Άνοιγμα των σχολείων. Ποιων;

Είμαι από κείνους που επιμένουν, παρά τις μεταφυσικές και αστικές ανοησίες που δένουν σα ζουρλομανδύας κάθε συζήτηση για την Εκπαίδευση, ότι τα δύο πρώτα αιτήματα του όποιου εκπαιδευτικού κινήματος της εποχής μας έπρεπε είναι η αύξηση των μισθών και η μείωση του αριθμού των παιδιών στο τμήμα. Το πολιτικό κλίμα των τελευταίων δεκαετιών χρωμάτισε αυτά τα σημαντικότατα αιτήματα με τις μπογιές των νεοφιλελεύθερων παράσιτων, δηλαδή «τεμπέληδες εκπαιδευτικοί, που θέλουν να πληρώνονται περισσότερο και να δουλεύουν πιο άνετα» (λες και είναι κακό για οποιονδήποτε εργαζόμενο/η να θέλει κάτι τέτοιο). Αυτό το πολιτικό κλίμα έχει υλική προέλευση: εκπαιδευτικοί που έχουν χάσει το 1/3 του εισοδήματός τους, πάγωμα των προσλήψεων και καθιέρωση της αναπλήρωσης (κάθε τύπου) ως κανονικότητα, αύξηση των παιδιών στο τμήμα. Υποταγμένες σ’αυτό το κλίμα οι συνδικαλιστικές δυνάμεις των εργαζόμενων στην Εκπαίδευση, ακόμη κι εκείνες που δεν είναι σε ανοιχτή συνεννόηση με το κράτος, απέφευγαν συστηματικά κάθε κινητοποίηση για το ζήτημα, αν και είναι αλήθεια ότι τα αιτήματα αυτά έμπαιναν, τελετουργικά κατά τη γνώμη μου, σε κάθε πλαίσιο δράσης και ανακοίνωση. Τέλος πάντων, ας κριθεί απ’όσους/ες έχουν καλή μνήμη το αν τα πάλεψε κανείς πραγματικά ή αν έμειναν στα χαρτιά. Η μόνη εξαίρεση είναι η μάχη -αντάρτικου τύπου- που δίνεται εδώ και λίγα χρόνια (επί «αριστερού» ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε) στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς για την έγκριση των λεγόμενων «ολιγομελών» τμημάτων από ελάχιστους/ες και με την, για τα μάτια του κόσμου, κάλυψη της ΟΛΜΕ. Σε κάθε σχετική συζήτηση, ο υπεύθυνος συνδικαλιστής/ρια θα μας έλεγε «έχετε δίκιο, αλλά δεν βλέπετε που η κοινωνία μας βρίζει; αν μιλήσουμε για μισθούς/αριθμό παιδιών, θα μας γδάρουν» και η συζήτηση έληγε εκεί.

Παρακολουθώ σήμερα τη συζήτηση για την ασφάλεια των παιδιών στο σχολείο. Δεν άξιζε μήπως να μας «γδάρει η κοινωνία» όλα αυτά τα χρόνια, στην πάλη μας για ανέγερση σχολείων και προσλήψεις εκπαιδευτικών με στόχο τη μείωση των παιδιών στο τμήμα; Τι έχει να πει σήμερα η «κοινωνία» για το στοίβαγμα των 25 παιδιών σε μια άθλια αίθουσα; Τι έχει να πει η «κοινωνία» για το λιγοστό πετρέλαιο, που όταν στο πρώτο διάλειμμα θα αερίζονται οι αίθουσες δεν θα ξαναζεσταίνονται ποτέ γιατί πολύ απλά το καλοριφέρ λειτουργεί με ωράριο μνημονιακό; Τι στο καλό θα πει η «κοινωνία» όταν με δοσμένη την εσωτερίκευση της μιζέριας ξαναπροβληθούν σαν λύσεις οι επικίνδυνες γελοιότητες της εκ περιτροπής διδασκαλίας, της «εξ αποστάσεως διδασκαλίας» και της κάμερας στην τάξη; Λοιπόν, αν το ζήτημα είναι μια αξιοπρεπής δημόσια εκπαίδευση, ας έχουμε στο μυαλό μας, ανεξάρτητα από την πανδημία, πως αυτό δεν μπορεί να γίνει ούτε χωρίς προσωπικό ούτε χωρίς σύγχρονα κτήρια.

Εντάξει, ας συζητήσουμε και για τη μάσκα και για όλα τα υπόλοιπα μέτρα που προτείνονται, αλλά με ποιον; Με κείνους που τόσα χρόνια από τις κυβερνητικές θέσεις μόνο κατεδάφιζαν, ή με κείνους που τους εξυπηρετούσαν διαβρώνοντας και απαξιώνοντας συστηματικά κάθε λειτουργία των σωματείων και θέτοντάς τα στην υπηρεσία της εκάστοτε κυβέρνησης; Ας το κλείσουμε με μια είδηση. Στην καρδιά του κτήνους, το σωματείο των εκπαιδευτικών της Νέας Υόρκης προσανατολίζεται σε απεργία εάν τα σχολεία πάνε να ανοίξουν χωρίς να διασφαλιστεί η ασφάλεια της σχολικής κοινότητας. Σημείωση: Στην πολιτεία της ΝΥ απαγορεύεται δια νόμου στους δημόσιους υπαλλήλους να απεργήσουν.

Αστέρια

Ξημερώνοντας η 18η του Ιούνη 1889, ένας ζωγράφος 36 ετών γράφει στον αδερφό του από το δωμάτιό του σε ένα άσυλο για ψυχικά ασθενείς, κοντά στην Αρλ. Του μιλάει για τα νέα που μαθαίνει για τους φίλους του, ζωγράφους επίσης, του παραπονιέται ότι στο άσυλο δεν έχει κάποια γυναίκα που θα μπορούσε να του ποζάρει, του ζητά να στείλει κάποιες φτηνές εκδόσεις έργων του Σαίξπηρ. Μέσα σε όλα αυτά, κάπου στη μέση της επιστολής, του γράφει «επιτέλους, έχω ένα τοπίο με ελαιόδεντρα και επίσης μια νέα σπουδή για μια έναστρη νύχτα».
Στο υστερόγραφο τον διαβεβαιώνει ότι με τις προφυλάξεις που παίρνει, δύσκολα θα ξανακυλήσει. Μετά από ένα μήνα θα έχει την επόμενη σοβαρή κρίση.
Στις 28 του Σεπτέμβρη, στέλνει στον αδερφό του μερικές ζωγραφιές. Ανάμεσα σ’αυτές, εκείνη της έναστρης νύχτας

«Πάντα δικός σου. Βίνσεντ».

Van-Gogh.-Starry-Night

Σαν αυτούς

Πάντα μου προκαλούσε απορία η ένταση με την οποία οι αριστεροί σύντροφοι και συντρόφισσές μου, ανεξάρτητα από το χώρο στον οποίο ανήκουν, δήλωναν «δεν είμαστε σαν αυτούς». Σα να είχαν βρει το νόημα της ζωής. Μπορεί να μας πατάνε στο λαιμό, αλλά εμείς δεν είμαστε σαν αυτούς. Έχουν πυρηνικά για να μας στείλουν όλους στο διάολο, όμως εμείς ολύμπιοι και ατάραχες. Ζούμε μια ζωή μέσα στην εκμετάλλευση, αλλά -διάολε!- ποτέ εμείς δεν θα γίνουμε εκμεταλλευτές γιατί «δεν είμαστε σαν αυτούς».

Μια ζωή προδιαγεγραμμένου εφιάλτη, λοιπόν, εντός της οποίας μπορείς μόνο να σώσεις την ψυχή σου. Δεν έχεις εχθρούς, δεν έχεις απωθημένα, δεν έχει γίνει το μυαλό σου κιμάς από τα καθημερινά χτυπήματα. Αντέχεις. Και το να αντέχεις είναι μεγάλη αρετή!

Επειδή δεν μπορώ να φανταστώ τους συντρόφους και τις συντρόφισσές μου να προσεύχονται στα εικονίσματα των Αυγουστίνων και των Ακινάτηδων, φαντάζομαι ότι η στάση τους είναι στάση που με κάποιο τρόπο θέλει να αλλάξει ετούτον τον κόσμο. Όμως, γιατί να τον αλλάξει; Αφού αυτός ο κόσμος, όσο σκατά και να είναι, σου δίνει την πολυτέλεια να «μην είσαι σαν αυτόν», τότε δεν είναι και τόσο κακός. Ίσως το κάνεις για τους άλλους, τους κακομοίρηδες που δεν έχουν το τέτοιο δικό σου μεγαλείο ώστε να μπορούν κι αυτοί να «μην είναι σαν αυτούς». Μπορεί. Δεν λείπουν και τέτοιες απόψεις από το κίνημά μας, άλλωστε.

Δεν ξέρω, ρε γαμώτο. Νομίζω πως ένας άθλιος κόσμος μας κάνει κι εμάς που ζούμε μέσα του άθλιους, και όλες μαζί και τον καθένα από μας. Σ’αυτόν τον κόσμο μόνο κάποιοι λίγοι έχουν την πολυτέλεια να είναι κάτι. Οι υπόλοιπες, δεν έχουμε καν τη δυνατότητα «να μην είμαστε σαν αυτούς» γιατί κάποιος που δεν είναι τίποτα δεν έχει καμία ιδιότητα. Αυτά είναι τα άσχημα νέα μου. Ένα σκατό πατημένο είμαστε. Σκέφτομαι τώρα εκείνο το παλιό σύνθημα, και λέω πως ίσως σήμαινε ότι για «να γίνουμε τα πάντα» πρέπει πρώτα να καταλάβουμε ότι «δεν είμαστε τίποτα». Τίποτα; Τρέλες λες! Έχουμε μια δουλειά, διαβάζουμε τα πιο γαμιστερά και ψαγμένα βιβλία, βλέπουμε ταινίες που άλλοι δεν μπορούν ούτε τους τίτλους της αρχής να καταλάβουν, έχουμε κάνει διδακτορικά, παρουσιάσαμε και μια εργασία για τη Σχολή της Φρανκφούρτης σε ένα τρομερό συνέδριο. Ο κόσμος μάς χρειάζεται. Πώς να πούμε τώρα ότι δεν είμαστε τίποτα; Πώς να αφήσουμε απερίσκεπτους ανθρώπους, που καίνε, βρίζουν, καταριούνται, σατιρίζουν, να μας χαλάσουν τις καλές σχέσεις που έχουμε μ’αυτόν εδώ τον κόσμο;

Οι μελλοντικοί άνθρωποι θα μας ευγνωμονούν! Μέσα σε υπόγεια, τρώγοντας σκατά, πίνοντας λάσπη, δουλεύοντας 20 ώρες την ημέρα στο σκοτάδι μέχρι να πεθάνουν, θα χαμογελούν ανακουφισμένοι στη σκέψη ότι αυτοί που προηγήθηκαν έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν: «δεν ήταν σαν αυτούς».

Και πάλι για τις κάμερες στην τάξη

Είναι ο πειραματισμός του παιδιού συστατικό του μαθήματος στην τάξη; Είναι η ελεύθερη -χωρίς φόβο- περιδιάβασή του στις έννοιες του μαθήματος; Είναι το δικαίωμα στην κουταμάρα ή την αφηρημάδα; Είναι ο χρόνος που απαιτείται για να καταλαγιάσει η νέα έννοια στο μυαλό; Είναι η δυνατότητα του δασκάλου να ρισκάρει την ενστικτώδη γρήγορη εκτίμηση για τη γενική κατανόηση; είναι η ντρίπλα του να ακούσεις μια τόσο λαθεμένη απάντηση και, αντί να γκρινιάξεις, να πεις «ωραία! σ’ευχαριστώ για την απάντηση, και πάμε να τη δούμε λίγο πιο συγκεκριμένα»; Μήπως είναι εκείνο το σημείο που το μάθημα σπάει για ένα κρύο αστείο; Οι αστείες εκφράσεις της δασκάλας, το περίεργο περπάτημα του δασκάλου, αυτά που σχολιάζονται από τα παιδιά, μα συνήθως με αγάπη; Το να σταματήσεις το μάθημα για να σκύψεις πάνω από το παιδί που δεν κατάλαβε; Το να κάνεις το κορόιδο που δεν απάντησε η … γιατί έχει το νου της στον …; Μια συζήτηση με αφορμή το μάθημα, αλλά πολύ πιο πέρα απ’αυτό; Ένα σχόλιο στα όρια της ευπρέπειας από κάποιο παιδί; Ένας τσακωμός ακόμη; Είναι όλα αυτά συστατικά του μαθήματος; Τα θέλουμε;

Θυμήσου -διάολε!- ποια μαθήματα σε είχαν συγκινήσει, ποια σε είχαν κινητοποιήσει. Ποια στάση ποιου εκπαιδευτικού σε είχε συνεπάρει, σε έκανε να δεις νέους κερατένιους δρόμους στη ζωή σου. Τα θέλουμε όλα αυτά; Τα θέλουμε για όλα τα παιδιά και όχι για την κοινωνική ελίτ; Αν ναι, τότε το καθετί που προτείνουμε για τη ρημάδα την Εκπαίδευση πρέπει να τα περιλαμβάνει.

