυ. Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης, σ. 429. “Παρασκήνιο” 2006)

6. Προς την εξέγερση

Στο μεταξύ, ο Λένιν συνεχίζει να πιέζει τα κομματικά όργανα με παροτρύνσεις για άμεση εξέγερση. Στις 10 Οκτώβρη ρισκάρει την αποκάλυψή του και εμφανίζεται στην Κεντρική Επιτροπή για να υποστηρίξει την πρότασή του για άμεση εξέγερση. Από τα 11 παρόντα μέλη της κεντρικής Επιτροπής μόνο δύο, οι Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ, καταψήφισαν την πρόταση. Το ότι το κόμμα είχε επιτέλους στα χέρια του την απόφαση για εξέγερση δεν σημαίνει ότι όλα είχαν κλειδώσει. Στις 11 Οκτώβρη η συνεδρίαση των Σοβιέτ των Βόρειων Περιοχών δεν παίρνει απόφαση για εξέγερση (ο Λένιν πόνταρε πολύ στην απόφαση αυτή καθώς έκρινε ότι οι επαναστατικές δυνάμεις της Φινλανδίας, της Λετονίας καθώς και του στόλου της Βαλτικής θα μπορούσαν να χτυπήσουν άμεσα την Πετρούπολη). Μια σειρά από προσπάθειες για συγκρότηση οργανωτικού κέντρου της εξέγερσης από την πλευρά του κόμματος έπεσαν στο κενό φανερώνοντας ότι οι επιφυλάξεις δεν είχαν εγκαταλείψει την πλειοψηφία των στελεχών. Στις 10 Οκτώβρη η Κεντρική Επιτροπή δημιούργησε επταμελές καθοδηγητικό όργανο της εξέγερσης με τους Λένιν, Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, Τρότσκυ, Στάλιν, Σοκόλνικοφ και Μπουμπνώφ, που δεν λειτούργησε ποτέ. Η κομματική επιτροπή Πετρούπολης συνεδρίασε στις 15 Οκτώβρη και εκτίμησε ότι δεν υπήρχε μαχητική διάθεση στις μάζες. Στις 16 Οκτώβρη, η Κεντρική Επιτροπή επικυρώνει την εκτίμηση της επιτροπής Πετρούπολης. Με τις εκτιμήσεις αυτές η δυνατότητα εξέγερσης τίθεται υπό αμφισβήτηση, όμως ο Λένιν αντέστρεψε το κλίμα προτείνοντας (στο πνεύμα των απόψεων του Τρότσκυ) να κρατηθεί η απόφαση της 10ης Οκτώβρη σαν γενική αρχή και ο καθορισμός του χρόνου της εξέγερσης να μείνει ανοιχτός για τα Σοβιέτ. Στην ίδια συνεδρίαση συστήνεται το -κομματικό- στρατιωτικό επαναστατικό κέντρο με τους Σβερντλώφ, Στάλιν, Μπουμπνώφ, Ουρίτσκι και Ντζερζίνσκι για να δουλέψει σαν μέρος της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής (ΣΕΕ) που στο μεταξύ (13 Οκτώβρη) είχε συγκροτηθεί από το Σοβιέτ της Πετρούπολης με πρόεδρο τον Τρότσκυ. Το κέντρο αυτό επίσης δεν λειτούργησε ποτέ. Οι Σβερντλώφ, Μπουμπνώφ, Ουρίτσκι και Ντζερζίνσκι μπαίνουν σταδιακά και με ατομική τους πρωτοβουλία στις εργασίες της ΣΕΕ. Ο Στάλιν δεν εμφανίστηκε ποτέ σε καμιά από τις συνεδριάσεις της.

7. Η «στιγμή»

Οι Λένιν και Τρότσκυ μοιραζόταν την εκτίμηση για την «τέχνη της εξέγερσης»:
Όπως ο σιδεράς δεν μπορεί να πιάσει με γυμνό χέρι το πυρωμένο σίδερο, έτσι και το προλεταριάτο δεν μπορεί με γυμνά τα χέρια να καταλάβει την εξουσία: του χρειάζεται οργάνωση κατάλληλη γι’αυτή τη δουλειά. Στο συνδυασμό της μαζικής εξέγερσης με τη συνωμοσία, στην υποταγή της συνωμοσίας στην εξέγερση, στην οργάνωση της εξέγερσης διαμέσου της συνωμοσίας, βρίσκεται ο περίπλοκος και βαρύς σε ευθύνες τομέας της επαναστατικής πολιτικής που ο Μαρξ και ο Ένγκελς αποκαλούσαν «τέχνη της εξέγερσης». Αυτό, προϋποθέτει σωστή γενική διεύθυνση των μαζών, ευλυγισία προσανατολισμού απέναντι στις ευμετάβολες περιστάσεις, μελετημένο σχέδιο επίθεσης, σύνεση στην τεχνική προετοιμασία και τόλμη στο χτύπημα.
(Λ. Τρότσκυ. Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης, σ. 449. “Παρασκήνιο” 2006)
Μια καρικατούρα της τέχνης αυτής προσπάθησαν όμως να επικαλεστούν οι Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ για να υποστηρίξουν δημόσια την αντίθεσή τους στην εξέγερση. Ο Τρότσκυ απαντά:
Οι αντίπαλοι της εξέγερσης, μέσα στις ίδιες τις γραμμές του μπολσεβίκικου κόμματος έβρισκαν, ωστόσο, αρκετά πατήματα για πεσιμιστικά συμπεράσματα. Ο Ζηνόβιεφ και ο Κάμενεφ ορμηνεύανε να μην υποτιμάμε τις δυνάμεις του εχθρού. «Η Πετρούπολη αποφασίζει, όμως στην Πετρούπολη οι εχθροί διαθέτουνε σημαντικές δυνάμεις: πέντε χιλιάδες γιούνκερ τέλεια εξοπλισμένους και που ξέρουν πώς να πολεμάνε, ένα επιτελείο, συν συντάγματα κρούσης, συν Κοζάκους, συν σημαντικότατο πυροβολικό απλωμένο σαν βεντάλια γύρω από το Πίτερ. Περ’απ’αυτό οι αντίπαλοι με τη βοήθεια της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής, θα δοκιμάσουν σχεδόν στα σίγουρα να φέρουνε στρατό από το μέτωπο…». Η απαρίθμηση είναι επιβλητική, μα δεν είναι παρά απαρίθμηση. Αν συνολικά ο στρατός είναι κοινωνική συσσωμάτωση, όταν χωρίζει ανοιχτά στα δύο, οι δύο στρατοί είναι οι συσσωματώσεις των αντιμαχόμενων στρατοπέδων. Ο στρατός των ιδιοκτητών έφερνε μέσα του το σαράκι της απομόνωσης και της φθοράς.
(Λ. Τρότσκυ. Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης, σ. 469. “Παρασκήνιο” 2006)
Στις 18 Οκτώβρη, με άρθρο τους στη μη-κομματική εφημερίδα του Γκόρκυ «Νόβαγια Ζιζν» φτάνουν μέχρι το σημείο να αποκαλύψουν τα σχέδια των μπολσεβίκων για ένοπλη εξέγερση στο προσεχές διάστημα. Ο Λένιν ζητάει τη διαγραφή των δύο στελεχών. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι δύο μέρες μετά, στο κύριο άρθρο της «Πράβντα» -με ευθύνη του Στάλιν ως εκδότη- γίνεται κριτική στον «οξύ τόνο» του Λένιν (Λ. Τρότσκυ: Η σταλινική σχολή της πλαστογραφίας, σ. 227. “Ένεκεν” 2008). Με την απόφαση για εξέγερση να έχει αποκαλυφθεί, τα πράγματα τραβιούνται στα άκρα. Η κυβέρνηση κινείται ενάντια στα Σοβιέτ και τους μπολσεβίκους. Η επανάσταση πρέπει πλέον να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Στις 22 Οκτώβρη το Σοβιέτ της Πετρούπολης ζητάει από το στρατιωτικό διοικητήριο, τον έλεγχο πάνω στις αποφάσεις του, πράγμα που απορρίπτεται. Όμως μία μετά την άλλη, οι στρατιωτικές μονάδες τίθενται υπό τις διαταγές της ΣΕΕ. Στις 24 Οκτώβρη η κυβέρνηση κάνει μια μοιραία σπασμωδική απόπειρα που δίνει στην ΣΕΕ την αφορμή να κινηθεί. Διατάζει την απαγόρευση του επαναστατικού τύπου και το κλείσιμο των τυπογραφείων του Σοβιέτ και των μπολσεβίκων.
Πολύ πρωί ανταμώθηκα στις σκάλες μ’ έναν εργάτη και μιαν εργάτρια, πού έρχονταν λαχανιασμένοι απ’ το τυπογραφείο του κόμματος. Η κυβέρνηση είχε απαγορέψει το κεντρικό όργανο του κόμματος και την εφημερίδα του Σοβιέτ της Πετρούπολης. Το τυπογραφείο το είχαν σφραγίσει κυβερνητικοί υπάλληλοι πού τους συνόδευαν γιούνκερς. Για μια στιγμή τούτη η είδηση έκανε εντύπωση: Πόση δύναμη επίδρασης είχαν οι τύποι πάνω στο μυαλό!
– Και δε μπορούμε να σχίσουμε τις σφραγίδες; ρώτησε η εργάτρια.
– Σχίστε τες, τους απάντησα. Και για να μη σας συμβεί τίποτα, θα σας δώσουμε και μια σίγουρη φρουρά.
(Λέων Τρότσκυ: Η Ζωή μου, σ.302. «Αλήθεια» 1981)
Με υποδειγματικό, ακατανίκητο και αναίμακτο τρόπο, οι φρουρές που συντονιζόταν από την ΣΕΕ (για την ακρίβεια ένα μικρό μέρος αυτών ήταν αρκετό) υπό την πυρετώδη καθοδήγηση του Τρότσκυ, άλλαξαν για πάντα τη ροή της Ιστορίας. Μέσα σε λίγες ώρες η πρωτεύουσα είχε πέσει, πρακτικά χωρίς αντίσταση
(Τ. Κλιφ: Λένιν-Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ, σ.400. «Εργατική Δημοκρατία» 1997).

Επίλογος: Η «βιασύνη» του Λένιν και η «αναβλητικότητα» του Τρότσκυ

Όπως είδαμε παραπάνω, το μπολσεβίκικο κόμμα δεν είχε, ούτε στις μέρες του 1917, την ομοιογένεια που ο μύθος του αποδίδει. Υπήρξαν πολλές στιγμές δυσπραγίας και έντασης με τα ίδια πρόσωπα να χαράσσουν, επιφανειακά αντιφατικές, διαχωριστικές γραμμές. Ο σταλινικός μύθος που, παρά τις κατοπινές κατασκευές του Κρεμλίνου, δεν κατάφερε ποτέ να αποδώσει τεκμηριωμένα μια σημαντική θέση για το Στάλιν στην ιστορία του Οκτώβρη, προσπαθεί να βάλει τον Τρότσκυ απέναντι από το Λένιν, μαζί με τους Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ. Είναι όμως έτσι;
Ο Λένιν πράγματι ασκούσε μεγάλη πίεση στο κόμμα για την ένοπλη εξέγερση, πίεση που κοντραρίστηκε και από τους Ζηνόβιεφ/Κάμενεφ και από τον Τρότσκυ. Η άποψη των πρώτων συνδεόταν με τη βασική τους ένσταση για την κατάληψη της εξουσίας. Γι’ αυτούς, η προοπτική βρισκόταν στη Συντακτική Συνέλευση, όπου θα φανερωνόταν η τεράστια αύξηση της επιρροής των μπολσεβίκων. Τα Σοβιέτ θα ενδυναμώνονταν και σιγά-σιγά η εξουσία θα περνούσε «φυσικά» πάνω τους. Εάν τηρούνταν η κοινοβουλευτική νομιμότητα κανείς δεν θα μπορούσε να εμποδίσει την εξέλιξη αυτή. Η αντίθεση του Τρότσκυ με το Λένιν βρισκόταν στον αντίποδα της σκέψης των Ζηνόβιεφ/Κάμενεφ. Ενώ ο Λένιν υποστήριζε την άμεση κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους και την επακόλουθη «παράδοσή» της στα Σοβιέτ, ο Τρότσκυ ήταν βέβαιος ότι κάτι τέτοιο θα έβλαπτε τελικά και τα Σοβιέτ και το κόμμα:
Η πρόταση του Λένιν να περικυκλώσουνε την Αλεξαντρίνκα και να συλλάβουν τη Δημοκρατική Συνδιάσκεψη εκπορευόταν από το γεγονός ότι η εξέγερση έπρεπε να έχει επικεφαλής της όχι το Σοβιέτ, μα το κόμμα, που θα’κανε απ’ ευθείας έκκληση στα εργοστάσια και τους στρατώνες…
…»Ποιος πρέπει να πάρει την εξουσία; – γράφει ο Λένιν το βράδυ της 24. Αυτό για την ώρα δεν έχει σημασία. Ας την πάρει η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή ή «ένα άλλο σώμα» που θα δηλώσει πως θα παραδώσει την εξουσία μόνο στους αληθινούς εκπροσώπους των συμφερόντων του λαού…». Ένα “άλλο σώμα”, αυτές οι λέξεις βαλμένες σε αινιγματικά εισαγωγικά σημαίνουν σε συνωμοτική γλώσσα την Κεντρική Επιτροπή των μπολσεβίκων.
(Λ. Τρότσκυ. Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης, σ. 547-548. “Παρασκήνιο” 2006)
Η επικράτηση της εξουσίας των Σοβιέτ θα έπρεπε να προκύψει σαν αποτέλεσμα της κινητοποίησης των ίδιων των Σοβιέτ. Ο ρόλος των μπολσεβίκων θα ήταν -σαν το μοναδικό κόμμα που υποστήριζε τη σοβιετική εξουσία- να κινητοποιήσουν τα Σοβιέτ και να βοηθήσουν στο συντονισμό των δυνάμεών τους. Η βιασύνη του Λένιν το Σεπτέμβρη θα μπορούσε να είχε υπονομεύσει την Επανάσταση:
Το κόμμα έβαζε σε κίνηση το Σοβιέτ. Το Σοβιέτ έβαζε σε κίνηση τους εργάτες, τους στρατιώτες, ως ένα μέρος τους αγρότες. Ό,τι κέρδιζες σε μάζα, το’χανες σε ταχύτητα. Αν φανταστούμε αυτό το μηχανισμό μεταβίβασης σαν σύστημα από οδοντωτούς τροχούς – σύγκριση στην οποία, με άλλη ευκαιρία και σ’άλλη περίοδο, είχε καταφύγει ο Λένιν – μπορούμε να πούμε πως μια ανυπόμονη απόπειρα να προσαρμόσουν απευθείας τον τροχό του κόμματος στο γιγαντιαίο τροχό των μαζών περιέκλεινε τον κίνδυνο να σπάσουν τα δόντια του τροχού του κόμματος κι όμως να μη μπουν σε κίνηση αρκετές μάζες.
(Λ. Τρότσκυ. Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης, σ. 546. “Παρασκήνιο” 2006)
Ο Τρότσκυ δεν είναι αυστηρός με τον Λένιν. Εκτιμά ότι η πίεση που ασκούσε ήταν, ως ένα βαθμό, μέρος μιας δικαιολογημένης υπερβολής στην προσπάθειά του να αντισταθμίσει το συντηρητισμό της κομματικής ηγεσίας, πράγμα που αρκετοί αναφέρουν σα γενικό χαρακτηριστικό της πολιτικής συμπεριφοράς του Λένιν. Για τον Τρότσκυ, οι υπερβολές του Λένιν αντανακλούσαν απλά «θυμό, διαμαρτυρία και περιφρόνηση ενάντια στη μοιρολατρική, αναβλητική, σοσιαλδημοκρατική, μενσεβίκικη αντιμετώπιση της επανάστασης» (Λ. Τρότσκυ: Τα μαθήματα του Οχτώβρη, σ.64. «Αλλαγή» 1985). Σε κάθε περίπτωση, η υπερβολή είναι υπερβολή, ακόμη κι από το στόμα του αδιαμφισβήτητου ηγέτη της Επανάστασης, Λένιν:
Η αργοπορία είναι έγκλημα. Η αναμονή του Συνεδρίου των Σοβιέτ είναι ένα παιδαριώδες παιχνίδι με τυπικότητες -ένα επαίσχυντο παιχνίδι με τυπικότητες, μια προδοσία της επανάστασης”.
(Λ. Τρότσκυ: Τα μαθήματα του Οχτώβρη, σ.64. «Αλλαγή» 1985).
Η εκτίμηση για τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπρεπε να έχουν τα Σοβιέτ στην εξέγερση υπήρχε φυσικά ενστικτωδώς σε αρκετούς μπολσεβίκους, όμως η συγκρότησή της σε ένα στιβαρό μαρξιστικό θεωρητικό σχήμα επέτρεψε στον Τρότσκυ να καθοδηγήσει αποτελεσματικά την εξέγερση του Οκτώβρη, να μεγιστοποιήσει τη νομιμοποίησή της στις μάζες και να τη μετατρέψει σε παντοτινό παράδειγμα για την απελευθερωτική δράση των καταπιεσμένων:
«Όλη η δουλειά της πρακτικής οργάνωσης της εξέγερσης έγινε κάτω από την άμεση ηγεσία του πρόεδρου του Σοβιέτ της Πετρούπολης, Τρότσκυ. Μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι τη γρήγορη προσχώρηση της Φρουράς στο πλευρό του Σοβιέτ και την τολμηρή εκτέλεση των εργασιών της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής, το Κόμμα τη χρωστάει βασικά και πάνω απ’ όλους στο σύντροφο Τρότσκυ»
(Λ. Τρότσκυ: Η σταλινική σχολή της πλαστογραφίας, σ. 58. “Ένεκεν” 2008)
Τα παραπάνω λόγια για τον Τρότσκυ δεν προέρχονται από κάποιον φανατικό «τροτσκιστή», αλλά από τον ίδιο τον κατοπινό του δολοφόνο, το Στάλιν!

 

(Σημείωση: Τα αποσπάσματα που πάρθηκαν από το βιβλίο “ Η σταλινική σχολή της πλαστογραφίας” μπορεί κανείς να τα βρει και στον τόμο “η παραμορφωμένη επανάσταση”, σε μετάφραση Έλλης Δυοβουνιώτη και πρόλογο του Πάμπλο (“Σελίδες” 1989). Στο μεγαλύτερο μέρος του πρόκειται για το ίδιο βιβλίο)

Ο Λ. Τρότσκυ, τις ημέρες του εμφύλιου πολέμου, απευθύνεται στους μαχητές του Κόκκινου Στρατού πάνω στο θρυλικό, ειδικά διαμορφωμένο, θωρακισμένο τραίνο του.

Η «καλή» αξιολόγηση και άλλες φαντασιώσεις

Παρακολουθήσαμε χθες την κοινή συνέντευξη των προέδρων της ΕΛΜΕ Ιωαννίνων και του ΣΕΠΕ Ιωαννίνων σε τοπικό τηλεοπτικό σταθμό για τις εξελίξεις στην Εκπαίδευση μπροστά στη νέα σχολική χρονιά. Το να κάνουμε μια πλήρη παρουσίαση και κριτική των όσων είπαν οι δύο συνάδελφοι θα ήταν υπερβολικό για τούτο το μικρό σημείωμα. Επιβάλλεται όμως να σταθούμε σε ένα κρίσιμο -και επικίνδυνο συνάμα- ζήτημα, στο οποίο μια σημαντική μερίδα του συνδικαλισμού μας φαίνεται να πατά και να ξαναπατά τη μπανανόφλουδα που αφήνει η κυρίαρχη προπαγάνδα.

Αναφερόμενοι στο μεγάλο ζήτημα της Αξιολόγησης, και οι δύο συνάδελφοι εξέθεσαν την άποψη ότι στην Εκπαίδευση χρειαζόμαστε κάποιας μορφής αξιολόγηση, αρκεί αυτή να έχει πρώτα συζητηθεί πλατιά, να μην είναι τιμωρητικού χαρακτήρα, να μην είναι εργαλείο χειραγώγησης των εκπαιδευτικών και κατηγοριοποίησης των σχολείων. Θέτοντας εδώ από την αρχή το σημείο της διαφωνίας μου, σημειώνω ότι αυτή ακριβώς η άποψη, που δέχεται την “αξιολόγηση υπό όρους” είναι το καταλληλότερο λιπαντικό για την εφαρμογή της αξιολόγησης χωρίς κανέναν όρο. Η “καλή” αξιολόγηση που ονειρεύονται οι συνάδελφοι είναι ίδια κι απαράλλαχτη με την “κακή”, τουλάχιστον στα μεσο-μακροπρόθεσμα αποτελέσματά της.