Πάμε στο ερώτημα των ημερών τώρα: Τι απ’όλα αυτά διατηρείται με το σπάσιμο της έννοιας της τάξης, τη ζωντανή αναμετάδοση του μαθήματος στον ανθηρό κήπο του www;  Τίποτα! Οι δύο μήνες καμερομαθημάτων θα έπρεπε να μας βάλουν να σκεφτούμε πάνω σ’αυτό. Αντίθετα, έκαναν πολλούς ευτυχισμένους: Το υπουργείο, που ήδη νομοθετεί (με τροπολογίες, φυσικά) και σκέφτεται να καλύπτει τις ελλείψεις εκπαιδευτικών με κάμερες, τα επιθεωρητικά σώματα, που έχουν άμεση πρόσβαση στο τι λέει η δασκάλα ανά πάσα στιγμή. Τους καλοθελητές θεσμικούς και εξωθεσμικούς. Τους γονείς-επενδυτές, που δυο μήνες τώρα κρατούσαν σημειώσεις για την επίδοση της επένδυσής τους κι εκείνες των ανταγωνιστικών επενδύσεων. Τους χορηγούς, που βρήκαν στην τηλεκπαίδευση ένα δρόμο που δεν περίμεναν να ανοιχτεί τόσο εύκολα μπροστά τους.

Δεν ξέρω, καμιά φορά μου φαίνεται πως δεν μιλάμε καν την ίδια γλώσσα. Μου φαίνεται πως οι άνθρωποι επιθυμούν γρήγορα να περάσουμε σε ένα άλλο στάδιο, πως πολύ μας ανέχτηκαν, και θέλουν να σφαχτούν ελεύθερα, χωρίς ενοχές.

Επανέρχομαι στο βασικό και κλείνω: μια εκπαιδευτική πολιτική κρύβει μέσα της τις πιο βασικές αντιλήψεις μας για τον κόσμο· δεν είναι ένα καλάθι με καλές ή κακές ιδέες απ’όπου διαλέγουμε περιπτωσιακά.

Ξανά και ξανά, λοιπόν. Το «τι Εκπαίδευση θες;» σημαίνει «σε ποιον κόσμο θες να ζήσεις;».

.

.

.

.

Η κανονικότητα του έκτακτου. Για την «εξ αποστάσεως εκπαίδευση»

Το σημείωμα που ακολουθεί είναι ατελές. Πρόκειται για την πρόχειρα ρετουσαρισμένη εκδοχή μιας εν θερμώ τοποθέτησης στο ζήτημα της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης», που δεν έχει ούτε το χρόνο (η ταχύτητα με την οποία ξεδιπλώνεται η πραγματικότητα είναι αρκετά μεγάλη) ούτε το χώρο (μιας και οι μαζικές διαδικασίες εξαερώθηκαν) για να ελέγξει τον εαυτό της σε όλες τις παραμέτρους και να φωτίσει κάθε πλευρά του ζητήματος. Μιας, όμως, και η ιντερνετική οδός είναι ακόμη ανοιχτή, έκρινα σκόπιμο να το δημοσιεύσω στο blog. Αυτή είναι και η δουλειά του blog, άλλωστε.

Το θέμα που μας απασχολεί, αυτό της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης» δεν είναι ένα ζήτημα έκτακτης ανάγκης ή απλά τεχνικό. Γι’αυτό και η σύντομη πρόταση στην οποία καταλήγω στηρίζεται στις παρακάτω, σχετικά αναλυτικές, βασικές παραδοχές. Τα παρακάτω σημεία, εκτός από οριοθέτηση της συλλογιστικής μου, είναι φυσικά και βήματα προς την ίδια την πρόταση. Αυτό θα διευκολύνει τόσο την κατανόηση όσο και τη συγκεκριμένη και δημιουργική προσβολή της επιχειρηματολογίας μου από όποιον/α το επιθυμεί.

1.

Το Σχολείο είναι ένας χώρος δημοκρατικής, ισότιμης, κοινωνικοποιημένης μάθησης. Για να προλάβω τον εξυπνάκια, η κατηγορική δήλωση του «είναι» μπορεί να μετατρέπεται στην κατηγορική προσταγή του «πρέπει να είναι». Σε κάθε περίπτωση, αυτό είναι το Σχολείο στο όνομα του οποίου μιλάω εγώ. Από τη δεκαετία του ’90 και δώθε έχει καταβληθεί στον ευρωπαϊκό χώρο μεγάλος κόπος για να αλλάξει αυτή η οπτική για το Σχολείο. Η νέα αυτή οπτική είναι ένα Σχολείο ως χώρος συντονισμού παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών, και μάλιστα με τους όρους που θέτει η Αγορά. Το αν τασσόμαστε με τη μία ή την άλλη πλευρά (δυσυχώς, σ’αυτό το σημείωμα δεν υπάρχει ο χώρος για την πλήρη ανάπτυξη του τι σημαίνει το ένα και το άλλο), έχει να κάνει με την απάντηση που δίνουμε σε μια σειρά από κεντρικά ζητήματα (Αξιολόγηση-Κατηγοριοποίηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών, Αυτονομία της Σχολικής μονάδας, Προγράμματα σύνδεσης με την Παραγωγή και την Αγορά, Εξετάσεις και Πιστοποίηση), αλλά και σε ζητήματα όπως αυτό που μας απασχολεί σήμερα. Είμαι από κείνους που υπερασπίζονται το Σχολείο όπως το περιέγραψα στην αρχή. Για την ακρίβεια, πιστεύω ότι η δεύτερη άποψη δεν αντιστοιχεί σε Σχολείο, αλλά σε σούπερ-μάρκετ δεξιοτήτων.

2.

Αν ρίξει κανείς μια ματιά στις ανακοινώσεις τόσο της ΟΛΜΕ, όσο και των συνδικαλιστικών παρατάξεων, δεξιών και αριστερών, για το θέμα θα δει ότι σημαντικό μέρος της συζήτησης αναλώνεται στο εάν το πρόγραμμα της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης» μπορεί να πραγματοποιηθεί με την υπάρχουσα υποδομή ή όχι. Για να μην το κουράζουμε, η απάντηση είναι καθαρά ΟΧΙ. Όποιος/α έχει έστω και μικρή εμπειρία από το τι σημαίνει να προσπαθείς έστω και να συνδεθείς στο σχολικό δίκτυο σε μέρα με σχετικό φόρτο, καταλαβαίνει (μιλάμε για την ανάγκη να καλυφθούν εκατοντάδες ταυτόχρονες τηλεδιασκέψεις των 20+ ατόμων η καθεμία, χώρια τα ασύγχρονα μαθήματα). Αν συνυπολογιστεί εδώ η γενική έλλειψη πόρων λόγω «καραντίνας», παίρνουμε μια ιδέα. Όμως, το αν κανείς είναι υπέρ ή κατά της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης» δεν μπορεί να συναρτάται με το αν μπορεί να καλυφθεί τεχνικά σήμερα. Το γιατί ισχύει αυτό έχει να κάνει με το παρακάτω σημείο.

3.

Η «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» ήρθε για να μείνει. Και όχι, δεν ήρθε ως έκτακτη και αναγκαστική απάντηση στην πανδημία. Η «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» είχε προταθεί αρκετές φορές στο παρελθόν, αλλά ειδικά στην αρχή της τρέχουσας σχολικής χρονιάς ως συστηματικός τρόπος κάλυψης των μεγάλων ελλείψεων σε εκπαιδευτικούς, ειδικά σε απομακρυσμένες περιοχές και σχολεία με λίγα παιδιά. Έχει σημασία να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν μιλάμε για την «ηλεκτρονική τάξη», που έτσι κι αλλιώς εκμεταλλεύονται πολλοί συνάδελφοι για την επικοινωνία τους με τα παιδιά (παρακολούθηση βίντεο, παιχνίδι με εφαρμογές, ανάθεση εργασιών ή υποβολή τους για έλεγχο κλπ), αλλά για ένα συνολικό πρόγραμμα «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης», που υποκαθιστά την κανονική λειτουργία του Σχολείου. Αποδοχή, από την πλευρά της κοινωνίας, της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης» ως έκτακτο μέτρο σήμερα, σημαίνει απλά και καθαρά (θα πρέπει να είναι κανείς ολοκληρωτικά ηλίθιος για να μην το βλέπει ή ξεδιάντροπα ψεύτης για να κάνει πως δεν το βλέπει) αποδοχή της ως μέτρο για κάθε χρήση αύριο. Εάν, δηλαδή, αποδεχτούμε σήμερα ότι το Σχολείο μπορεί να υποκατασταθεί από την κάμερα, τότε ήδη έχουμε περάσει στην εποχή όπου το Σχολείο έχει υποκατασταθεί από την κάμερα. Από την άποψη αυτή, θεωρώ πως μικρή σημασία έχει το αν το πρόγραμμα θα πραγματοποιηθεί σήμερα ή όχι. Μπορεί το δίκτυο να καταρρεύσει, μπορεί οι συνδέσεις και η υποδομή να μην υπάρχουν, μπορεί τα ίδια τα παιδιά να το απαξιώσουν ως χαμένο χρόνο, αλλά δεν έχει πραγματική σημασία από τη στιγμή που το υπουργείο θα μπορεί να βγει στα ΜΜΕ και να ισχυριστεί ότι το πρόγραμμα προχώρησε (η εκτίμησή μου αυτή είχε διατυπωθεί πριν μάθω ότι πράγματι η υπουργός μίλησε κάπου για συμμετοχή 80% στο πρόγραμμα…αύριο μπορεί να πει για 200%, το ίδιο είναι…).

4.

Το Σχολείο δεν συνδιαλέγεται με την «κοινή γνώμη». Ποτέ. Όποτε έχει γίνει αυτό, ουσιαστικά καταργήθηκε ο ρόλος του Σχολείου. Καμία κεντρική ή ατομική άποψη για τα σχολικά θέματα και την παιδαγωγική πράξη δεν μπορεί να έχει ως συνομιλητή τον αχταρμά προλήψεων, παρανοήσεων, εκλογικεύσεων, συντηρητισμού και κυριαρχίας της αστικής ιδεολογίας, που ονομάζεται «κοινή γνώμη». Η «κοινή γνώμη» τέσσερα χρόνια τώρα ήθελε τα προσφυγόπουλα μακριά από τα σχολεία, η «κοινή γνώμη» θεωρούσε την πίστη της ως επαρκή λόγο για να λειτουργεί το Σχολείο ως Κατηχητικό, η «κοινή γνώμη» απαιτούσε απόσυρση της συζήτησης για τις έμφυλες ταυτότητες. Ακόμη, η «κοινή γνώμη» έχει τη χειρότερη άποψη για τους εκπαιδευτικούς και το εργασιακό τους καθεστώς. Τέλος, η «κοινή γνώμη» διαμορφώνεται συχνά υπό την επήρεια ενός τοξικού συνδυασμού κοινωνικής μνησικακίας και φτηνού ατομικού συμφέροντος. Δεν επέτρεψα ποτέ στον εαυτό μου, τόσα χρόνια στη Δημόσια Εκπαίδευση, τη συνδιαμόρφωση άποψης ούτε με κείνον που εν μέσω χιονοθύελλας παραπονιέται για τα κλειστά σχολεία και τους τεμπέληδες εκπαιδευτικούς, ούτε με κείνον που εξοργίζεται γιατί το παιδί του έμαθε στο μάθημα της Βιολογίας ότι μπορεί να δώσει και να πάρει αίμα από έναν Αφρικάνο, Αλβανό ή Κινέζο. Έτσι, η όποια συζήτηση σήμερα για το κλείσιμο των σχολείων μέσα στην πανδημία, την αναμόρφωση του προγράμματος, τη διδακτέα/εξεταστέα ύλη, τις εξετάσεις κλπ δεν μπορεί να γίνει ούτε υπό την ηθική πίεση του χαρακτηρισμού «τεμπέλης», ούτε υποταγμένη στον απόλυτα δικαιολογημένο προβληματισμό για το πώς θα απασχοληθούν ποιοτικά(τι σημαίνει αυτό;) τα παιδιά στις μέρες του αποκλεισμού, ούτε φυσικά μπροστά στον ορίζοντα του εξεταστικού Μινώταυρου.

5.

Η σημερινή συζήτηση για την «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» μπορεί να γίνεται με τα σχολεία κλειστά και με πολύ σφιχτά μέτρα περιορισμών των δραστηριοτήτων σε κάθε τομέα, μα γίνεται στην αρχή της κρίσης για την Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε ακόμη την πολυτέλεια και την ψυχραιμία να συζητάμε μετρώντας πολύ λιγότερα κρούσματα και ανθρώπινες απώλειες σε σχέση με άλλες χώρες. Με τον κίνδυνο να χαρακτηριστώ «κάπως» θίγοντας αυτό το θέμα, κάθε λογικός άνθρωπος θα έπρεπε να βλέπει ότι -εάν δεν συμβεί ένα θαύμα που να εξαιρεί την Ελλάδα από το γενικό κανόνα- σύντομα θα μιλάμε με άλλα δεδομένα. Σε δύο μήνες από τώρα -όταν κανονικά τα παιδιά θα πήγαιναν για τις Πανελλαδικές- εκείνος που θα μιλάει με όρους «κάλυψης της ύλης» και «κανονικότητας» θα είναι απλά ηλίθιος, κυνικός ή κάθαρμα. Με λίγα λόγια, θεωρώ εξαιρετικά προβληματικό το να σκίζεται κανείς (υποκριτικά θεωρώ) για τα παιδιά της Γ’Λυκείου, που πηγαίνουν για Πανελλαδικές και άρα και για την ύλη που δεν θα καλυφθεί, χωρίς να βλέπει ότι ούτε οι συνθήκες θα είναι για εξετάσεις τότε, αλλά ούτε και η ψυχική κατάσταση των παιδιών θα είναι για εξετάσεις (δεν θέλω να επεκταθώ γιατί δεν θέλω να πάρει μακάβρια τροπή το σημείωμα αυτό). Η συζήτηση για τα παιδιά και τις ανάγκες τους θα έπρεπε να κοιτάζει μακριά, και σίγουρα χωρίς να καμωνόμαστε ότι μπορούμε να διατηρήσουμε την «κανονικότητα».

6.

Στο ελληνικό σχολείο υπάρχει η Αγία Διδακτέα Ύλη και το δισκοπότηρό της, οι Εξετάσεις. Αυτά τα δύο ιερά η εκπαιδευτική Αριστερά θα έπρεπε να τα έχει απορρίψει από καιρό (ένα μέρος της το έχει κάνει). Αυτό που στα μυαλά των ανθρώπων γίνεται προσπάθεια να εντυπωθεί ως αμετάβλητο και καθορισμένο από τη Φύση (η διδακτέα Ύλη και η ικανότητα του παιδιού να την αφομοιώσει), στην πραγματικότητα είναι πεδίο πολιτικής (ταξικής, σε τελική ανάλυση) πάλης. Εκείνοι που σήμερα εμφανίζονται ως υπερασπιστές του αμετάβλητου της Ύλης, δεν είχαν ούτε μια κουβέντα να πουν όταν η ύλη διαμορφωνόταν έτσι ώστε να ταιριάζει στους διαθέσιμους εκπαιδευτικούς, ώστε να υπηρετεί τις μνημονιακές περικοπές. Ακόμη, η αφοσίωσή τους στο αμετάβλητο της Ύλης δεν τους εμπόδιζε να ζητούν από τηλεοράσεως και άμβωνος την αλλαγή της, όταν δεν τους ταίριαζε ιδεολογικά. Όσο για τις Εξετάσεις, αυτή την εγκληματική διαδικασία ταξικού κοσκινίσματος και συμμόρφωσης των παιδιών, μ’αυτές θα έπρεπε να έχουμε ξεμπερδέψει από καιρό (σ’αυτό το blog έχω γράψει πάρα πολλές φορές για την ανοησία των εξετάσεων και τη ζημιά που κάνουν στην Α’βάθμια και Β’βάθμια Εκπαίδευση, άρα δεν θα επεκταθώ εδώ).

7.

Ο δυτικός καπιταλισμός είναι σε υποχώρηση. Εδώ και τριάντα χρόνια, στερημένος από δημιουργικές δυνάμεις, τρέφεται με νεκρή σάρκα. Η μόνη καινοτομία της εποχής μας είναι η κανονικοποίηση των έκτακτων καταστάσεων. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, από τη νίκη του καπιταλισμού και δώθε έχουμε ζήσει αρκετές τέτοιες («Πόλεμο Ενάντια στην Τρομοκρατία» διεθνή και εγχώριο, «Μεγάλη Εθνική Εκστρατεία της Ολυμπιάδας», παγκόσμιο οικονομικό κραχ και Μνημόνια κλπ). Ποια μέτρα που πάρθηκαν στο πλαίσιο αυτών των έκτακτων καταστάσεων αποσύρθηκαν με την κάμψη της έντασής τους; κανένα! Επιπλέον, παγκόσμια η Εκπαίδευση έχει υποταχτεί στην Αγορά και έχει η ίδια μετατραπεί σε μια ιδιότυπη αγορά. Αυτή η αγορά βλέπει όλη αυτή την ανοησία της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης» σαν ξερολούκουμο. Εάν η «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» περάσει σήμερα ως έκτακτο μέτρο, από το Σεπτέμβρη κιόλας κάθε αίτημα του εκπαιδευτικού κόσμου για προσλήψεις θα είναι άκυρο. Είναι αστείο και τραγικό συνάμα -σε κάθε περίπτωση απόλυτα κουτοπόνηρο- αυτό που διαβάζουμε στην ανακοίνωση του ΠΑΜΕ περί αποδοχής με «υπευθυνότητα» του προγράμματος της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης», με την προϋπόθεση ότι δεν θα παγιωθεί. Τι περίεργη φαντασίωση ή άλλοθι αδράνειας!

8.

Η «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» είναι αναμφισβήτητα ένα εργαλείο. Όμως αυτή η φράση είναι λογικά ασαφής, δεν περιέχει κανένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Όταν κανείς λέει ότι κάτι είναι εργαλείο, πρέπει να μας πει και για ποια εργασία είναι αυτό το εργαλείο. Έτσι, λοιπόν, οδηγούμαστε στην αρχή του συλλογισμού, στο σημείο 1, όπου αναδείχνεται το βασικό ερώτημα που πρέπει να καθοδηγεί τη στάση μας: η «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» (όπως προτείνεται, και όχι όπως φαντασιώνεται κανείς ότι θα μπορούσε να προτείνεται) υπηρετεί τη δημοκρατική, ισότιμη, κοινωνικοποιημένη μάθηση ή τη λογική της παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών;

di1

Ποια θα μπορούσε να είναι η θέση των εργαζομένων στην Εκπαίδευση;

Λέω «ποια θα μπορούσε» και όχι «ποια μπορεί» γιατί θεωρώ ότι το παιχνίδι τελείωσε πριν ακόμη ξεκινήσει (από αδράνεια, από ανεπάρκεια ή από απλό και καθαρό ξεπούλημα): η ΟΛΜΕ, καθώς και οι παρατάξεις που εκπροσωπούνται στο ΔΣ της (πλην των Παρεμβάσεων, που διαφοροποιήθηκαν, αλλά και πάλι όχι στο βαθμό που θα περίμενε κανείς) τοποθετήθηκαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (θα πούμε δυο λόγια παρακάτω) υπέρ της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης».

Ας ξεκινήσουμε με μια χρήσιμη ταυτολογία: «Όταν το Σχολείο κλείνει, το Σχολείο είναι κλειστό». Αυτό σημαίνει ότι α) αποδεχόμαστε ότι ο χαρακτήρας της τρέχουσας κρίσης είναι τέτοιος που τα σχολεία πρέπει να παραμείνουν κλειστά, και ότι β) δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να υποκαταστήσει τη λειτουργία του Σχολείου. Η υπουργός Παιδείας έριξε το σύνθημα «το σχολείο έκλεισε, το μάθημα συνεχίζεται», όμως αυτό το σύνθημα είναι ένας παραλογισμός με ψυχολογική μόνο λειτουργία, ας πούμε αναπτέρωσης κάποιου ηθικού. Όμως, ας μην γελιόμαστε, αυτό που ξεσκέπασαν οι τελευταίες μέρες δεν είναι η επιθυμία να «συνεχιστεί το μάθημα», μα α) η (δικαιολογημένη, όπως είπαμε παραπάνω) αγωνία για το αν τα παιδιά θα παρασυρθούν σε μια ρουτίνα νωθρότητας ή μη ποιοτικών απασχολήσεων (ποιος το καθορίζει αυτό, άραγε;), και β) το απίστευτο άγχος που γεννά η κυριαρχία των κάθε λογής εξετάσεων, και ειδικά των Πανελλαδικών, σ’ολόκληρη τη σχολική -αλλά και την προσωπική και οικογενειακή- ζωή. Εδώ δεν χωρούν περιστροφές: όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός στο διάγγελμά του έκανε λόγο για δίμηνο περιορισμών, και μάλιστα κλιμακούμενων, είναι αστείο να υποκρινόμαστε ότι η σχολική χρονιά θα κλείσει κανονικά. Απέναντι σ’αυτή την πραγματικότητα η μόνη ρεαλιστική πρόταση είναι να κλείσει η διδακτέα ύλη στη μέχρι την αναστολή της λειτουργίας των σχολείων διδαχθείσα, οι προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις να ακυρωθούν, και οι Πανελλαδικές να πάνε για αργότερα με αισθητά μειωμένη εξεταστέα ύλη. Όλα αυτά, ανεξάρτητα από το εάν θα μας δοθεί η δυνατότητα να ανοίξουμε τα σχολεία αργότερα στο καλοκαίρι, και κάθε εκπαιδευτικός θα έχει τη δυνατότητα να κάνει επανάληψη σε όσα ζητήματα θεωρεί ότι χρειάζεται. Αυτή είναι μια πραγματικά υπεύθυνη στάση προς τα παιδιά. Εδώ ας κάνουμε μια παρένθεση. Εδώ και κάποιες μέρες, η μηχανή της αστικής προπαγάνδας και ο κοινωνικός αυτοματισμός της πιπιλίζουν το παραμύθι «εάν οι εκπαιδευτικοί είναι υπεύθυνοι και δεν είναι τεμπέληδες, ας κάνουν μάθημα από την κάμερα». Απαντώ χωρίς περιστροφές: επειδή ακριβώς οι εκπαιδευτικοί στεκόμαστε με υπευθυνότητα και αγάπη απέναντι στους μαθητές/ριες μας, πρέπει να παλέψουμε ώστε αυτοί/ες να περάσουν τούτη την κρίση με το λιγότερο δυνατό κόστος. Να απαλλαγούν από το άγχος των εξετάσεων και της ύλης, να μείνουν στο σπίτι φροντίζοντας την ασφάλεια και την υγεία τους και των δικών τους. Επίσης, εάν το εκπαιδευτικό συνδικαλιστικό κίνημα είχε λίγη τσίπα, αντί να δίνει στην αστική τάξη και την «κοινή γνώμη» διαπιστευτήρια υπευθυνότητας, θα έπρεπε να βάλει τις όποιες δυνάμεις του στην αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων, στη λυσσαλέα μάχη να μην πληρώσει η εργατική τάξη την κρίση αυτή. Τι υποκριτική «υπευθυνότητα» είναι αυτή που καμώνεται ότι «το μάθημα συνεχίζεται» όταν οι γονείς απολύθηκαν ή δουλεύουν διπλά; (και τα δυο αυτά θα είναι φαινόμενα της κρίσης, παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις για το αντίθετο), όταν οι γονείς θα χτυπούν απεγνωσμένα την πόρτα ενός συστήματος υγείας που θα έχει ξεπεράσει τα όριά του; Αλλά μιας και τα λέμε όλα εδώ, ας πούμε και κάτι ακόμη: πώς πρέπει να χαρακτηριστεί εκείνος που ζητάει να συνεχιστούν όλα κανονικά, όταν ξέρει ότι το παιδί του, επειδή εκείνος πλήρωσε, έχει καλύψει την ύλη στο φροντιστήριο από πέρυσι ή όταν ξέρει ότι ένα σημαντικό μέρος των παιδιών δεν έχει ούτε τον εξοπλισμό ούτε τη σύνδεση που απαιτείται για τα καμερομαθήματα; (εδώ ας σημειώσουμε ότι η διαβεβαίωση της υπουργού ότι τα παιδιά έχουν την υποδομή είναι εντελώς αυθαίρετη) Νομίζω ότι το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι κάτι τέτοιο συνιστά αντικοινωνική συμπεριφορά. Σίγουρα βρομοκοπάει ταξικό προνόμιο (Πραγματικά, ακόμη κι αυτός ο λόγος μόνο, η κατάφωρη παραβίαση της ισοτιμίας, θα έπρεπε να κάνει την όποια Αριστερά να αντιταχθεί στο πρόγραμμα αυτό. Ποια Αριστερά, θα μου πεις…). Γνωρίζω πως η άποψη αυτή δεν θα είχε ιδιαίτερη αποδοχή στην αρχή (είναι ένας από τους λόγους που η όποια εκπαιδευτική Αριστερά υποτάχτηκε και σ’αυτή την περίπτωση), μα είναι η μοναδική πρόταση που θα μπορούσε να αποτελέσει έναν άξονα αντίστασης σήμερα, μια αντιπρόταση που θα έβαζε μπροστά τα γενικά συμφέροντα των εργαζομένων. Ας μην γελιόμαστε, τα αφεντικά βλέπουν την πανδημία ως το έδαφος πάνω στο οποίο θα προωθήσουν το πρόγραμμά τους, και το ίδιο οφείλουμε να κάνουμε κι εμείς. Φαντάζομαι ότι δεν πιστεύει κανείς πως αν εμείς «μείνουμε σπίτι», το ίδιο θα κάνουν και τα αφεντικά, έτσι ως ένα ταξικό fair play.