Πριν δούμε το γιατί συμβαίνει αυτό, ας σταθούμε σε ένα δεύτερο, αλλά αρκετά σημαντικό, σημείο. Ένα από τα επιχειρήματα με τα οποία οι συνάδελφοί μας προσπάθησαν να στηρίξουν την άποψή τους ήταν ότι “η κοινωνία δεν πρέπει να σκεφτεί ότι είμαστε αντίθετοι στο να αξιολογηθούμε, όταν όλοι αξιολογούνται. Έτσι πρέπει εμείς οι ίδιοι να κάνουμε τις προτάσεις για την μορφή της αξιολόγησής μας”. Αυτό είναι ένα επιχείρημα που, αν και ακούγεται συχνά, δεν το καταλαβαίνω, ειδικά όταν ξεστομίζεται από δασκάλους. Είναι αλήθεια ότι το κίνημα των εκπαιδευτικών πρέπει συνεχώς να σφυρηλατεί τη συμμαχία του με τα άλλα δύο μέρη του σχολικού τριγώνου, τα παιδιά και τους γονείς. Οι συμμαχίες όμως, και μάλιστα οι έντιμες και ελπιδοφόρες, δεν χτίζονται ούτε με την κουτοπονηριά ούτε με την υποταγή στις αντιλήψεις του άλλου. Εάν κρίνουμε ότι η απαίτηση της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι κυρίαρχη μέσα στους γονείς (σε ποιους γονείς; Σε όλους; Είναι κάποιο ενιαίο κοινωνικά στρώμα οι “γονείς” μήπως;) και εάν εμείς κρίνουμε ότι αυτό οφείλεται στην προπαγάνδα του λόγου των αφεντικών, τότε αυτό που έχουμε να κάνουμε, σαν δάσκαλοι και σαν κοινωνικοί συνοδοιπόροι, είναι να τους εξηγήσουμε υπομονετικά το γιατί οι απόψεις τους είναι λαθεμένες. Θα ήταν ενδιαφέρον να μας αποκαλύψουν οι συνάδελφοι πώς φαντάζονται μια συμμαχία με τους “γονείς”, η οποία στην τελική ανάλυση θα αποδεχόταν το λόγο της κυρίαρχης τάξης περί αξιολόγησης. Τι να την κάνει κανείς μια τέτοια συμμαχία;

Ας πάμε όμως στην κύρια αντίρρηση. Μπορεί να υπάρχει “καλή” αξιολόγηση των εκπαιδευτικών; Θα μπορούσαμε να καταστρώσουμε μια πρόταση σαν αυτή που υπονοούν (αλλά δεν περιγράφουν) οι συνάδελφοι πρόεδροι; Μιας και ο χώρος ετούτου του σημειώματος είναι περιορισμένος, ας επιχειρήσουμε να απαντήσουμε με συντομία.

– Είναι στη φύση της εκπαιδευτικής διαδικασίας το ότι δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί. Νόρμες εκπαιδευτικού έργου δεν υπάρχουν, και άρα η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών πάνω στην τήρηση της νόρμας αναγκαστικά θα προϋποθέτει νόρμες επιβεβλημένες από αυθαίρετους εξωεκπαιδευτικούς σχεδιασμούς. Η Αξιολόγηση χτυπά απευθείας στην καρδιά της Εκπαίδευσης.

– Δε νοείται κριτική του γενικού εκπαιδευτικού έργου ξεκομμένη από την κριτική του εκπαιδευτικού συστήματος. Ένα καλό εκπαιδευτικό σύστημα, ένα σύστημα που προσπαθεί για την ολόπλευρη μόρφωση των παιδιών, είναι σαφώς διαφορετικό περιβάλλον από ένα σύστημα περικοπών και καθολικού ελέγχου. Η αξιολόγηση (κάθε αξιολόγηση) μεταφέρει το ερώτημα “ποιον ωφελεί το εκπαιδευτικό μας σύστημα; Ποιες είναι οι αξίες του και με ποιον τρόπο τις υπηρετεί;” στο “πώς κάνει τη δουλειά του ο υπάλληλος;”. Η Αξιολόγηση λειτουργεί λοιπόν σαν ξέπλυμα του συστήματος.

– Η εκπαίδευση δεν είναι μια διαδικασία που χαρακτηρίζεται από σωστές και λάθος μεθόδους, έτσι αόριστα και γενικά. Ένα σωρό μέθοδοι που παλιότερα θεωρούνταν ιδανικές, σήμερα είτε έχουν πεταχτεί στο σκουπιδοντενεκέ είτε έχουν ακόμη και καταδικαστεί. Επιπλέον, στην εκπαίδευση δεν υπάρχουν συνταγές. Γνωρίζουμε καλά πως μια προσέγγιση ενός θέματος μπορεί να αλλάζει από σχολείο σε σχολείο, ακόμη κι από τμήμα σε τμήμα του ίδιου σχολείου.

Η αξιολόγηση βάζει κάτω από το χαλί τις υπαρκτές κοινωνικές διαφορές των σχολείων και των παιδιών. Με λίγα λόγια, η Αξιολόγηση μασκαρεύει τις ταξικές διαφορές με το μανδύα των “ατομικών ευθυνών του εκπαιδευτικού”.

– Η εκπαίδευση δεν είναι ουδέτερη. Ο κρατικός θεσμός της εκπαίδευσης, όπως και το σύνολο του κράτους, διασφαλίζει τους όρους της διαιώνισης της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Αυτό σημαίνει ότι την “εκπαιδευτική ατζέντα”, ανεξάρτητα από το αν η κυβέρνηση είναι δεξιά ή “αριστερή”, την καθορίζουν έμμεσα (και κάποιες φορές άμεσα, αμεσότατα) τα επιτελεία των αφεντικών. Ένας θεσμός, λοιπόν, που καλείται να πετύχει τους στόχους των αφεντικών θα ήταν παράλογο να θεωρούμε ότι μπορεί να αξιολογηθεί από τους μηχανισμούς των αφεντικών στο κατά πόσο υπηρέτησε τη μόρφωση των παιδιών των εργατικών και λαϊκών τάξεων. Η Αξιολόγηση, “καλή” και “κακή”, είναι εργαλείο ταξικής κυριαρχίας.

– Η εκπαίδευση δεν έχει άμεσα αποτελέσματα. Πολλές φορές τα αποτελέσματα μιας συνεκτικής διδασκαλίας παρουσιάζονται χρόνια αργότερα. Η οικοδόμηση των βάσεων της μάθησης, αυτή η τόσο σημαντική πλευρά της Εκπαίδευσης, δεν έχει να κάνει με την επίτευξη άμεσων στόχων. Οι άμεσοι στόχοι είναι απαίτηση του σχολείου-επιχείρηση. Η Αξιολόγηση μετατρέπει το Σχολείο σε θέαμα.

– Όπου έχει εφαρμοστεί η Αξιολόγηση, και μιλάμε για τα μεγάλα καπιταλιστικά κέντρα όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, έχει οδηγήσει σε μια γραφειοκρατική κόλαση, όπου η χαρά και η δημιουργικότητα θυσιάστηκαν στο βωμό της “επίτευξης στόχων”. Η Αξιολόγηση των εκπαιδευτικών στα μεγάλα καπιταλιστικά κέντρα έχει οδηγήσει στο γραφειοκρατικό ψεύδος (σχολεία και εκπαιδευτικοί απλά συμπληρώνουν ψευδή στοιχεία όπου μπορούν για να πετύχουν καλύτερο “σκορ”), σε εργασιακή εξάντληση των εκπαιδευτικών (μιλάμε για μαζικές παραιτήσεις και έλλειψη ακόμη και αναπληρωτών, λόγω κακής φήμης του επαγγέλματος) και ανούσια εντατικοποίηση. Η Αξιολόγηση απονεκρώνει τον εκπαιδευτικό και το σχολείο.

– Ακόμη και η “καλή” αξιολόγηση οδηγεί στην κατηγοριοποίηση των σχολείων. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ήδη, και τώρα που δεν υπάρχει “επίσημη” αξιολόγηση, τα σχολεία είναι κατηγοριοποιημένα στην κοινή γνώμη (κακώς, αλλά το ξέρουμε ότι ισχύει σε μεγάλο βαθμό). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το αίσχος των ανούσιων μεταγραφών (με τη δήλωση ψευδών στοιχείων ή και με “ρουσφέτια”, όπως έχουμε δει σε κάποιες περιπτώσεις) μέσω των οποίων αποδυναμώνονται κάποια σχολεία και ενισχύονται άλλα. Όταν η Αξιολόγηση βάλει αυτή την “επίσημη” στάμπα πάνω από κάποιο σχολείο, δεν θα χρειάζεται να είναι “τιμωρητική”. Η ίδια η κοινωνία θα λειτουργήσει αυτόματα. Η Αξιολόγηση, ακόμη και η “καλή”, είναι μηχανισμός κατηγοριοποίησης και αποδυνάμωσης/κλεισίματος σχολείων (το ίδιο φυσικά θα ισχύσει και για τους εκπαιδευτικούς όταν εφαρμοστεί η ατομική τους αξιολόγηση).

– Η Αξιολόγηση, καθώς θα πραγματοποιείται από συγκεκριμένους μηχανισμούς, παγιώνει την αντίληψη ότι οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να καθορίσουν τις ζωές και τις ανάγκες τους. Ο Σύλλογος Διδασκόντων (μαζί και τα μαθητικά συμβούλια και οι σύλλογοι γονέων) παύει να είναι το κυρίαρχο όργανο στο οποίο τα παιδαγωγικά, διοικητικά ή όποια ζητήματα κουβεντιάζονται δημοκρατικά και προτείνονται οι αντίστοιχες λύσεις. Ο έλεγχος και η “λύση” έρχεται απ’έξω, ο Σύλλογος απλά προτείνει τον καλύτερο τρόπο για να εφαρμοστούν τα πορίσματα της Αξιολόγησης. Η Αξιολόγηση είναι ένα πλήγμα στη δημοκρατία, είναι μια αυταρχική κατρακύλα.