Ένας μικρός επίλογος, περί αλληλεγγύης.

Το να πει κανείς ότι υποχωρεί, καμιά φορά δεν είναι κακό. Το να έχει υποταχτεί, και να βαφτίζει την υποταγή του νίκη, αυτό είναι ασυγχώρητο. Διαβάζω πολλά κείμενα, ανακοινώσεις, σχόλια αριστερών φίλων και συλλογικοτήτων, που αγωνιούν για το πώς αυτή τη δύσκολη στιγμή θα πραγματώσουν την αλληλεγγύη προς τα παιδιά και τις οικογένειές τους. Βγάζω το καπέλο σ’εκείνους που το εννοούν πραγματικά, αλλά τους λέω πως αν πιστεύουν πως ο δρόμος για να το κάνουν αυτό είναι η «εξ αποστάσεως εκπαίδευση», τότε κάνουν ένα τραγικό και εγκληματικό λάθος. Το ζήτημα της αλληλεγγύης έχει ταλαιπωρήσει την Αριστερά μας τα τελευταία χρόνια και έχει αναδείξει την ιδεολογική της φτώχεια και την πολιτική της ανημπόρια. Και η βασική αιτία γι’αυτό είναι η απροθυμία της (απροθυμία που έχει και, ή κυρίως, υλικές βάσεις) να ανυψωθεί σε κείνο το σημείο που θα ξεπεράσει τον ορίζοντα του Κράτους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα γι’αυτό μπορούμε να βρούμε πάλι μέσα από την Εκπαίδευση: μια μεγάλη συζήτηση και αναταραχή στην εκπαιδευτική Αριστερά μέσα στα μνημονιακά χρόνια είναι η ιδέα των «μαθημάτων αλληλεγγύης», που πασπαλίστηκαν με θεωρίες του τύπου «το καθήκον του αριστερού εκπαιδευτικού είναι να βοηθήσει τα παιδιά του λαού να περάσουν στο Πανεπιστήμιο». Τα μαθήματα αυτά, παρότι πέτυχαν σε ικανοποιητικό βαθμό, όπου επιχειρήθηκαν, αυτό το στόχο, όχι μόνο δεν πήγαν τη συνείδηση των «παιδιών του λαού» ένα βήμα παραπέρα, αλλά στερέωσαν ακόμη περισσότερο την παντοδυναμία των Πανελλαδικών εξετάσεων. Λοιπόν, αλληλεγγύη στις χαραμάδες που αφήνει το Κράτος δεν υπάρχει. Όποιος νομίζει ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει την «εξ αποστάσεως εκπαίδευση», ένα εργαλείο ταιριαστό για το σχολείο σούπερ-μάρκετ, για να στήσει «εναλλακτικά μαθήματα», δίκτυα αλληλεγγύης (μέχρι και για νέο ΕΑΜ διαβάσαμε, κανείς δε μας λυπάται πλέον…) και άλλα τέτοια, όχι μόνο υπηρετεί τα αφεντικά στα σχέδιά τους, αλλά μάλλον τους προσφέρει και διασκέδαση.

Να διευκρινίσω, κλείνοντας, ότι αυτά δεν έχουν να κάνουν με την προσωπική στάση του καθενός και καθεμιάς από μας και τη σχέση μας με τους μαθητές και τις μαθήτριές μας. Εννοείται πως είμαστε όπως είμαστε πάντα στη διάθεση των παιδιών, να επικοινωνήσουμε με τις οικογένειές τους (στην Α’βάθμια είναι κάπως πιο εύκολο αυτό) για ό,τι μπορούμε να προσφέρουμε. Δεν θα πει κανείς μας όχι σε παιδιά που θα ζητήσουν μια πρόταση για ένα ντοκυμανταίρ, για μια δραστηριότητα ή πείραμα στο σπίτι, πολλοί από μας θα δανείσουν με προθυμία τα βιβλία τους (ίσως θα μπορούσαν οι σχολικές βιβλιοθήκες να ανοίγουν μια φορά τη βδομάδα για το σκοπό αυτό, αντί όλος αυτός ο πλούτος να σαπίζει). Όμως δεν συζητάμε αυτό.

Κλείνω. Αν όλα αυτά που γράφω παραπάνω είναι ανοησίες, αν ο δρόμος προς την «εκπαίδευση των αναγκών μας» περνά μέσα από την «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» του υπουργείου, αν η μιζέρια η οποία κατατρώει την εκπαίδευση εδώ και χρόνια χρειάζεται αυτό το άλμα στη γιαλαντζί modernity, ας μη διστάσουμε. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει προοδευτική πρόταση που τη λέμε στα μουλωχτά. Ας το γράψουμε στα λάβαρα του κομμουνιστικού και του εκπαιδευτικού κινήματος, κι ας πάμε στο προλεταριάτο μ’αυτή την πρόταση και πρόγραμμα. Λοιπόν, ας σοβαρευτούμε. Ας μάθουμε κάποια φορά επιτέλους να ζυγίζουμε τα πράγματα όχι έτσι αφηρημένα σαν καλές ή κακές ιδέες, μα ενταγμένα στις κοινωνικές διεργασίες που υπηρετούν. Είναι αυτή η ματιά που με πείθει ότι η «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» είναι ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο μιας Δημόσιας Εκπαίδευσης, που βιάζονται να την δηλώσουν πεθαμένη. Κι αυτό το καρφί εγώ δεν θέλω να το βάλουμε, ούτε υπό το φόβο μήπως και μας πουν τεμπέληδες, ούτε για να ξεφύγουμε από την πολιτική απομόνωση, ούτε για να εισπράξουμε το χειροκρότημα μιας ξεπεσμένης κοινωνίας λαίμαργης για ηλίθιες καινοτομίες, δεξιότητες, αριστείες, και φούσκωμα του βιογραφικού της υπερπολύτιμης επένδυσης που λέγεται «παιδί».

di2

Καντήλια δια πάσαν νόσον

Λίγες μέρες πριν, παρακολουθήσαμε στο κρατικό κανάλι ΕΡΤ1 τη συνέντευξη κάποιου παπά για τα θέματα της ιερής αυθεντίας του, δηλαδή την υπόθεση με τον κορονοϊό. Μπροστά σε τρεις παρουσιαστές (δημοσιογράφους, μάλλον, δεν το έψαξα), που τον αντιμετώπιζαν ως πραγματικά αρμόδιο (αν όχι ως τον μόνο πραγματικά αρμόδιο), ο παπάς ξεδίπλωσε με περίσσια αλαζονεία (το βίντεο κυκλοφορεί, ο χαρακτηρισμός μου μπορεί να ελεγχθεί, φυσικά) όλο το παραμύθι ότι μέσα στην εκκλησία οι παθογόνοι μικρο-οργανισμοί χάνουν τη δυνατότητα μετάδοσης (είπε κι άλλα, αλλά ας μείνουμε σ’αυτό). Αυτό το σημείωμα δεν θα είχε νόημα αν το ίδιο ακριβώς πράγμα δεν διακινούνταν από πολλά εκκλησιαστικά και παρα-εκκλησιαστικά στόματα, και αν όλη αυτή η ανοησία δεν είχε επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.

Μάλιστα. Αυτό που ουσιαστικά μας λένε οι λοιμωξιοθεολόγοι μας είναι ότι μέσα στο χώρο της εκκλησίας παρατηρείται μια μόνιμη αναστολή κάποιων φυσικών νόμων(*). Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι στο διάολο (ουπς!) εννοούν.

Το πρώτο πράγμα που μας διαβεβαιώνουν οι εξαίρετοι αυτοί επιστήμονες της ελληνορθοδοξίας είναι ότι «κανείς ποτέ δεν κόλλησε τίποτε στην εκκλησία». Από πού προκύπτει η βεβαιότητα της δήλωσης αυτής; Από πουθενά, ή μάλλον από το γεγονός ότι σε τούτη τη χώρα όταν οι παπάδες μιλούν, οι υπόλοιποι σωπαίνουν. Ένας άνθρωπος βρίσκεται καθημερινά σε πάρα πολλές περιστάσεις όπου θα μπορούσε να προσβληθεί από έναν παθογόνο μικρο-οργανισμό, και δεν είναι πάντα εύκολο να πούμε πού ακριβώς συνέβη αυτό. Υπάρχει μια συλλογιστική ιχνηλάτησης της μετάδοσης, που όταν ακολουθείται με ακεραιότητα δεν είναι εύκολο να λαθέψει, αλλά από την άλλη δεν μπορεί να σταθεί απέναντι στο ερώτημα «είσαι 100% σίγουρος;». Τι θέλω να πω μ’αυτό: Ακόμη κι αν είκοσι άνθρωποι που νόσησαν είχαν βρεθεί ταυτόχρονα πριν λίγες μέρες στον ίδιο κλειστό χώρο με φορείς που έβηχαν και φταρνιζόταν μανιασμένα πάνω τους, δεν μπορεί κανείς να πει με απόλυτη σιγουριά ότι κόλλησαν εκεί. Μπορεί να το πει με αρκετή σιγουριά, βέβαια, που προσεγγίζει το 100%, αλλά το οχυρό των λοιμωξιοθεολόγων μας είναι εκείνα τα λίγα δεκαδικά ψηφία στο ποσοστό της πιθανότητας να μην είναι έτσι. Καταλαβαίνουμε, βέβαια, ότι αν ακολουθήσουμε τη συλλογιστική αυτή καταργούνται οι θεμελιακές προκείμενες μιας ολόκληρης ιατρικής ειδικότητας, που μέχρι τώρα δεν θα την έλεγε και κανείς αποτυχημένη. Φυσικά, είπαμε, οι παπάδες ξέρουν καλύτερα!

Είπαμε πριν ότι το να ισχυριστεί κανείς ότι μέσα στην εκκλησία η μολυσματική ασθένεια παύει να είναι μολυσματική είναι ισχυρισμός αναστολής των φυσικών νόμων. Το πρόβλημα με τους φυσικούς νόμους, όμως, είναι η διαβολεμένη (ουπς! ξανά) καθολικότητά τους. Αντίθετα με τη βιβλική εικόνα για τη φύση, όπου ο Ιησούς του Ναυή μπορεί να σταματάει τον ήλιο(!), η αναστολή ενός φυσικού νόμου έχει πολλές συνέπειες. Τι ακριβώς σταματά όταν βρισκόμαστε μέσα στην εκκλησία και ξεκινά και πάλι όταν φεύγουμε απ’αυτή; Τα σταγονίδια που εκτοξεύουμε (ή απλά εκπνέουμε) δεν περιέχουν πια το παθογόνο; Ο μικρο-οργανισμός πεθαίνει αμέσως με το που φεύγει από το σώμα μας; Η φυσικοχημεία των αερολυμάτων και η μηχανική των ρευστών καταργείται μέσα στην εκκλησία; Μήπως αναστέλλεται η περίπλοκη βιοχημεία της προσβολής των κυττάρων μας από το παθογόνο; Πρέπει να είναι σαφές ότι αυτές οι βιοχημικές/φυσικοχημικές διεργασίες είναι μέρος του να είμαστε ζωντανοί. Εάν οποιαδήποτε απ’αυτές έπαυε μέσα στην εκκλησία, τότε -λυπάμαι που θα χαλάσω τη φαντασίωση των λοιμωξιοθεολόγων μας- όλο το ποίμνιο θα έπεφτε νεκρό πριν τελειώσει η λειτουργία.