– Η Αξιολόγηση υπηρετεί τη στροφή της κοινωνίας από το σύνολο στο άτομο. Μια κατ’εξοχή κοινωνική διαδικασία όπως η Εκπαίδευση, μετατρέπεται σε ατομική, οι μαθητές και οι γονείς είναι οι πελάτες στο “νέο σχολείο”. Το Κράτος, μέσω της αξιολόγησης, θα ελέγχει εάν οι εκπαιδευτικοί παρέδωσαν στο άτομο-μαθητή-πελάτη το συμφωνημένο “πακέτο εκπαιδευτικών υπηρεσιών”. Η Αξιολόγηση είναι το ιδεολογικό εργαλείο του νεοφιλελευθερισμού στην Εκπαίδευση.

– Η αξιολόγηση δεν είναι ένα αφηρημένο σχήμα, όπως θέλουν να παρουσιάσουν κάποιοι, μα ο κύριος τρόπος εφαρμογής της καπιταλιστικής επιθετικότητας στην Εκπαίδευση. Μέσω της Αξιολόγησης παγκόσμια διευκολύνεται η διατίμηση του προϊόντος “εκπαιδευτική υπηρεσία” (και όχι πια “εκπαίδευση”, καθώς κάθε κομματάκι της παίρνει πια το ταμπελάκι με την τιμή του, αυτό με το οποίο θα βγει στην αγορά είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσα από την αναζήτηση χορηγών. Η Αξιολόγηση υπηρετεί το Σχολείο της Αγοράς.

– Δεν υπάρχει αξιολόγηση που να μην είναι συνάμα και χειραγώγηση. Ο έλεγχος πάνω στη σχολική ζωή, η παρακολούθηση των υποτιθέμενων “επιδόσεων” του σχολείου και του εκπαιδευτικού, ακόμη κι όταν δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, λειτουργεί κανονιστικά. Αυτό σημαίνει ότι οδηγεί το σχολείο και τον εκπαιδευτικό να προτιμήσει εκείνες της συμπεριφορές και μεθόδους που θα οδηγήσουν στο καλύτερο δυνατό “σκορ”. Πρακτικά, με την εξαίρεση κάποιων συναδέλφων που ενδεχομένως θα αντιστέκονται λόγω προσωπικού “τσαγανού” ή επιστημονικής-παιδαγωγικής αξιοπρέπειας, όλο και περισσότερα σχολεία (και συνάδελφοι) θα λειτουργούν κατά πώς επιβάλλει η προωθούμενη νόρμα. Η Αξιολόγηση είναι ο θάνατος της Παιδαγωγικής Ελευθερίας.

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ένα σωρό ακόμη σημεία. Όσοι δίνουμε τη ζωή μας στο μαυροπίνακα, ξέρουμε μέσα μας τι έγκλημα πρόκειται να πραγματωθεί. Θα μπορούσαμε επίσης να μιλάμε με τις ώρες ακαδημαϊκά, για κάποια “αξιολόγηση που θα θέλαμε εμείς”. Ε λοιπόν, ας ξεχάσουμε ότι δεν μιλάμε για κάτι τέτοιο, ας ξεχάσουμε ότι η Αξιολόγηση που προτείνεται είναι αυτή που επιθυμούν οι μεγάλοι πολυεθνικοί εκπαιδευτικοί-επιχειρηματικοί κολοσσοί και τα ιμπεριαλιστικά επιτελεία (ΟΟΣΑ), κι ας προκαλέσουμε κι από δω εκείνους τους συναδέλφους που μας μιλούν για “μια άλλη, καλή, αξιολόγηση” να μας περιγράψουν μερικά βασικά της σημεία. Αν βρουν έστω κι ένα που να αντέχει την κριτική, το υπόσχομαι, θα σταματήσουμε να είμαστε τόσο αυστηροί μαζί τους. Δεν θα το βρουν όμως. Η “καλή αξιολόγηση” θα μείνει για πάντα μια φαντασιακή μπαλαφάρα, σαχλό φάσμα που θα υπηρετεί την εφαρμογή της “κακής”, της μόνης πραγματικά δυνατής.

Τρία υστερόγραφα:

– Ας μην θεωρηθεί ότι η επικέντρωση ετούτου του σημειώματος στην Εκπαίδευση υπονοεί ότι η Αξιολόγηση είναι διαδικασία ανεκτή ή επιθυμητή σε άλλους τομείς και άλλους κλάδους εργαζομένων. Αυτή όμως είναι μια άλλη συζήτηση.

– Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, αλλά και συνδικαλιστικά, έγειρε την πλάστιγγα στην κατεύθυνση της αποδοχής/εφαρμογής της Αξιολόγησης. Εάν στην περίοδο των ΣαμαροΒενιζέλων η αντίθεση ήταν μαζική, σήμερα όλοι αισθάνονται πια ότι “τους παίρνει” να προσθέσουν το λιθαράκι τους στην εφαρμογή της Αξιολόγησης.

– Η μάχη της Αξιολόγησης θα καθορίσει το μέλλον της Εκπαίδευσης στη χώρα μας για τα πολλά επόμενα χρόνια. Το θέμα δεν είναι “ακαδημαϊκό”, δεν πρόκειται για απλή αντιπαράθεση απόψεων για τα εκπαιδευτικά θέματα. Η αντίθεση στην Αξιολόγηση σημαίνει αγώνα, σημαίνει ευθύνη, σημαίνει ότι στεκόμαστε με ειλικρινή αλληλεγγύη για το μέλλον της Εκπαίδευσης. Φτάνουν οι κουβεντούλες, αρκετά πια.

neoliberalism

“Όχι στη Μιζέρια!” ή υποταγή στη μιζέρια του καπιταλισμού?

Τα εγκαίνια (η επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης, λένε κάποιοι) του νέου αυτοκινητόδρομου Ιωάννινα-Αντίρριο από τον πρωθυπουργό, με αναπτυξιακού τύπου φαντασιώσεις και φανφάρες, συνοδεύτηκαν και από δικαιολογημένες διαμαρτυρίες μερίδας των συμπολιτών μας για το ποσό που θα πληρώνουμε στα διόδια. Οι διαμαρτυρίες αυτές είχαν και θεσμική έκφραση μέσα από τις ανακοινώσεις συλλογικοτήτων της Αριστεράς (εδώ η ανακοίνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ), αλλά και την προσφυγή της Περ. Ηπείρου στο ΣτΕ. Πήραν λοιπόν φωτιά για μια ακόμη φορά τα δάχτυλα των ιντερνετικών απολογητών της κυβέρνησης και, πιθικίζοντας τα επιχειρήματα των απολογητών των προηγούμενων κυβερνήσεων, έσπευσαν να μας συνετίσουν: “τόσα χρόνια η Ήπειρος ήταν στην απομόνωση, και τώρα -που θα φτάνουμε σε 3,5 ώρες με τα αυτοκίνητά μας με ασφάλεια στην Αθήνα με έναν υπερσύγχρονο αυτοκινητόδρομο- βρήκατε να γκρινιάξετε για τα διόδια?”. Αυτά ακούμε και φρίττουμε. Παρακάτω, εκθέτω σε σημεία μερικές σκέψεις γι’αυτή την ακατανόητη επιχειρηματολογία.