Μα φυσικά όλα αυτά που γράφω εδώ παραπάνω είναι ανοησίες. Τίποτε άλλο από τη χυδαία απόπειρα ενός υλιστή να ορθολογικοποιήσει το θαύμα. Μα τότε δεν θα ήταν θαύμα! Όπως μας πληροφόρησε και μία από τους παρουσιαστές της εκπομπής (για να εισπράξει τον έπαινο του παπά) «τα ζητήματα της εκκλησίας δεν εξηγούνται με τη λογική». Λαμπρά! Έχουμε, λοιπόν, ένα θαύμα, το οποίο πρέπει να προσεγγίσουμε θεολογικά. Στην περίπτωσή μας υπάρχει πράγματι ένα θαύμα, ένα μυστήριο, το οποίο οι παπάδες ισχυρίζονται ότι λαμβάνει χώρα και αυτό είναι η θεία ευχαριστία, όπου οι πιστοί ενώνονται με το Χριστό «μυστικώς καθιστάμενοι κοινωνοί της θείας φύσεως». Ας κάνουμε, λοιπόν, μια ντρίπλα και ας χαρίσουμε στους παπάδες το μυστήριο. Ας παραδεχτούμε, για χάρη της συζήτησης, ότι κανένας ιός δεν μεταδίδεται με τη μεταλαβιά καθώς -με τα λόγια του παπά της συγκεκριμένης εκπομπής- «ο Χριστός δεν υπήρξε φορέας μικροβίων» (αφήνω απ’έξω το γεγονός ότι κανείς δεν ισχυρίζεται ότι κολλάμε τον ιό από το Χριστό, αλλά από τους υπόλοιπους εκκλησιαζόμενους…). Τι γίνεται με τον υπόλοιπο χώρο της εκκλησίας; Εδώ έχουμε μια τρομερή (δεν ξέρω καλά τα θεολογικά, μα μου φαίνεται και ελαφρά αιρετική) αντίληψη περί ενός μόνιμου χρονικά και τοπολογικά θαύματος, που πραγματώνεται αδιάλειπτα σε κάθε ναό. Δεν ξέρω, μα απ’όσο θυμάμαι από τα θρησκευτικά του σχολείου και από τα λίγα πράγματα που κατάφερα να διαβάσω στη ζωή μου (δεν είμαι δα και τόσο μορφωμένος όσο οι θεολόγοι και οι παπάδες μας) η φύση του χριστιανικού θεού δεν θα εκδηλωνόταν με έναν τέτοιο «εύκολο» τρόπο. Σα να θυμάμαι ότι ο χριστιανικός θεός ήταν πιο φειδωλός με τα θαύματά του, και σα να θυμάμαι ότι σε μια αφήγηση των λεγόμενων ευαγγελίων ο Ιησούς λέει στο Θωμά «μακάριοι εκείνοι που θα πιστέψουν χωρίς να δουν».

Δεν συνεχίζω στα χωράφια της θεολογίας(**), όπου κάθε δέντρο μπορεί να καρπίσει με την κατάλληλη μαεστρία, μιας και είμαι και άσχετος και κάπου πρέπει να κλείνει τούτο το σημείωμα. Όσο κι αν παραπάνω προσπάθησα να δείξω ένα παραλογισμό που υπάρχει στους ισχυρισμούς των παπάδων, πραγματικά δεν μου πέφτει λόγος για το τι πιστεύουν και τι όχι. Είναι δικός τους λογαριασμός. Εκείνο που δεν είναι δικός τους λογαριασμός είναι οι ισχυρισμοί που έχουν κοινωνικό (και μάλιστα εκτεταμένο) αντίκτυπο. Εκείνο που δεν είναι δικός τους λογαριασμός είναι η εξαίρεση από τη μέτρα για τη δημόσια υγεία. Και φυσικά, αν στην όλη ιστορία υπάρχουν κάποιοι που έκαναν ένα σοβαρό φάουλ, αυτοί είναι όσοι συντελεστές της εκπομπής αποφάσισαν να δώσουν στην εκκλησία το λόγο που θα έπρεπε να έχει το εθνικό σύστημα υγείας. Όμως ας μην τα ξαναλέμε, αυτή είναι η Ελλάδα. Μια χώρα που η εκκλησία μπορεί να γελοιοποιεί την επιστήμη, ακόμη και με ανθρώπινο κόστος, αλλά όποιος διαμαρτυρηθεί είναι ασεβής και απόβλητος.

thk

(*) Ίσως δεν αναστέλλονται μόνο οι φυσικοί νόμοι…

(**) Υπάρχουν και κάποιοι πονηροί, που προσπαθούν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα. Επειδή καταλαβαίνουν ότι οι ισχυρισμοί των παπάδων είναι στο κενό, επιχειρούν κάτι λογικοφανείς εξηγήσεις του στυλ «το υλικό των εκκλησιαστικών σκευών σκοτώνει τα μικρόβια», «η θερμοκρασία/υγρασία στο ναό είναι τέτοια ώστε…», «ο καπνός των κεριών σκοτώνει τα μικρόβια» και άλλες τέτοιες ΜΠΟΥΡΔΕΣ. Πρόκειται για τους ίδιους, πάνω-κάτω, που επειδή ντρέπονται να πουν ότι νηστεύουν μάς λένε για υποτιθέμενα οφέλη της νηστείας στην υγεία. Δεν ξέρω πώς το βλέπουν, μα θεωρώ αυτή τη στάση φιλοσοφικά αναξιοπρεπή.

Και πάλι για τις Πανελλαδικές τους και τους βαθμούς τους…

Παραφράζοντας την ατάκα του γέρο-Φρέντυ μπορούμε να πούμε ότι η μέρα ανακοίνωσης των βάσεων εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι η μέρα που ο πανελλήνιος δαπιτισμός επιθεωρεί τις δυνάμεις του.

Από το πρωί της Τρίτης, που ανακοινώθηκαν οι βάσεις, έχει πάρει φωτιά κάθε πεδίο κοινωνικού πάρε-δώσε, από το φουμπού μέχρι το μανάβικο της γειτονιάς. Διακριτικά ποσταρίσματα των ειδοποιητηρίων του υπουργείου (και όποιος κατάλαβε… αλλά όλοι καταλαβαίνουν), κατεβατά γεμάτα με λόγια βαθιάς γονεϊκής αγάπης συνοδευόμενα από τη διαβεβαίωση ότι και στην περίπτωση αποτυχίας πάλι τα ίδια θα έλεγαν, λίστες αριστούχων και κάθε λογής επιτυχόντων σε μεγάλες εκτυπώσεις στις εισόδους των φροντιστηρίων, μέχρι και ξεδιάντροπη στάση του στυλ «ο γιος μου πέρασε πρώτος εκεί, θα συνεχίσει να είναι πρώτος γενικά, κι ετοιμαστείτε σε μερικά χρόνια να τον κάνετε και βουλευτή». Το ανελέητο προμοτάρισμα – μανατζάρισμα των παιδιών, που ζούμε αυτή τη μέρα, από γονείς, φροντιστές, σχολάρχες αντανακλά είτε την επιχείρηση εξαργύρωσης κοινωνικής και οικονομικής αξίας για την οικογένεια, το φροντιστήριο, τη σχολική μονάδα (ιδιωτική ή δημόσια) είτε την ικανοποίηση για την πρώτη απτή απόδειξη ότι η επένδυση-παιδί αποδίδει.

Φαίνεται πως όλη αυτή η ενοχλητική κατάσταση, που φυσικά δεν είναι νέα, βρήκε φέτος το αναγκαίο συμπλήρωμά της, το στήριγμα που χωρίς αυτό όλος αυτός ο πύργος πλειοδοσίας αριστείας κινδυνεύει να καταρρεύσει σα να ήταν φτιαγμένος από άμμο (λέω άμμο για να μην πω σκατά). Το συμπλήρωμα αυτό είναι ο μαζικός πανικός για την «πτώση του επιπέδου», η οποία μάλλον τεκμηριώνεται από τις χαμηλές βάσεις σε σχολές που κάποτε ήταν περιζήτητες. Δεν θα έγραφα αυτό το μικρό σημείωμα εάν αυτός ο πανικός δεν συμπεριλάμβανε δύο ανησυχητικά συμπτώματα: α) το μεγαλύτερο μέρος της φλυαρίας περί «πτώσης του επιπέδου» αναπαράγεται αυτούσιο και από αριστερούς, πασπαλισμένο με λίγες από τις περιβόητες αξίες της Αριστεράς (από τις οποίες όμως δεν έχει μείνει τίποτε όρθιο αυτά τα τελευταία χρόνια), και β) έχουμε -για πρώτη φορά- από την πλευρά της αγέλης του δαπιτισμού την προσωποποίηση της «πτώσης του επιπέδου». Μια μικρή βόλτα στα «σόσιαλ» αποκαλύπτει το ξέσπασμα κοινωνικής μνησικακίας απέναντι στους επιτυχόντες με μικρό αριθμό μορίων, με ένα άνευ προηγουμένου μαζικό νταηλίκι, που εκφράστηκε καθαρότερα στην περίπτωση του παιδιού που πέρασε στο Μαθηματικό με εφτά χιλιάδες και κάτι μόρια (με την ευκαιρία, συγχαίρω το παιδί αυτό και του εύχομαι καλές σπουδές -αν το θέλει- και ό,τι νομίζει εκείνος/η καλύτερο για τη ζωή του).

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, διατυπώνοντας σαφείς θέσεις, έτσι ώστε να ελέγχονται και καλύτερα.

Α. Γιατί τόσος ντόρος σήμερα;

Θα έλεγε κανείς ότι η εξέταση αυτής της παραμέτρου είναι άσχετη με την αλήθεια ή όχι της «πτώσης του επιπέδου». Αν το «επίπεδο» πράγματι πέφτει, τότε γιατί θα έπρεπε να εξετάζουμε γιατί φέτος και όχι πέρυσι ο ντόρος; Όμως στην πραγματικότητα ή ξαφνική ένταση του πανικού σήμερα είναι στοιχείο της συζήτησης. Όλα τα προηγούμενα χρόνια (κάτι που ελέγχεται πολύ εύκολα) υπήρχαν σχολές με απίστευτα χαμηλές βάσεις εισαγωγής, σχολές στις οποίες κανείς θα μπορούσε να περάσει συμμετέχοντας στις πανελλαδικές εξετάσεις μόνο με αυτά που θα θυμόταν από τις παραδόσεις στη σχολική αίθουσα. Η κατάσταση σήμερα δεν είναι ουσιαστικά διαφορετική (θα εξηγήσουμε στη συνέχεια) από την άποψη αυτή. Το νέο στοιχείο είναι η εκφρασμένη πρόθεση της νέας ηγεσίας του υπουργείου να βάλει πλαφόν στα μόρια εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση καθώς και οι γενικότερες αλλαγές σ’αυτή (συμπεριλαμβανόμενου του σχεδιασμού για την ιδιωτική εκπαίδευση). Η αντανάκλαση της πρόθεσης αυτής στα ΜΜΕ είναι που δημιούργησε τον πανικό. Ο άνθρωπος που σήμερα ξεστομίζει ασύλληπτες μπούρδες για το «επίπεδο» της νεολαίας δεν το κάνει επειδή γνωρίζει τα στοιχεία και την κατάσταση, μα ακολουθώντας μια κατασκευασμένη κλιμάκωση. Το παιχνίδι αυτό έχει παιχτεί και παλιότερα, με το υπουργείο και τα φιλικά προς αυτό ΜΜΕ να διαμορφώνουν την εικόνα κρίσης που καλείται να αντιμετωπίσει η προαποφασισμένη μεταρρύθμιση. Με λίγα λόγια, πιστεύω ότι η γκρίνια για το «επίπεδο» θα ήταν φέτος στον ίδιο βαθμό με όλες τις άλλες χρονιές εάν πίσω από τη δημιουργία κλίματος κρίσης δεν υπήρχε σαφής πολιτική σκοπιμότητα.