auto

  1. Η πρώτη σκέψη, επειδή είμαι γνωστός χωριάτης, είναι αν πραγματικά το “να φτάνουμε στην Αθήνα” είναι το «Α-Ω». Αν δηλαδή αλλάζει ουσιωδώς η ποιότητα της ζωής του Ηπειρώτη (και της Ηπειρώτισσας φυσικά) επειδή μπορεί να καβαλήσει μια αρτηρία και να “φτάσει στην Αθήνα”. Η απάντησή μου είναι πως, όσο σημαντική και να είναι αυτή η διάσταση της επαφής με την πρωτεύουσα, η καθημερινότητά μας θα ήταν σαφώς καλύτερη εάν το οδικό δίκτυο της Ηπείρου ήταν αξιοπρεπές ή έστω εάν συντηρούνταν αξιοπρεπώς. Σκέφτομαι τώρα τους ανθρώπους που πηγαίνουν χειμωνιάτικα στη δουλειά εκτός Ιωαννίνων (πχ οι συνάδελφοί μου, εκπαιδευτικοί) και αγανακτώ. Ας το ξεπεράσουμε όμως, μιας και είναι υποκειμενικό ζήτημα, κι ας πάμε παρακάτω.
  2. Είναι πράγματι τόσο τρομερή κατάκτηση του «σύγχρονου πολιτισμού» μας (και μάλιστα υπό “αριστερή” διαχείριση) το να πηγαίνει κανείς με το “αυτοκίνητό του”? Θυμάμαι ότι όταν κάποτε τα στελέχη του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ αναφερόταν στο “σπάσιμο της απομόνωσης της Ηπείρου” εννοούσαν το σιδηρόδρομο. Δεν θέλω εδώ να ανοίξω μια αντιπαράθεση για το εάν θα έπρεπε να επιδιώκεται/διευκολύνεται η χρήση των ΜΜΜ και όχι των ΙΧ, οπότε, μιας κι αυτό είναι θέμα άποψης, το αφήνω εδώ επίσης σαν υποκειμενική σκέψη κι ας πάμε σε κάτι αντικειμενικό.
  3. Το μήκος της διαδρομής από τον κόμβο έξω από τα Γιάννινα μέχρι το Αντίρριο είναι 196Km και της διαδρομής από Πάτρα μέχρι Ελευσίνα είναι 201,5Km. Αυτό σημαίνει ότι για να φτάσει στην Αθήνα κάποιος με το ΙΧ του σε 3,5 ώρες, πρέπει να τρέχει με μέση ταχύτητα 113,6Km/h (δηλαδή σε αρκετά κομμάτια πολύ παραπάνω) με τις παραδοχές ότι διακτινίζεται από τα Γιάννινα στον κόμβο, από την Ελευσίνα στην Αθήνα κι ότι περνά αστραπιαία τους σταθμούς διοδίων και τη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου. Επίσης, ο/η οδηγός θα πρέπει να κάνει τη διαδρομή χωρίς στάσεις (ούτε για κατούρημα) παραβλέποντας κάθε σχετική σύσταση ασφάλειας. Αυτά είναι τα αντικειμενικά. Υποκειμενικά, θα πω ότι μετά απ’όλα αυτά για μένα το “Γιάννινα-Αθήνα σε 3,5 ώρες” σημαίνει “όχι ασφαλές ταξίδι”.
  4. Ας βγάλω λίγη χολή τώρα για τους θαμπωμένους μας λάτρεις του έργου (ήρθε η ώρα της). Είναι πράγματι ο αυτοκινητόδρομος Ιωαννίνων-Αντιρρίου ένας “υπερσύγχρονος αυτοκινητόδρομος”? Πιστεύω πως εάν κανείς τον συγκρίνει με το χάλι που είχαμε μέχρι σήμερα για εθνική οδό θα πει πως ναι. Όμως, μιλώντας τουλάχιστον για το κομμάτι Γιάννινα-Άρτα, που το ταξίδεψα ήδη για τα καλά (είπαμε, αυτά προσέχω ο χωριάτης) λέω ότι απέχει πολύ από το να είναι “υπερσύγχρονο”. Δεν ξέρω ποιες τεχνικές δυσκολίες έπρεπε να ξεπεραστούν κατά την κατασκευή του έργου και εάν χρησιμοποιήθηκαν σύγχρονες τεχνικές (φαντάζομαι πως ναι), όμως σαν αποτέλεσμα ένας αυτοκινητόδρομος με δύο λωρίδες, με ΛΕΑ της τάξης μεγέθους ποδηλατόδρομου, με πολλές στροφές (και κάποιες από τις τουαλέτες τοποθετημένες πολύ κοντά, κατά τη γνώμη μου, σε στροφές) δε νομίζω ότι αντιστοιχεί στην “υπερσύγχρονη” εικόνα που ζωγραφίζουν οι κυβερνητικοί απολογητές.
  5. Ας πάμε στο κεντρικό σημείο της επιχειρηματολογίας τους όμως. Ας υποθέσουμε για μια στιγμή ότι ο πρωθυπουργός εγκαινίασε προχθές το πιο σύγχρονο έργο της δεκαετίας. Είναι μιζέρια να διαμαρτυρόμαστε για τα διόδια που θα πληρώνουμε? Πώς συνδέονται αυτά τα δύο? Το επιχείρημα αυτό είναι ουσιαστικά τόσο ηλίθιο που συγκρίνεται μόνο με την υπεράσπιση της κυβερνητικής πολιτικής ως αριστερής. Ας μας πουν λοιπόν οι απολογητές μας: Θα ίσχυε ακόμη το επιχείρημά τους εάν τα διόδια ήταν κατά 50 λεπτά ακριβότερα? Αν ήταν ακριβότερα κατά 1 ευρώ ή 5 ή 10 τι θα άλλαζε στο γελοίο αυτό επιχείρημα? Ο δρόμος είναι τόσο σύγχρονος και καλός όσο είναι. Τι αλλάζει σ’αυτό με το ποσό των διοδίων? Κι αντίστροφα: εάν τα διόδια ήταν κατά 50 λεπτά φτηνότερα ο δρόμος θα άλλαζε? Αν δεν υπήρχαν καθόλου διόδια? Στην πραγματικότητα, η μόνη περίπτωση που θα έστεκε μια τέτοια γελοιότητα θα ήταν εκείνη όπου τα διόδια ήταν τέτοια ώστε με την προβλεπόμενη κίνηση σε 20 (για παράδειγμα) χρόνια θα μπορούσε να καλυφθεί το κόστος κατασκευής το δρόμου. Όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ο αυτοκινητόδρομος είναι μια επιχείρηση και το κριτήριο τόσο για τις συμφωνίες με το Κράτος για την κατασκευή του όσο και για το ύψος των διοδίων είναι το επιδιωκόμενο κέρδους. Οι σημερινοί απολογητές λοιπόν δεν υπερασπίζονται το έργο σαν καθημερινότητα, αλλά τα κέρδη των αφεντικών. Πράγμα που μες φέρνει στον επίλογο αυτού του μικρού σημειώματος.

Διαφωνώντας με το μεγαλύτερο μέρος των συντρόφων μου, αρνούμαι να επαναλάβω κάποιο σύνθημα του τύπου “οι αυτοκινητόδρομοι ανήκουν στο λαό”. Λοιπόν, οι αυτοκινητόδρομοι δεν φτιάχτηκαν για το “λαό”, αλλά πρωτίστως για τις νταλίκες των αφεντικών. Έτσι τους φαντάστηκαν, έτσι τους χάραξαν, έτσι τους έφτιαξαν. Πρόκειται για κεντρικές αρτηρίες εμπορευμάτων που -παρεμπιπτόντως- εξυπηρετούν (με αρκετά ερωτηματικά εδώ από μένα) και το “λαό”, με το αζημίωτο φυσικά. Όταν ο “λαός” (ίσως εδώ εννοείται το προλεταριάτο) αναλάβει τη διεύθυνση αυτού του κόσμου, τότε θα σχεδιαστούν δρόμοι “για το λαό”, και θα κατασκευαστούν χωρίς να εξαντλούν και να σκοτώνουν τους εργαζόμενους και το περιβάλλον. Μέχρι τότε, τα έργα (ειδικά τα μεγάλης κλίμακας) θα γίνονται με μοναδικό κριτήριο τις ανάγκες των ισχυρών κομματιών του Κεφαλαίου, και ο “λαός” θα ζει με τα ψίχουλα που θα πέφτουν απ’αυτό το άθλιο τραπέζι της εκμετάλλευσης.

Όλα τα παραπάνω μπορεί φυσικά ακόμη να ακούγονται μίζερα, τη συνηθίσαμε πια αυτή την κατηγορία όσοι στεκόμαστε απέναντι τόσο στην καπιταλιστική ανάπτυξη (ειδικά στην εποχή της παρακμής αυτού του συστήματος) όσο και στην επιπόλαιη λατρεία της “προόδου”. Για μένα πάντως, δεν υπάρχει μεγαλύτερη μιζέρια από το να θεωρείς την πολυτέλεια του αφεντικού δική σου, τα κέρδη του αφεντικού και δικά σου κέρδη, τις ανάγκες του για δικές σου, και την ατελείωτη και χωρίς έλεος καταστροφή ανθρώπου και περιβάλλοντος σαν νομοτέλεια.

dead-end

ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, κάτω από τη βάση

Είπαμε πρόσφατα και μια άλλη ευκαιρία ότι ο αγώνας των εργαζομένων για τη δουλειά τους και τις συνθήκες εργασίας είναι ιερός. Δεν υπάρχει σ’αυτό το θέμα κανένας αστερίσκος, καμία επιφύλαξη, καμία ένσταση. Εκεί που αρχίζω όμως να έχω ένα πρόβλημα είναι όταν στα πλαίσια αυτού του αγώνα οι εργαζόμενοι ή μετατρέπονται σε ντουντούκα του αφεντικού ή υιοθετούν αντιδραστικές θεωρητικοποιήσεις που πρόσκαιρα φαίνεται να καλύπτουν το στόχο τους. Είναι άλλο πράγμα να λες ότι οι εργαζόμενοι σε μια βιομηχανία όπλων ή σε ένα ορυχείο χρυσού έχουν δικαίωμα στην εργασία, κι άλλο -φυσικά- το να υπερασπίζεσαι την παραγωγή όπλων ή την καταστροφή του περιβάλλοντος.

Πρόσφατα είχαμε ένα τέτοιο παράδειγμα με την επιχειρηματολογία των εργαζόμενων στους παιδικούς σταθμούς “ενάντια στη σχολειοποίηση της παιδικής ηλικίας” (είχα πει ότι θα έγραφα κάτι για το θέμα, αλλά το άφησα. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι σύντομα θα βρουν μπροστά τους τη λάθος γραμμή που τράβηξε η ηγεσία τους).

Το μεγάλο σοκ όμως έρχεται αυτή τη φορά από τη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, η οποία σε μια ανακοίνωση που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν πρόκειται περί εξαιρετικού τρολαρίσματος τα βάζει με την “καλοστημένη μηχανή της κλιματικής αλλαγής”.

GW

Η Ομοσπονδία μάς λέει πάνω-κάτω (για να μην την αδικώ, ορίστε το link για το κείμενο της ανακοίνωσης) ότι η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συνθήκη για την Κλιματική Αλλαγή αποδεικνύει πως η Κλιματική Αλλαγή είναι ένας μύθος γιατί πολύ απλά μια υπερδύναμη σαν τις ΗΠΑ δεν θα ρίσκαρε να υπονομεύσει έτσι το μέλλον του πλανήτη (Σωστά! Στο κάτω-κάτω ο Ιμπεριαλισμός φημίζεται για το ενδιαφέρον του για το μέλλον του πλανήτη). Φτάνοντας στο ζουμί της ανακοίνωσης, μαθαίνουμε ότι όλα αυτά τα περίεργα περί Κλιματικής Αλλαγής κατασκευάστηκαν με σκοπό να χτυπηθούν τα ορυκτά καύσιμα άρα να κλείσουν τα ορυχεία και μονάδες της ΔΕΗ.

Λοιπόν, η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ είχε την ευκαιρία της να γράψει μια καλή ανακοίνωση, κι αυτό φαίνεται σε κάποια σημεία αυτού του ανόητου κειμένου που μας παρουσίασε. Πράγματι, οι παγκόσμιες συμφωνίες για το περιβάλλον, στην πραγματικότητα δημιούργησαν μια νέα “πράσινη” αγορά, με τους ρύπους να γίνονται ένα ιδιαίτερο προϊόν από τη μία, και ένα ακόμη εργαλείο ελέγχου βιομηχανικά και οικονομικά αδύναμων χωρών από την άλλη. Η αλήθεια που υπάρχει σ’αυτή τη διαπίστωση όμως ούτε αναιρεί το ΓΕΓΟΝΟΣ της ανθρωπογενούς Κλιματικής Αλλαγής ούτε αποδεικνύει ότι πρόκειται περί κατασκευής. Αυτό που αποδεικνύει μόνο είναι ότι ο Ιμπεριαλισμός, αυτό το παγκόσμιο σύστημα που καθοδηγεί και καθοδηγείται από τη βαρβαρότητα δεν θα αφήσει κανένα πεδίο ανεκμετάλλευτο, μη εξαιρουμένης της καταστροφής του περιβάλλοντος. Επίσης, αποδεικνύει ότι η συζήτηση των «παγκόσμιων ηγετών» για το περιβάλλον είναι προσχηματική, ότι πίσω από τη μία ή την άλλη στάση για το ζήτημα κρύβονται οι οικονομικές επιδιώξεις των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κέντρων, που έτσι κι αλλιώς καθοδηγούν τη στάση των υπολοίπων κρατών.
Έχω την άποψη ότι στην εποχή μας η υπόθεση της καταστροφής του περιβάλλοντος στο βαθμό της απόλυτης, γρήγορης και θεαματικής εξαφάνισης του Ανθρώπου από τούτο τον πλανήτη αξίζει επεξεργασίας και αγώνα αντίστοιχου με κείνον που έδωσε το νεαρό κομμουνιστικό κίνημα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο (φυσικά, μακριά από μένα η ανοησία ότι τάχα ξεμπερδέψαμε με τον πόλεμο). Η θέση που κάποτε είχε (κι ακόμη έχει σε ένα βαθμό) κάποια κομμουνιστική Αριστερά, ότι δήθεν η υπεράσπιση του περιβάλλοντος δεν αφορά το προλεταριάτο αλλά αστικά στρώματα ή κομμάτια των “ρετιρέ”, είναι απλά ακατανόητη. Απ’αυτή την άποψη, η στάση της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ μάλλον δείχνει ότι μπροστά σε τούτες τις εξελίξεις δεν μπορούμε να βασιστούμε σε συλλογικά εργαλεία που φτιάχτηκαν στη γλυκιά νανουριστική εποχή των μεγάλων διαπραγματεύσεων και ονειρεύονται την επιστροφή σ’αυτή.

Προτίμησα να γράψω αυτό το ποστ από την άποψη του κομμουνιστή. Το άλλο κομμάτι του εαυτού μου, εκείνο του δασκάλου Χημείας αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε κάποια γωνιά και τραβάει τα μαλλιά του κλαίγοντας. Ελπίζω η δουλειά που κάνουμε στο σχολείο να δίνει στα παιδιά τα εφόδια να καταλάβουν πόσο πραγματική είναι η ανθρωπογενής Κλιματική Αλλαγή, πόσο ευθύνεται γι’αυτή η σημερινή οργάνωση της οικονομίας και πώς η μελλοντική κοινωνία, εάν θέλει να έχει μέλλον, δεν θα πρέπει να στηριχτεί με κανέναν τρόπο στα σημερινά μοντέλα ανάπτυξης. Εκτός κι αν έχει δίκιο η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και η Χημεία που διδάσκω είναι κι αυτή κάποια «επινόηση των Κινέζων» για να πετύχουν τους δόλιους, το δίχως άλλο, σκοπούς τους.

Ενάντια στο “ενάντια στην ανάθεση”

unionpower Ανήκω σε κείνη τη φυλή των οργανωτικά ακάλυπτων κομμουνιστών. Τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιούμαι σχεδόν αποκλειστικά μέσα στη συνδικαλιστική μας παράταξη, που κι εκείνη με τη σειρά της είναι ένα πολύχρωμο ασκέρι οργανώσεων και αγωνιστών της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Μέσα στην αδυναμία του συνδικαλισμού (ακόμη και με την ένσταση ότι δεν είναι κάτι ενιαίο) να συσπειρώσει, να εμπνεύσει, να νικήσει, δεν είναι λίγες οι φορές που καταράστηκα τη σιχαμένη λογική της ανάθεσης. Αποκαμωμένος και απογοητευμένος από τη μικρή συμμετοχή των συναδέλφων μου στις υποθέσεις του σωματείου, τα έβαζα συχνά με τη γάγγραινα της ανάθεσης, επικαλούμενος το γνωστό, μπανάλ μάντρα “αν δεν πλαισιώσετε το σωματείο τότε αφήνετε τον κυβερνητικό συνδικαλισμό και τη γραφειοκρατία να αλωνίζουν”. Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, και χωρίς να αθωώνω τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία για τις λυσσαλέες προσπάθειές της να απομαζικοποιήσει και να απονευρώσει τα σωματεία, στο μικρό κείμενο που ακολουθεί αναρωτιέμαι αν το ανάθεμα στην ανάθεση είναι μια πολιτική στάση χρήσιμη στην αναγκαία ανασυγκρότηση και αντεπίθεση του εργατικού κινήματος.