Β. Τι μας δείχνει η πτώση των βάσεων;

Πολλά πράγματα, αλλά μάλλον όχι αυτά που ακούγονται από τους φύλακες του «επιπέδου». Για να απαντήσουμε, είναι απαραίτητο να ξέρουμε πώς καθορίζονται οι βάσεις, ποιες είναι οι παράμετροι που πρέπει να αναζητούμε. Οι βάσεις εισαγωγής καθορίζονται χοντρικά από τρεις παραμέτρους:

α) Τον αριθμό των εισακτέων. Μεγάλος αριθμός συνήθως οδηγεί τη βάση προς τα κάτω.

β) Τη «ζήτηση» της κάθε σχολής. Σχολές υψηλής ζήτησης μπορεί να είναι εκείνες που συνδέονται με ευκολότερη επαγγελματική αποκατάσταση (σχετικά σταθερά Στρατός/Αστυνομία, αλλά και συγκυριακά άλλες, όπως τα ΠΤΔΕ την εποχή που γινόταν μαζικοί διορισμοί στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση), εκείνες που για κάποια περίοδο εκφράζουν το τεχνολογικό πνεύμα της εποχής (όπως η Πληροφορική ή η Βιολογία), και, τέλος, εκείνες που παραδοσιακά συνδέονται με εκτίναξη του κοινωνικού στάτους (όπως η Ιατρική και η Νομική). Εννοείται ότι η υψηλή ζήτηση κάποιας σχολής οδηγεί προς τα πάνω τη βάση της.

γ) Τις επιδόσεις των υποψηφίων. Χαμηλές επιδόσεις οδηγούν συνήθως σε πτώση των βάσεων.

Με δοσμένο ότι δεν άκουσα κανέναν ακόμη να διαμαρτύρεται για τον αριθμό των εισακτέων (ίσα-ίσα, μέχρι τώρα οι αυξήσεις του αριθμού των εισακτέων αντιμετωπίστηκαν πάντα ως θετικές από την «κοινή γνώμη»), ας προχωρήσουμε στις άλλες δύο παραμέτρους. Θα θεωρούσα θετική και γόνιμη μια συζήτηση για τη δεύτερη παράμετρο. Θα μου άρεσε να δω μια κοινωνία που θα συζητά στα σοβαρά για τις επιλογές των παιδιών και το τι αυτές σημαίνουν: να εξηγηθεί η εμμονή στις Ιατρικές/Νομικές παρά το γεγονός ότι η ζωή και τα οικονομικά των νέων γιατρών και δικηγόρων δεν είναι πια αυτό που ήταν κάποτε, να δούμε γιατί τόσο μεγάλο μέρος των νέων παιδιών βλέπει το μέλλον του στο Στρατό ή την Αστυνομία, να αναρωτηθούμε γιατί τα τμήματα των Φιλοσοφικών έχουν πάρει τον κατήφορο, να απαντηθεί το γιατί οι «καθηγητικές» των ΦΕ γενικά πέφτουν αλλά το Χημικό ανεβαίνει παρά την απουσία τυπικής βιομηχανίας, και πολλά άλλα. Τίποτα όμως. Και οι σημερινοί κρίνοντες ας ξέρουν ότι κρίνονται με τη σειρά τους για την αποτυχία τους να αντιμετωπίσουν ή έστω να αντιληφθούν αυτά τα ερωτήματα. Τι μας μένει, λοιπόν; Η τρίτη παράμετρος. Οι φωνασκούντες νταήδες, οι υπέρμαχοι της αριστείας, οι φύλακες του «επιπέδου» αποφάσισαν πολύ γρήγορα ότι εδώ έχει το ζουμί. Έτσι τους είπαν, έτσι λένε.

Οι επιδόσεις των υποψηφίων εξαρτώνται κι αυτές από διάφορες παραμέτρους, όπως:

α) Τη δυσκολία της εξεταστέας ύλης και το βάρος της στο αναλυτικό πρόγραμμα.

β) Τη δυσκολία των θεμάτων των εξετάσεων.

γ) Το γενικό βαθμό εμπέδωσης της εξεταστέας ύλης από τους υποψήφιους.

Ως προς το χαρακτήρα των φετινών θεμάτων, και μιας και τόσος ντόρος έγινε για τη βάση του Μαθηματικού, ας δούμε τι δήλωσαν οι αρμόδιες επιτροπές των επιστημονικών ενώσεων για τα Μαθηματικά, τη Φυσική και τη Χημεία. Για τα Μαθηματικά σημειώθηκε ότι ήταν πιο δύσκολα από τα περσινά κι ότι πολλοί υποψήφιοι αντιμετώπισαν πρόβλημα με το δοσμένο χρόνο. Για τη Φυσική το ίδιο: τα απαιτητικότερα των τελευταίων τριών ετών, με έμφαση στις πράξεις και όχι στην ουσία, με ασάφειες, αδόκιμα και αντιπαιδαγωγικά(!). Τα θέματα της Χημείας εκτιμήθηκε ότι προκάλεσαν χρονική ασφυξία, ότι ήταν ασαφή, ότι ήταν τα δυσκολότερα των τελευταίων χρόνων και ταίριαζαν περισσότερο σε διαγωνισμό Χημείας παρά σε Πανελλαδικές, και -τέλος- ότι κάποια ερωτήματα βρισκόταν οριακά εντός της εξεταστέας ύλης. Λοιπόν, από τη στιγμή που την ίδια τη μέρα της εξέτασης οι αρμόδιες επιτροπές έκριναν έτσι τα θέματα, ακόμη και ο μεγαλύτερος βλάκας θα έπρεπε να περιμένει ότι οι βαθμοί των υποψηφίων θα είναι σημαντικά χαμηλότεροι από πέρυσι (δεν χρειάζεται καν να πούμε ότι όλοι οι εκπαιδευτικοί αναλυτές το είχαν προβλέψει). Έτσι, λοιπόν, γίνεται ξαφνικά πολύ δύσκολο για τους φύλακες του «επιπέδου» να αποδείξουν ότι το «επίπεδο» πράγματι έπεσε. Θα ήταν, βέβαια, ένα θαύμα το να ανεβοκατεβαίνει ολόκληρο «επίπεδο» από χρονιά σε χρονιά (ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος θα ήθελε, με άλλα στοιχεία, να επιχειρηματολογήσει για την «πτώση του επιπέδου», σίγουρα δεν θα ήταν τόσο ανόητος για να πει ότι αυτό θα μπορούσε να είναι μια διαδικασία «μια κι έξω»). Αλλά πού να το σκεφτεί ο μνησίκακος υβριστής αυτό! Μια ματιά ακόμη στα δελτία τύπου που αναφέρθηκαν παραπάνω θα αποκάλυπτε ότι οι επιστημονικές ενώσεις (όπως και τα σωματεία των εκπαιδευτικών, μέσα από τα εκπαιδευτικά τους συνέδρια) εντοπίζουν συγκεκριμένα προβλήματα στη διάρθρωση της διδακτέας ύλης, στη διδακτική προσέγγισή της και τους στόχους της, στην υλικοτεχνική υποδομή, την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών κλπ. Ούτε κάτι απ’όλα αυτά συγκινεί τους υπέρμαχους της αριστείας.

Λοιπόν, όπως είπαμε και παραπάνω, οι επιδόσεις των υποψηφίων μπορεί να μας δείχνουν κάτι, αλλά όχι το «επίπεδο». Στην πραγματικότητα, με δυσκολία κάποιος από τους φύλακες του «επιπέδου» θα μπορούσε να μας ορίσει αντικειμενικά τι στο διάολο σημαίνει «επίπεδο», τόσο αντικειμενικά ώστε να ανιχνεύεται, να ποσοτικοποιείται και να άρα να μετράται με μια γραπτή εξέταση…

Γ. Η αρένα των Πανελλαδικών και τα κριτήρια «όπως μας βολεύει κάθε φορά»

Συμφωνούμε όλοι/ες, φαντάζομαι, ότι ο αντικειμενικός στόχος των υποψηφίων είναι η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πολλοί υποψήφιοι δεν έχουν ξεκάθαρη στόχευση σε κάποια σχολή κι έτσι ο στόχος τους είναι να συγκεντρώσουν όσο το δυνατό περισσότερα μόρια «στα τυφλά», και κάποιοι άλλοι, που έχουν αποφασίσει, συνήθως επιδιώκουν να βρίσκονται έστω και λίγο πιο πάνω από τη βάση των τελευταίων χρόνων για τη σχολή που διάλεξαν. Και στις δύο περιπτώσεις, λοιπόν, ο υποψήφιος έχει κέρδος αν μαζέψει όσο το δυνατό περισσότερα μόρια (οι μηχανισμοί της λεγόμενης «παραπαιδείας» πατούν ακριβώς σ’αυτό, ότι λίγα μόρια παραπάνω δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν). Μετά απ’όλα αυτά, ελπίζω να γίνεται σαφές ότι -με την εξαίρεση παιδιών που για τους δικούς τους λόγους (υποτροφίες, πρεστίζ, προσωπικά «στοιχήματα») κυνηγούν την άριστη επίδοση- η συντριπτική πλειονότητα των υποψηφίων είναι ικανοποιημένη με κείνο το βαθμό που θα φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Είναι κακό αυτό; Μήπως υπάρχει κάτι στις πανελλαδικές εξετάσεις που θα έπρεπε να κάνει έναν καλλιεργημένο μαθητή ή μαθήτρια να επιδιώκει να αριστεύσει σ’αυτές; μήπως αυτές οι εξετάσεις είναι ένα κριτήριο μόρφωσης, ένα δείγμα ότι ο υποψήφιος κατέχει το αντικείμενο στο οποίο εξετάζεται;

Ο θεσμός των Πανελλαδικών υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια πια, τόσα ώστε να έχει συγκεντρωθεί ένα πλήθος καταγεγραμμένων και σοβαρά διατυπωμένων απόψεων γι’αυτές. Μέσα σε όλα όσα έχουν γραφεί και ειπωθεί για τις Πανελλαδικές εξετάσεις υπάρχει ΜΟΝΟ μια σχετικά πλατιά αποδεκτή θετική εκτίμηση: ότι οι Πανελλαδικές είναι ένας αδιάβλητος διαγωνισμός (με τις όποιες παραφωνίες). Αυτό και μόνο θα μπορούσε να μας βάλει σε σκέψεις. Ένα σύστημα που καθορίζει την εφηβική ζωή (όσων παιδιών συνεχίζουν το σχολείο, βέβαια) σε τόσο μεγάλο βαθμό, που τα αποτελέσματά του γίνονται πρωτοσέλιδα, που σηκώνει τέτοιας έκτασης συζήτηση στην κοινωνία, να έχει να περηφανευτεί μόνο για ένα πράγμα και μάλιστα αυτό να μην έχει καμία σχέση με τις μορφωτικές ανάγκες των παιδιών; Περίεργο, έτσι; Πάμε τώρα στα αρνητικά, ξεκινώντας από το γεγονός ότι σχεδόν όλες οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου παιδείας από τη δεκαετία του ’80 και δώθε έχουν εκφραστεί υπέρ του στόχου να καταργηθούν κάποτε οι εξετάσεις αυτές. Τα κυριότερα επιχειρήματα για τη διατήρησή τους έχουν να κάνουν είτε με την έλλειψη χρηματοδότησης και άρα τον περιορισμένο αριθμό εισακτέων είτε με κάτι κλισέ ανοησίες του στυλ «αν δεν υπήρχαν εξετάσεις θα δήλωναν όλοι την Ιατρική» (!). Σε κάθε περίπτωση, τόσο οι διοικούντες την Εκπαίδευση όσο και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών μαθητών, κηδεμόνων έχουν με τον έναν οι τον άλλο τρόπο στην πλειονότητά τους παραδεχτεί ότι οι Πανελλαδικές μπορούν να δικαιολογηθούν μόνο ως αναγκαίο κακό ελλείψει άλλου τρόπου εισαγωγής. Στο πιο ουσιαστικό κομμάτι της κριτικής μπορούμε να βρούμε εκτιμήσεις για το ότι οι Πανελλαδικές:

α) Προωθούν την «παπαγαλία» και καταστέλλουν την κριτική διάθεση και ικανότητα.

β) Αποτελούν ταξικό κόσκινο στο δρόμο προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση, στρόφιγγα κοινωνικής κινητικότητας.

γ) Συντηρούν το δίκτυο της λεγόμενης «παραπαιδείας» με τρομερό οικονομικό κόστος για τις οικογένειες.

δ) Επιδρούν αρνητικά στη μορφωτική λειτουργία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μετατρέποντάς την σε έναν άχαρο προθάλαμο για την τριτοβάθμια ή σε φροντιστήριο.

ε) Λειτουργούν ως μέσο ιδεολογικής επιβολής.