Στη φετινή, ετεροχρονισμένη, πορεία της “εργατικής πρωτομαγιάς στην πόλη μου ήμασταν γύρω στους τριακόσιους ανθρώπους, ένας μικρός σχετικά αριθμός. Η διαφορά με τις πορείες άλλων χρόνων ήταν ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων εντασσόταν στα μπλοκ της αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής Αριστεράς, σε μπλοκ που κυριαρχούσαν οι κόκκινες σημαίες, με αρκετές απ’αυτές να φέρουν και το σφυροδρέπανο. Δεν χωράει αμφιβολία, εάν κάποιος ξένος συναντούσε την πορεία αυτή, θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια πορεία τριακοσίων οπαδών της Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Κι όμως. Εάν κάποιος έκλεινε τα μάτια του και άκουγε μόνο τα συνθήματα, τότε θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα μεγάλο μπλοκ της ΓΣΕΕ ή της ΑΔΕΔΥ. Συντηρητικά συνθήματα, στην πλειοψηφία τους αυστηρά συνδικαλιστικά, με τα λίγα που ξέφευγαν να αφορούν στους πρόσφυγες ή σε μια αόριστη καταδίκη του Ιμπεριαλισμού. Με λίγα λόγια, είχες μια μικρή διαδήλωση κομμουνιστών που παρίστανε το μαζικό κίνημα (το ίδιο και χειρότερο γινόταν λίγα τετράγωνα πιο πέρα, στη διαδήλωση του ΠΑΜΕ, με τη διαφορά ότι εκεί οι περισσότερες σημαίες ήταν άσπρες και έγραφαν “ΠΑΜΕ”). Το μαζικό κίνημα ήταν λοιπόν έτοιμο, στημένο, το είχαν στήσει οι κομμουνιστές, και απλά περίμενε (περιμένει) τις μάζες να το… μαζικοποιήσουν.
Τι σχέση έχει το παραπάνω σχόλιο με το θέμα που υποσχέθηκα να αναπτύξω? Θα δούμε παρακάτω.
Το “όνειρο” ενός κομμουνιστή που μάχεται στο σωματείο του ενάντια σε λογικές ανάθεσης είναι η ολόψυχη συμμετοχή των συναδέλφων του στη ζωή του σωματείου. Η παρουσία τους και η ουσιαστική συμβολή τους στην επεξεργασία θέσεων στις γενικές συνελεύσεις, ο διαρκής έλεγχος των εκλεγμένων εκπροσώπων, η στήριξη των αποφάσεων και η συντεταγμένη, μαζική δράση σύμφωνα μ’αυτές, όλα αυτά μαζί θα ήταν ο θάνατος της ανάθεσης, ένα σωματείο πρότυπο εργατικής δημοκρατίας. Εδώ ακριβώς θα πρέπει να κάνουμε μια στάση, και να αναρωτηθούμε αν αυτός ο πόθος είναι έγκυρος, πολύ περισσότερο αν δικαιούμαστε να προβάλλουμε αυτόν μας τον πόθο σαν μέτρο της υγείας στην πολιτική συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω μας. Τελικά, οφείλουμε να αναρωτηθούμε μήπως αυτή η σύγχυση μεταφέρεται και στα καθήκοντα που βάζουμε στους εαυτούς μας, και καταλήγουμε να κυνηγάμε την άκρη του ουράνιου τόξου και στη συνεχή απογοήτευση.
Τα σωματεία δεν υπάρχουν για να φέρουν τον Κομμουνισμό. Τα σωματεία είναι μέρος του κύκλου της μισθωτής εργασίας. Οι άνθρωποι εντάσσονται σ’αυτά για να διαπραγματευτούν με το αφεντικό τους όρους της εργασίας τους. Για να το κάνουν αυτό πρέπει να έχουν ένα σωματείο που το αφεντικό αποδέχεται και να μιλούν για λογαριασμό τους συνάδελφοι με την ειδική ικανότητα να είναι αμφίπλευρα αξιόπιστοι (όσο είναι αυτό δυνατό): να μεταφέρουν τις ανάγκες και τα αιτήματα των συναδέλφων τους προς το αφεντικό, άλλα “σε λογικά πλαίσια” ώστε εκείνο να μην απορρίπτει τη διαπραγμάτευση μαζί τους. Αυτή είναι η “κανονικότητα” ενός σωματείου. Είναι ένας αστικός θεσμός, προορισμένος για ένα αστικό καθήκον. Λογικό είναι ότι γεννά και αναπαράγει αστική νοοτροπία. Οι συνάδελφοι εκλέγουν και αποσύρονται, ώστε να μην είναι και πολύ ορατοί στους επιστάτες και το αφεντικό, κοιτούν “τη δουλειά τους” αποφεύγοντας τα μπλεξίματα. Ο συνδικαλιστής που εκλέγουν κάνει τις επαφές με τη διοίκηση για λογαριασμό τους και σιγά-σιγά οι υποθέσεις τους αφήνονται στις ικανότητές του, στον τρόπο που διαχειρίζεται τις σχέσεις του με τους από πάνω. Τελικά, ο συνδικαλιστής αυτονομείται, λογοδοτεί μόνο αόριστα στη βάση που τον εξέλεξε, την οποία φτάνει να αντιμετωπίζει σαν δεξαμενή ψηφοφόρων, που περιστασιακά επιβραβεύεται με κάποια αποκλειστική πληροφορία ή μια εξυπηρετησούλα. Γνωρίζω πως αυτή η περιγραφή ακούγεται ισοπεδωτική και άδικη τόσο προς την εσωτερική ζωή κάποιων σωματείων όσο και προς τον κόπο ορισμένων αγωνιστών συνδικαλιστών, όμως αυτή είναι η βασική εικόνα και όλα τα υπόλοιπα πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν εξαιρέσεις. Χρήσιμος και ρεαλιστικός συνδικαλισμός θεωρείται εκείνος που, χωρίς να πολυανακατεύει τους συναδέλφους, διαχειρίζεται τις υποθέσεις τους. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση συναντά τις περισσότερες φορές την άρνηση και την απροθυμία των ίδιων των συναδέλφων. Στις περιπτώσεις δε που κάποιος επιχειρεί να αποκαλύψει τη σύνδεση ενός επιχειρησιακού ή κλαδικού αιτήματος με ένα γενικότερο πολιτικό σχέδιο ή αγώνα, εκεί τρώει σίγουρα τα μούτρα του, μιας και “εμείς έχουμε τα προβλήματά μας τώρα να λύσουμε όπως μπορούμε”.
Η ζωή του σωματείου λοιπόν δημιουργεί αστική και όχι κομμουνιστική νοοτροπία, η ζωή του σωματείου είναι δομημένη πάνω στις σκαλωσιές της ανάθεσης. Έχοντας γράψει όλα αυτά, πρέπει τώρα να εξηγήσουμε πώς στο καλό γίνεται και παρατηρούμε και τα αντίθετά τους. Πώς γίνεται και σε κάποια σωματεία η εκλογική δύναμη των επαναστατών είναι τόσο μεγάλη που καταντά ασύμβατη με τη γενική επιρροή τους στην κοινωνία? Πώς γίνεται και σε ορισμένες περιόδους η συμμετοχή στις συνελεύσεις και τις απεργίες είναι τόσο μεγάλη που διαψεύδει την παραπάνω “σκοτεινή” περιγραφή για σωματεία από τη φύση τους βουτηγμένα στην ανάθεση? Πώς γίνεται και μέσα από συνδικαλιστικούς αγώνες ξεπηδούν νέες γενιές επαναστατών?
Οι απαντήσεις μας δεν χρειάζονται εξωτικές εξηγήσεις. Ο λόγος που οι συνάδελφοι μάς ψηφίζουν σε κάποια σωματεία (στη δική μας Ομοσπονδία το άθροισμα της Αριστεράς ξεπερνούσε το 60% στις προηγούμενες εκλογές με μεγάλο μέρος αυτού να πηγαίνει στο ΚΚ και την άκρα Αριστερά) είναι επειδή είμαστε “φωνακλάδες”. Στην πραγματικότητα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που μας στηρίζουν, το κάνουν όχι εξαιτίας, αλλά παρά το γεγονός ότι είμαστε κομμουνιστές. Προφανώς έχει σημασία που κάποιος διαλέγει τον επαναστάτη από τον δεξιό ή το τσιράκι του αφεντικού, δεν σκοπεύω να το μειώσω αυτό, όμως ακόμη κι έτσι ο συνάδελφος γνωρίζει πως θα τρέξουμε για την υπόθεσή του όσο μπορούμε και με ειλικρίνεια, γι’αυτό μας στηρίζει. Για να απαντήσουμε στο δεύτερο ερώτημα, αρκεί να αναρωτηθούμε πότε στα τελευταία χρόνια η συμμετοχή στις συνελεύσεις και τις κινητοποιήσεις των σωματείων ήταν μαζική. Η εμπειρία δεν αφήνει περιθώρια ποικίλων απαντήσεων: Κάθε φορά που τα σωματεία κινητοποιήθηκαν μαζικά υπήρχε στον ορίζοντα μια πιθανή (ή ακόμη και φανταστική) διαπραγμάτευση, μια άμεση διεκδίκηση, η προσμονή καταιγιστικών εξελίξεων. Αυτό ισχύει τόσο για τις κλαδικές απεργίες, όσο και για τις γενικές πολιτικές απεργίες, οι οποίες ήταν τόσο πιο μαζικές όσο ακουμπούσαν το στόχο του ροκανίσματος κυβερνητικών πλειοψηφιών. Η μαζική συμμετοχή λοιπόν δεν ήταν απόδραση από τη διαπραγμάτευση, αλλά έκφραση μιας συλλογικής αίσθησης ότι η διαπραγμάτευση χρειάζεται την παρουσία μας στο δρόμο. Σ’αυτές τις στιγμές της μαζικής συμμετοχής είναι που η κανονικότητα του σωματείου γίνεται κομμάτια. Μια μεγάλη κινητοποίηση δεν μπορεί να είναι υπόθεση των “ειδικών”, για να πετύχει πρέπει να μοιραστούν ανακοινώσεις, να γίνουν ενημερώσεις, να στηθούν απεργιακές επιτροπές και επιτροπές αγώνα που συντονίζουν τη δράση τους. Το “ΔΣ” παύει να είναι αποτελεσματικό εργαλείο, οι συνάδελφοι μαζί με τον οργανωτικό τους ρόλο αποκτούν και φωνή, οι συνελεύσεις και οι συσκέψεις μετατρέπονται σε εργαστήρια πολιτικής. Με λίγα λόγια, είναι σ’αυτές τις σπάνιες στιγμές που οι εργαζόμενοι σηκώνουν το πέπλο της αστικής μοιρολατρίας και της ανάθεσης και κρυφοκοιτάζουν τον εναλλακτικό κόσμο της εργατικής δημοκρατίας. Με τη λήξη του αγώνα, οι περισσότεροι συνάδελφοι επιστρέφουν στην κανονικότητα, όμως η εμπειρία της αυτο-οργάνωσης αλλάζει τη συνείδηση μιας -μικρής ή λίγο μεγαλύτερης- μειοψηφίας. Η κομμουνιστική συνείδηση γεννιέται ενάντια στην κανονικότητα του συνδικαλισμού και όχι εξαιτίας της.
Όποιος συναρτά την πολιτική του παρέμβαση στα σωματεία με τους κύκλους του παροδικού απεγκλωβισμού των συναδέλφων του από τη λογική της ανάθεσης, πολύ απλά δεν κάνει τίποτα για να προετοιμάσει αυτόν τον απεγκλωβισμό.
Αν δεν θέλουμε να ξεγελάμε τους εαυτούς μας, πρέπει να δούμε σοβαρά την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στο εργατικό κίνημα της χώρας: άμαζες συνελεύσεις, απεργιακές κινητοποιήσεις συμβολικού χαρακτήρα, πλήρης απόγνωση σε σχέση με την πολιτική εναλλακτική. Η μεγάλη μάχη του Μνημονίου ΙΙΙ χάθηκε χωρίς να δοθεί, όπως κι εκείνη η “πολυαναμενόμενη” του Ασφαλιστικού. Επιβεβαιώνοντας τον παραπάνω συλλογισμό μου, οι μόνες μάχες που είχαν ένα στοιχείο δυναμικότητας ήταν συνδεμένες με κάποια ελπίδα διαπραγμάτευσης ή άμεσης διεκδίκησης (όπως οι κινητοποιήσεις των αναπληρωτών εκπαιδευτικών). Είναι δεδομένο ότι σ’αυτή τη “μαύρη” περίοδο οι κομμουνιστές δεν πρόκειται να σταματήσουν την προσπάθεια της εμπλοκής των συναδέλφων στη ζωή του σωματείου. Αρκεί όμως αυτό? Κατά τη γνώμη μου, εδώ και 6 χρόνια έχουμε περάσει στην περίοδο που οι μεγάλες διαπραγματεύσεις έχουν πεθάνει. Όμως, το να περιμένει κανείς ότι το επόμενο μεγάλο ξέσπασμα θα χαρακτηρίζεται από ουσιωδώς διαφορετικές αυταπάτες επιστροφής στην προ κρίσης ομαλότητα “επειδή έτσι”, επειδή “συσσωρεύτηκαν πολύτιμες εμπειρίες”, επειδή “οι μάσκες έπεσαν”, αυτό θα ήταν εγκληματική αφέλεια. Αυτές τις μέρες συμπληρώνουμε έναν χρόνο από τη μάχη του ΟΧΙ και το πραξικόπημα του ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στο 61%. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: αφού η επαναστατική Αριστερά ήξερε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να το πάει μέχρι τέλους, πώς θα μπορούσε να αποτρέψει το πραξικόπημά του? Σ’αυτό εδώ το blog έχω επιχειρηματολογήσει εκτενώς για το ότι η επίκληση στο ΟΧΙ, που ακολούθησε το περασμένο καλοκαίρι και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, ήταν χαμένη υπόθεση.
Ξαναγυρνάω στην εικόνα της πρωτομαγιάτικης πορείας. Υπάρχουν στιγμές που οι λιγοστοί επαναστάτες μιας πόλης μπορούν να γίνουν η ατμομηχανή μιας μαζικής κινητοποίησης, κι αυτό είναι ένα καθήκον που δεν πρέπει να αποφεύγουν. Όταν περνούμε όμως σε περίοδο που δεν δίνει τέτοιες στιγμές, τότε το κύριο καθήκον δεν είναι να παριστάνουμε ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει, αλλά η οικοδόμηση ενός συνειδητού δικτύου επαναστατών που θα διασφαλίσει ότι η επόμενη μεγάλη μάχη (που δεν θα την φέρουμε εμείς) θα δοθεί με άλλους όρους. Όσες κατάρες και να ρίξουμε στην ανάθεση, όσο κι αν τηρήσουμε κατά γράμμα τα καθήκοντα ενός αγωνιστικού συνδικαλισμού, η μεγάλη μάζα των συναδέλφων μας θα παραμείνει αδρανής γιατί πολύ απλά (ας το παραδεχτούμε) ούτε τα μεγαλύτερα επαναστατικά κόμματα στην Ιστορία δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν μεγάλα κινήματα αναντίστοιχα με την εποχή τους. Αυτή τη στιγμή η κύρια δουλειά μας δεν είναι μ’αυτό το κομμάτι, αλλά με κείνο που μέσα από τους αγώνες της προηγούμενης περιόδου (που έληξε) είδε τη συνείδησή του να προχωρά, να μετατρέπεται σε πρωτοπορία. Μια αποφασιστική, οργανωμένη, επαναστατική κομμουνιστική μειοψηφία σε κάθε εργασιακό και κοινωνικό χώρο είναι σήμερα αναγκαιότητα. Το να παραμελούμε αυτό το καθήκον, το να συνεχίζουμε στην κινηματική πεπατημένη, δεν σημαίνει ότι θεμελιώνουμε ουσιαστική επαφή με την πλειοψηφία, αλλά αντίθετα ότι μοιραζόμαστε την απόγνωσή της και βυθιζόμαστε σ’αυτή.
Οι σκόρπιες σκέψεις μου για το ζήτημα σταματούν εδώ. Για το ποιος μπορεί να είναι ο φορέας εκείνος που θα αναλάβει το καθήκον που περιγράφω, δεν θέλω να μιλήσω. Εδώ και αρκετά χρόνια (από τότε που το κίνημα ήταν ακόμη στα πολύ πάνω του ακόμα) δεν βλέπω κανέναν φορέα που να συγκεντρώνει ή έστω να ενδιαφέρεται να συγκεντρώσει τα χαρακτηριστικά που πιστεύω ότι χρειαζόμαστε. Μ’αυτήν την έννοια ίσως όλο το παραπάνω κείμενο τινάζεται στον αέρα, αλλά προτιμώ να κλείσει έτσι, παρά με συνειδητή (αυτο)εξαπάτηση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στις αμμουδιές του εθνικού πανικού