στ) Βυθίζουν τους υποψήφιους στο στρες (δεν θα επεκταθώ στα τραύματα, τις οικογενειακές τραγωδίες, τα χάπια, τις αυτοκτονίες ακόμα).

Οι παραπάνω έξι λόγοι (ή ακόμη και ένας από αυτούς!) θα έπρεπε να κάνουν οποιονδήποτε λογικό άνθρωπο να απορεί που οι Πανελλαδικές δεν έχουν ακόμη καταργηθεί. Πραγματικά, το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να εύχεται κανείς σε ένα παιδί που μπαίνει στο δρόμο των Πανελλαδικών είναι η δύναμη να τον διαβεί με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Έτσι, μοιάζει πραγματικά τρελό το να πανηγυρίζει κανείς για τις επιτυχίες ή, αντίστροφα, να σιχτιρίζει εκείνους που μπήκαν σε σχολές με λίγα μόρια. Επιπλέον μου μοιάζει απίστευτα υποκριτικό: Είναι σα να σκίζουμε τα ρούχα μας για τη βαρβαρότητα των ταυρομαχιών, αλλά με το που θα βρεθούμε στην κερκίδα να χειροκροτούμε τους επιδέξιους ταυρομάχους και να γιουχάρουμε τους ατζαμήδες. Επιστρέφοντας στον κύριο στόχο της κοινωνικής μνησικακίας αυτές τις μέρες, τον τελευταίο εισακτέο του Μαθηματικού, πραγματικά χρειάζεται να διατυπώσουμε το ερώτημα: «πήρε μέρος σε εξετάσεις κατάταξης με στόχο την εισαγωγή του στο Μαθηματικό και τα κατάφερε, έστω και οριακά. Πού στο διάολο είναι το πρόβλημά σας μ’αυτό;».

Στην παραπάνω ερώτηση κάποιοι πονηροί θα απαντήσουν ότι η χαμηλή βαθμολογία δείχνει ότι έχει σοβαρές ελλείψεις. Ας πούμε ότι το δεχόμαστε. Και; Μήπως οι βαθμολογίες των άλλων δεν δείχνουν ελλείψεις; Ακόμη και ο τελευταίος εισακτέος της Ιατρικής, με τα περίπου 18 χιλιάδες μόριά του, δεν έχει ελλείψεις; Είτε λοιπόν θεωρούμε ότι τα παιδιά θα βγουν από το Πανεπιστήμιο έτσι όπως μπήκαν, σα να μην σπούδασαν (σοβαρά! έχω συναντήσει τη γελοιότητα μεγάλων ανθρώπων, σπουδαγμένων, που συγκρίνουν ακόμη τους βαθμούς που πήραν στις Πανελλαδικές…) είτε πρέπει να πούμε ότι οι όποιες ελλείψεις (που δεν έχουν προσωπικές αιτίες, σε καμία περίπτωση) θα πρέπει να καλυφθούν στη σχολή με διπλή και τριπλή δουλειά από τους φοιτητές και τους δασκάλους τους (με την εξαίρεση εκείνων που προσεγγίζουν τα γνωστά κυκλώματα και σπουδάζουν εξ αποστάσεως από τη… Μύκονο, για τα οποία τα ΜΜΕ μας και οι διάφοροι φύλακες του «επιπέδου» δεν έχουν ούτε μια μικρή κουβέντα να πουν).

Δ. Η βάση του 10

Οι πονηροί μας φύλακες του «επιπέδου» καταλαβαίνουν τα παραπάνω επιχειρήματα, και γι’αυτό καταφεύγουν στον από μηχανής θεό του πλαφόν. Μας λένε, λοιπόν, ότι δέχονται ότι πρόκειται για διαγωνισμό κατάταξης, με τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε παραπάνω, αλλά μήπως η εισαγωγή ενός πλαφόν εισαγωγής θα μπορούσε να προφυλάξει το «επίπεδο»; Το επιχείρημα αυτό ακούγεται σε δύο εκδοχές: εκείνη των κοινωνικά κανίβαλων, που λένε «να μπει πλαφόν για να μην μπαίνουν οι άχρηστοι», κι εκείνη των ντροπαλών κοινωνικά κανίβαλων, που λένε «το πλαφόν θα οδηγούσε σε γενική αύξηση της προσπάθειας, και άρα άνοδο του επιπέδου».

Ας πούμε ότι δεχόμαστε τη λογική του πλαφόν. Πού θα έπρεπε να τοποθετηθεί αυτό; Ποιο είναι εκείνο το σύνολο μορίων που διασφαλίζει το «επίπεδο»; Μήπως το 17.000 ή το 9.000; Ποια είναι εκείνα τα παιδαγωγικά επιχειρήματα, ποιος εκείνος ο ποσοτικοποιημένος ορισμός του «επιπέδου», που θα μας δείξει τον μαγικό αριθμό; Τίποτα. Η πραγματικότητα είναι ότι στην 20βάθμια κλίμακα υπάρχει μόνο ένας αριθμός που θα μπορούσε να λειτουργήσει αντικειμενικά, και αυτός είναι το 20. «Βάση του 20» σημαίνει: απαιτώ από τον υποψήφιο να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα που θα του θέσω, γιατί όλα τα ερωτήματα ανιχνεύουν κάποιο μορφωτικό προαπαιτούμενο για τις παραπέρα σπουδές του. Από τη στιγμή που -για προφανείς λόγους- δεν συζητάμε για το 20, κάθε άλλη βάση είναι ολοκληρωτικά αυθαίρετη και ξένη προς οποιαδήποτε παιδαγωγική προβληματική.

Τίποτα δεν λυγίζει, όμως, τους φρουρούς της αριστείας. Λένε «αφού πράγματι δεν μπορούμε να βρούμε έναν παιδαγωγικά αποδεκτό βαθμό ως βάση, γιατί να μην πάμε στην παλιά-καλή βάση του 10, που είναι στο μέσο, που -ως μέσο- είναι πάντα καλό;». Η «βάση του 10», που ήταν στο πρόγραμμα της ΝΔ και απ’όσα ακούσαμε από την υπουργό πρόκειται να επιβληθεί και πάλι («πάλι», μάλιστα, αλλά οι φύλακες του «επιπέδου» δεν έκαναν έναν κόπο να μας πουν με χειροπιαστά επιχειρήματα πόσο ανέβηκε το «επίπεδο» την προηγούμενη φορά που μπήκε αυτό το πλαφόν) είναι μια μπούρδα, που δικαιολογείται μόνο από τη στρεβλή αίσθηση της κοινής γνώμης ότι όχι μόνο η «αλήθεια βρίσκεται στο μέσο», αλλά και ότι αυτό το «μέσο» καθορίζεται από την αριθμητική. Ήδη, βέβαια, από τα πολύ παλιά χρόνια ο καλός μας μπαρμπα-Αριστοτέλης προειδοποιούσε ότι το μέσο (αυτό που συνδέεται με την αρετή) δεν πρέπει να το ψάχνουμε σύμφωνα με την «αριθμητικήν αναλογίαν», που πάει να πει ότι αν κάνεις δίαιτα τρώγοντας το μισό της πίτσας-γίγας, μην περιμένεις αποτελέσματα. Το αυθαίρετο της επιλογής του 10, λοιπόν, δεν αλλάζει από το γεγονός ότι αυτό βρίσκεται στο μέσο της 20βάθμιας κλίμακας, όσο κι αν αυτό υποκλίνεται στις κοινές πεποιθήσεις. Επιπλέον, αν θεωρήσουμε ότι ο βαθμός μάς δείχνει αν καλύπτουμε κάποια μορφωτικά προαπαιτούμενα (όπως υπονοεί η θεωρία για το πλαφόν) τότε σκοντάφτουμε πάνω στο διαχρονικό πρόβλημα των βαθμολογιών: ότι δύο άνθρωποι με ίδια βαθμολογία δεν σημαίνει πως έχουν τις ίδιες γνώσεις. Εξηγούμαι: Τα 4 θέματα στις Πανελλαδικές έχουν διαφορετικό, ιδιαίτερο, χαρακτήρα. Άλλη πτυχή της κατανόησης της εξεταστέας ύλης εξετάζει το θέμα Α και άλλη το θέμα Γ. Ένας υποψήφιος θα μπορούσε να πάρει «5» απαντώντας πλήρως και ορθά μόνο στο θέμα Α και ένας άλλος μόνο στο θέμα Γ. Ποιος από τους δύο θα θεωρούνταν μορφωτικά επαρκής από τη στιγμή που τα δύο ερωτήματα στοχεύουν υποτίθεται στην ανίχνευση διαφορετικών πτυχών της επάρκειας; Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι αν ανοίξουμε την πόρτα της «επάρκειας» που πρέπει να προφυλαχτεί με κάποιο πλαφόν, τότε οι δυνατότητες είναι απεριόριστες: Γιατί να μην πούμε λοιπόν ότι ο υποψήφιος πρέπει να έχει 10, αλλά να έχει πάρει μονάδες από κάθε θέμα; Γιατί να μην πούμε ότι ο υποψήφιος πρέπει να έχει τουλάχιστον 4 από τις 10 μονάδες του στα θέματα Γ και Δ, που υποτίθεται ότι ανιχνεύουν περισσότερο τη δημιουργική χρήση της γνώσης; Γιατί να μην έχουμε κάπου κρυμμένη μια εντελώς βασική ερώτηση-παγίδα, που όποιος την απαντήσει λαθεμένα να κόβεται, ανεξάρτητα από το τι έκανε με τα υπόλοιπα θέματα; Πάμε παρακάτω τώρα. Μιας και οι εξετάσεις είναι ανεξάρτητες από τη σχολή που στοχεύει ο υποψήφιος, τότε πώς γίνεται το ίδιο πλαφόν να καλύπτει τα μορφωτικά προαπαιτούμενα κάθε σχολής το ίδιο; Δηλαδή, πώς γίνεται το Φιλολογικό να έχει τα ίδια μορφωτικά προαπαιτούμενα στα Αρχαία και τα Λατινικά με τη σχολή Κινηματογράφου; Εάν, λοιπόν, κάποιος από τους υπερασπιστές της «βάσης του 10» έχει όρεξη να μας πουλήσει «σταυροφορία ενάντια στην ισοπέδωση», ας σκεφτεί πρώτα ότι αυτή η ίδια η βάση είναι ισοπεδωτικό μέτρο. Το τελευταίο επιχείρημα, των υποτίθεται καλοπροαίρετων, είναι ότι η εισαγωγή κάποιας μίνιμουμ βάσης ανεβάζει γενικά το «επίπεδο», ότι δηλαδή, στην προσπάθειά τους οι υποψήφιοι να περάσουν πάνω απ’αυτή τη βάση οδηγούνται ψηλότερα απ’ό,τι χωρίς αυτή. Αλήθεια; πού έχει παρατηρηθεί αυτό; σίγουρα όχι στην προηγούμενη εμπειρία εφαρμογής του μέτρου. Κάνω μια παρένθεση εδώ για να πω ότι μου φαίνεται πως όπου εφαρμόζονται «βάσεις» δημιουργούν μια «κουλτούρα βάσης», δηλαδή την αντικατάσταση μιας «ομαλής» κατανομής επιδόσεων από μια συσσώρευση γύρω από τη «βάση».

Για να είμαι ειλικρινής, αν και στο παρελθόν έχω γράψει σ’αυτό εδώ το blog ένα μεγάλο σημείωμα για την καταστροφή που είναι για την Εκπαίδευση η ύπαρξη των βαθμολογιών, μπαίνω σ’αυτή τη συζήτηση μόνο αναγκαστικά. Στην πραγματικότητα, ακόμη κι αν συμφωνούσαμε σε μια -έστω χοντρική- περιγραφή αυτού του φαντάσματος που λέγεται «επίπεδο», πιστεύω ότι δεν υπάρχει καμία εξεταστική, βαθμολογική ή ακόμη και σχολική τεχνική που το ανεβάζει. Η ορμή των ανθρώπων προς τη γνώση και τη μόρφωση δεν θέριεψε ποτέ με βαθμολογικά ή εξεταστικά τρυκ, παρά μόνο σε συμφωνία με μεγάλα κοινωνικά ρεύματα. Όποιος δεν βλέπει ότι η μόρφωση δεν συγκινεί πια, ότι παίρνουν το πάνω χέρι από τη μία οι προλήψεις και η βαρβαρότητα η μασκαρεμένη σε επιστήμη, κι από την άλλη μια αντίληψη για τη μόρφωση που περιορίζεται στο φούσκωμα του φακέλου του βιογραφικού, δεν με πείθει ότι είναι αξιόπιστος και ειλικρινής συνομιλητής.