Όταν σφαγιάστηκε η Χημεία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν άνοιξε ρουθούνι. Δυο-τρεις ανακοινώσεις, μια διαμαρτυρία της ΕΕΧ κι αυτό ήταν όλο. Το αντικείμενό μου καταλαμβάνει πια μόλις 45 λεπτά του εβδομαδιαίου προγράμματος, σε απόλυτη αναντιστοιχία με το γεγονός ότι η Χημεία είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη Επιστήμη στο σύγχρονο κόσμο.

Κόπηκε μέρα μεσημέρι. Κι όμως, δεν βγήκε κανείς να φωνάξει πόσο ζημιώνεται το έθνος μας, πόσο κουτσουρεμένη βγαίνει η σκέψη των παιδιών, πόσο εύκολα απαρνούμαστε κομμάτι της πολιτιστικής και επιστημονικής μας κληρονομιάς. Δεν είχαμε ιντερνετικές εξομολογήσεις για το πόσο ανυπομονούσαν διάφοροι για το μάθημα της Χημείας, πώς τους ενθουσίαζε. Δεν είχαμε δημόσιο αυτομαστίγωμα του τύπου “πραγματικά λυπάμαι τον εαυτό μου που δεν έμαθα Χημεία όταν έπρεπε”. Πολύ περισσότερο, οι άνθρωποι που υποστήριξαν -με τα δικά τους επιχειρήματα- τη μείωση των ωρών διδασκαλίας της Χημείας δεν χαρακτηρίστηκαν από κανέναν ως “ανθέλληνες”, ως επικίνδυνοι, ως “αναρωτιέμαι πώς τους επιτρέπουν να διδάσκουν στα σχολεία μας”. Ακόμη και σήμερα η συζήτηση στον επιστημονικό κόσμο για την αυτονομία της διδασκαλίας των ξεχωριστών κλάδων των Φυσικών Επιστημών είναι εντονότατη, μα κατηγορίες τέτοιου τύπου δεν έχουν ακουστεί.

Τι στο καλό συμβαίνει λοιπόν με τη συζήτηση για τη μείωση/κατάργηση της διδασκαλίας των “αρχαίων” από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο? (αυτή είναι η πραγματική συζήτηση. Όλα τα υπόλοιπα είναι φασαρία εκ του πονηρού). Γιατί αυτή η ένταση και το άγχος?

LinA

Παρένθεση. Οικογενειακό μαζικό τραπέζωμα. Όλοι χαρούμενοι, είχαν καιρό να βρεθούν, αγκαλιάζονται, λένε τα νέα τους. Τρώνε, συζητούν. Κάποια στιγμή, κάποιος λέει τη λάθος κουβέντα, μια κουβέντα που θα μπορούσε και να πέσει κάτω. Μέσα σε λίγα λεπτά το τραπέζωμα έχει διαλυθεί, πικρά λόγια λέγονται, ιστορίες από παλιά ζωντανεύουν σε διάφορες βολικές εκδοχές και φεύγουν όλοι στενοχωρημένοι και “σιγά μην ξαναπατήσω εγώ στης μάνας σου” ή κάτι τέτοιο.

Έτσι συμβαίνει στις οικογένειες που έχουν άλυτα προβλήματα, προβλήματα συγκρότησης, ένοχα μυστικά…

Τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με την πρόταση για μείωση/κατάργηση της διδασκαλίας των “αρχαίων” από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο?

Η ένταση της σημερινής συζήτησης δεν δικαιολογείται από το ίδιο το αντικείμενό της. Όμως στην πραγματικότητα δεν είναι τα “αρχαία” αυτό για το οποίο συζητάμε, όσο κι αν κανείς νομίζει ότι αυτό κάνει. Η πρόταση για τη χαλάρωση των “αρχαίων” είναι η λάθος κουβέντα στο οικογενειακό τραπέζωμα. Είναι η κουβέντα που θυμίζει στην οικογένεια το ένοχο μυστικό της, το πτώμα που κρύβει στο υπόγειο.

Η συζήτηση για τα “αρχαία” ξαναφέρνει στην επιφάνεια όλους τους καταστατικούς μύθους του Ελληνικού κράτους, της αδιατάραχτης συνέχειας, της ομοιογένειας, της καθαρότητας, του ίδιου του συστατικού του δικαιώματος. Ξαναζωντανεύει το γλωσσικό πόλεμο, αυτόν τον εξαιρετικό -μα καλά κρυμμένο- συνοδοιπόρο του ταξικού πολέμου, φέρνει στην επιφάνεια όλο εκείνο το απεχθές, πολιτικά ετερόκλητο, φάσμα των νεοκαθαρευουσιάνων και των υπέρμαχων του “πολυτονικού”, των “ν” του “ως” και της “πειθαρχίας που σε διδάσκει η αρχαία Ελληνική”. Πάνω απ’όλα, ξεσκάβει το πτώμα του πολιτισμικού και γλωσσικού πλούτου αυτού του τόπου που τσακίστηκε με λύσσα πότε από το χωροφύλακα, πότε από το δάσκαλο και πότε από το διπλωμάτη.

Αυτή είναι η πηγή της έντασης, σ’αυτή πρέπει να τοποθετηθούμε. Η Ελληνική Αριστερά κάποτε σήκωσε αυτή τη μάχη αναδεικνύοντας διανοητικούς γίγαντες και μεγάλους δασκάλους. Ας ξαναπιάσουμε το νήμα τους.

 

 

*  Κάποιοι λένε ότι η συζήτηση για τα “αρχαία” είναι παρελκυστική. Ότι προωθείται πονηρά για να μην δούμε το πραγματικό ζήτημα που είναι οι περικοπές που γίνονται στην εκπαίδευση. Η απάντησή μου είναι ότι αν μια συζήτηση σηκώνει τέτοια αναστάτωση μέσα στην κοινωνία, τότε είναι μια συζήτηση που οφείλει να γίνει. Ακόμη, εάν απειληθεί έστω και μια διδακτική ώρα συναδέλφου, εγώ προσωπικά θα είμαι, όπως πάντα, στο δρόμο. Την προηγούμενη φορά που απειλήθηκαν συνάδελφοι/ισσες μας, με τις διαθεσιμότητες που έφερε η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά/Βενιζέλου/Κουβέλη, βγήκαμε σε μια απεργία με συμμετοχή χωρίς προηγούμενο και σε μαχητικές κινητοποιήσεις που κράτησαν μέχρι και την αποκατάσταση των ανθρώπων μας. Δεν είμαι σίγουρος, και πες ό,τι θες, πως στο στρατόπεδο των κεντρικών δημόσιων υπερασπιστών των “αρχαίων” υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που συμπαραστάθηκαν στον αγώνα μας τότε ή πρόκειται να συμπαρασταθούν αν κινδυνέψουν συνάδελφοι φιλόλογοι. Πάλι εμείς θα είμαστε στο δρόμο και πάλι εκείνοι θα λένε για περιττούς τεμπέληδες δημοσίους υπαλλήλους…

** Κάτι ακόμη εξαιρετικά ενδιαφέρον, που αξίζει νομίζω να το γράψω εδώ. Την άποψή μου για τη διδασκαλία των “αρχαίων” και ιδιαίτερα για την ιδεολογική χρήση της τη λέω με κάθε ευκαιρία και φυσικά την είπα και τώρα. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υπέθεσαν αυτόματα, χωρίς καν να το σκεφτούν ελπίζω, ότι αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι θεωρώ τα “αρχαία” δύσκολα, ότι δεν ήμουν καλός σ’αυτά σαν μαθητής, ότι δεν τα αγαπώ. Δεν τους πέρασε καν απ’το μυαλό ότι η θέση μου αυτή μπορεί να ξεκινά από το ακριβώς αντίθετο. Δεν είναι βλάκες (κάποιοι απ’αυτούς τουλάχιστον), μα αυτό δείχνει τη φύση της συζήτησης που λέγαμε παραπάνω: Εμείς που δεν θέλουμε τα “αρχαία” από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο τα μισούμε ενώ οι άλλοι που τα θέλουν τα αγαπούν. Σωστά. Ακόμη κι αν πρόκειται για ανθρώπους που η μόνη τους σχέση με την αρχαιότητα είναι κάτι περικεφαλαίες που φορούσαν στα συλλαλητήρια του 1992, ίσως και μερικοί “αρχαιοελληνικού” τύπου χαρακτήρες στα πανώ των υποστηρικτών της εθνικής ποδοσφαιρικής ομάδας της Ελλάδας…

*** Για το γλωσσικό πόλεμο δεν θα πω εδώ πολλά, έχω ξαναγράψει. Αν και νομίζω ότι η άποψή μου καλύπτεται απ’αυτήν την υπέροχη σκηνή με τον αγαπημένο ηθοποιό, Γιώργο Γαβριηλίδη, που θα τη δεις αν πατήσεις πάνω στην εικόνα του. Enjoy! (από το αρχαιοελληνικό “εντζόυ”)

gg

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Previous Older Entries