Εδώ φτάνουμε και στο ζουμί της διαφωνίας: Τα μορφωτικά και εκπαιδευτικά ζητήματα λύνονται κυρίως μέσα στα τέσσερα ντουβάρια του σχολείου ή έξω από αυτά; Η πρώτη αντίληψη είναι αυτή που οδηγεί τελικά στις θεωρίες περί «ποιότητας στην παροχή του εκπαιδευτικού έργου», θεωρίες που κάποτε έβλεπε κανείς μόνο στους λόγους των πολιτευτών της ΝΔ, αλλά τώρα παντού. Η δεύτερη απαιτεί κάτι πολύ δυσκολότερο, μια συνολική κίνηση, την οποία δεν βλέπω προς το παρόν πουθενά γύρω μας. Έτσι, είμαι αναγκασμένος να ομολογήσω ότι τούτο το μικρό σημείωμα γράφεται με όρους ήττας: θεωρώ δοσμένο ότι κάθε αντιδραστική τρέλα στην Εκπαίδευση όχι μόνο θα περάσει, μα θα περάσει και με χειροκροτήματα. Και καταλήγουμε εκεί απ’όπου ξεκινήσαμε, ότι μεγάλο μέρος του σημερινού προβλήματος είναι η μαζική αποδοχή του κυρίαρχου πλαισίου, ακόμη κι από κείνους που μας διαβεβαίωναν μέχρι τώρα ότι σκέφτονται διαφορετικά.

overtest

Παρατήρηση 1. Ο όρος «δαπιτισμός» δεν χρησιμοποιείται εδώ με τη στενή έννοια, δηλαδή την ιδιότητα του μέλους της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ ή την αποδοχή του προγράμματός της, αλλά με τη διευρυμένη, δηλαδή την αποδοχή του πλαισίου αρχών που στην ακραία ή την πιο καθαρή τους μορφή εκφράζονται από την παράταξη αυτή.

Παρατήρηση 2. Σε κάθε περίπτωση αντίστοιχου κοινωνικού πανικού, όπου η μάζα των φωνασκούντων εμφανίζεται έτοιμη να αποδεχθεί την επιβολή μιας «δίκαιης» λύσης από το Κράτος, που φαίνεται να απαντά στις διαμαρτυρίες, είναι χρήσιμο να σκεφτόμαστε το κριτήριο περί δικαιοσύνης εκείνου του παλιού μας κατεργάρη: Όσοι φωνάζουν σήμερα «έξω οι άχρηστοι από τα πανεπιστήμια» θα δεχόταν μια νομοθετική παρέμβαση που σε δοσμένη στιγμή θα εμπόδιζε το δικό τους παιδί; Πολύ αμφιβάλλω.

Παρατήρηση 3. Επειδή ο μεγάλος ντόρος έγινε γύρω από τη χαμηλή βάση εισαγωγής του Μαθηματικού, ας δούμε μια αποκαλυπτική παράμετρο, τον αριθμό των υποψηφίων που είχαν τα τμήματα Μαθηματικών ως πρώτη επιλογή. Από το 2011 στο σήμερα, λοιπόν, ο αριθμός αυτός για το Μαθηματικό Θεσσαλονίκης πήγε από τους 501 στους 344, της Πάτρας από 145 σε 88, των Ιωαννίνων από 110 σε 66, της Σάμου από 62 σε 30, ενώ μόνο στης Αθήνας είχαμε (για προφανείς λόγους) μια μικρή άνοδο από 441 σε 469. Θα περίμενε κανείς να συζητάμε σήμερα το γιατί πέφτει η ζήτηση μιας τόσο «βασικής» σχολής, παρά να λέμε βλακείες για τα παιδιά που πέρασαν σ’αυτή.

Παρατήρηση 4. Η αλήθεια είναι πάντα συγκεκριμένη. Κάθε γεγονός έχει πολλές όψεις. Το να περιπλανιόμαστε σ’αυτές, το να επιλέγουμε εκείνη που βολεύει την άποψή μας ή -κυρίως- να μην εντάσσουμε την εξέτασή μας σε ένα σαφές πλαίσιο, είναι συνταγή αποτυχίας.

κόκκινη σημαία

Πρωτομαγιά σήμερα, και στον απόηχο μιας μιζέριας που τολμά να καμώνεται το κίνημα αντιγράφω εδώ ένα απόσπασμα από την Αργώ του Γιώργου Θεοτοκά. Δεν θέλω να πω τίποτε άλλο, παρά μόνο να προκαλέσω τον ειλικρινή αναγνώστη να σκεφτεί πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσε κάτι σαν κι αυτό που περιγράφει εδώ ο Θεοτοκάς με τη λατρευτή γλώσσα του (εξυπνάδες περί άλλου ιστορικού πλαισίου, και δε συμμαζεύεται, δεν γίνονται δεκτές. Καταλαβαινόμαστε…).

 

«Σχεδόν ασυνείδητα, σερνάμενη ορμητικά από τον ίδιο τον εαυτό της, η αυθόρμητη αυτή διαδήλωση πέρασε από τους ερημικούς και σιωπηλούς δρόμους της Βερανζέρου και του Μάρνη και ξεμπούκαρε, από ένα στενό, στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου. Μα εκεί κοντοστάθηκε,  διστάζοντας, για μία στιγμή, αν έπρεπε να τραβήξει εμπρός ή πίσω. Μια άλλη διαδήλωση ανέβαινε προς την Ομόνοια, αλλά με ύφος πολύ διαφορετικό. Οι άνθρωποι, που την αποτελούσαν, ασφαλώς ήξεραν τι ζητούσαν.

Η νέα αυτή διαδήλωση ήταν σιωπηλή σχεδόν και αργή, μα πιο σφιχτοδεμένη, πιο στερεή στα πόδια της. Τα πρόσωπα των μελών της σφιγμένα, τραχιά, αποφασισμένα, θαρρείς, για το καθετί. Στην πρώτη γραμμή ήταν μερικές γυναίκες ντυμένες οι περισσότερες με μαύρα, νέες ακόμα, αδύνατες, παθιασμένες, κοιτάζοντας ίσια μπροστά με βλέμμα ανέκφραστο, σαν υπνωτισμένες. Ανάμεσά τους ξεχώριζες το Δαμιανό Φραντζή, που βάδιζε σαν αρχηγός, και δίπλα του το Δημητρό Μαθιόπουλο, το φοιτητή από τα Καλάβρυτα. Ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο τους συνόδευε, το ίδιο που είχε κατακτήσει ο λαός, λίγες ώρες πριν, κοντά στην Ομόνοια, και γρήγορα είχε πέσει στα χέρια των κομμουνιστών. Μία κόκκινη σημαία ανέμιζε απάνω τους. Ο Μανώλης Σκυριανός την είδε και ανατρίχιασε.

Η κόκκινη σημαία, μες στο ξεσηκωμένο πλήθος, μέσα στην ατμόσφαιρα της μάχης και στο ακατάπαυστο τουφέκιδι, ανάδινε ξαφνικά μιαν ένταση τρομακτική – σα να τελείωσαν ξαφνικά τα αστεία και τα ψέματα, η αμεριμνησία τον καλοκαθισμένων κοινωνιών, οι θεσμοί, οι καθιερωμένες αξίες, η φρασεολογία της ρουτίνας, και ξυπνούσε, άγρια και ακατάσχετα, κάτω από τον καταγάλανο, ανοιξιάτικο ουρανό, και καταχτούσε μονομιάς, τα πάντα, κάποια ωμη, ακατάβλητη πραγματικότητα, πάντοτε παρούσα και παντού, μα που πάσχιζαν όλοι να ξεχάσουν την ύπαρξή της, και τώρα επιτέλους ερχότανε η ώρα να πει και αυτή το λόγο της, βουβαίνοντας κάθε άλλη φωνή.

– Ζήτω η Επανάσταση!

Ύστερα από την πρώτη στιγμή του δισταγμού, η διαδήλωση των φοιτητών διαλύθηκε μονομιάς. Στη θέα της κόκκινης σημαίας, οι περισσότεροι υποχώρησαν σα να είχανε δει ξαφνικά την καρμανιόλα, στημένη στη μέση του δρόμου. Μα κάμποσοι έτρεξαν να σμίξουν τους κομμουνιστές».

 

mit roter fahne

George Baselitz, “MIT ROTER FAHNE”, 1965

 

 

 

 

Για τα ΝΑΙ και ΟΧΙ στη Συμφωνία των Πρεσπών

Συχνά οι αριστεροί μας αποδίδουν στα λόγια, που φαίνεται να τα αγαπούν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, μαγικές ιδιότητες. Ξεχνούν όμως ότι η πολιτική πραγματικότητα, η «συγκυρία» ας πούμε, αναδεικνύει τα ζητήματα με έναν συγκεκριμένο τρόπο, που αυτός χρωματίζει τις δικές μας διατυπώσεις και όχι το αντίθετο.

Το ζήτημα των ημερών είναι η Συμφωνία των Πρεσπών, μια συμφωνία που κάθε αντι-ιμπεριαλιστής/ρια θα έπρεπε να απορρίπτει, βλέποντάς την ως επιστέγασμα της επιθετικής πολιτικής του ελληνικού κράτους απέναντι στη Δημοκρατία της Μακεδονίας (έχουμε γράψει και παλιότερα σχετικά μ’αυτό). Απέναντι σ’αυτή τη συμφωνία έχουμε αριστερούς που λένε ΝΑΙ και αριστερούς που λένε ΟΧΙ. Οι μεν ισχυρίζονται ότι το ΝΑΙ τους έχει να κάνει με τα στοιχεία συμφιλίωσης και αλληλεγγύης που βλέπουν μέσα στη συμφωνία και όχι με το πλήρες πακέτο της, οι δε μάς λένε ότι το ΟΧΙ τους είναι ένα ΟΧΙ ενάντια στον Ιμπεριαλισμό (κάπου στο γαλαξία της Ανδρομέδας, ίσως, μιας και ελληνικός ιμπεριαλισμός δεν κατονομάζεται πουθενά). Άποψή μου είναι ότι οι προσδιορισμοί αυτοί είναι χωρίς πρακτική σημασία. Απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών ή είναι κανείς με το ΝΑΙ, μαζί με όλους εκείνους που είναι με το ΝΑΙ, ή είναι με το ΟΧΙ, μαζί με όλους εκείνους που είναι με το ΟΧΙ.

Σημαίνουν τα παραπάνω μήπως ότι όταν η πραγματικότητα μάς θέτει τέτοια δίπολα δεν μπορούμε να τοποθετηθούμε; ότι είμαστε καταδικασμένοι να επιλέξουμε μεταξύ δύο κακών;

Γνώμη μου είναι πως το αντίθετο του ιμπεριαλιστικού ΝΑΙ δεν μπορεί να είναι το «διεθνιστικό» ΟΧΙ (δε νομίζω ότι υπάρχει τέτοιο πράγμα), μα η άρνηση της δυνατότητας του ελληνικού κράτους να απαιτεί οποιαδήποτε συμφωνία. Με λίγα λόγια, η απάντηση στο δίπολο ΝΑΙ/ΟΧΙ είναι η αναγνώριση του δικαιώματος του γειτονικού κράτους να έχει όποιο όνομα, όποιον προσδιορισμό, θεωρεί ο λαός του ότι του πρέπει. Χωρίς αυτό, οποιοσδήποτε προσδιορισμός (διεθνιστικό, αντι-ιμπεριαλιστικό κλπ) θα είναι απλά μια γελοία κόκκινη γαρνιτούρα στο μεγαλοιδεατισμό (γιατί δεν είναι τίποτα άλλο η αποδοχή του δικαιώματος του ελληνικού κράτους να έχει λόγο στον προσδιορισμό ενός γειτονικού λαού). Μόνο αυτή η στάση δημιουργεί έδαφος για την αποκάλυψη του ρόλου του ελληνικού κράτους στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, μόνο αυτή ανοίγει δρόμους διεθνιστικής αλληλεγγύης (πιο αναλυτικά, εδώ).

Μπορεί η συζήτηση αυτή να αφορά σε μια αριστερά που βρίσκεται σε ιδεολογικό και υλικό (το πρώτο δεν υπάρχει χωρίς το δεύτερο, παρά μόνο ως κατάλοιπο) εναγκαλισμό με το κράτος; Προφανώς όχι. Άρα, γράφοντας αυτό το μικρό σημείωμα, πραγματικά δεν ξέρω ποιος μπορεί να είναι ο φυσικός του αποδέκτης. Ας μείνουμε εδώ.

mak

Μικρό παριζιάνικο φωτογραφικό

Κυκλοφόρησαν σε πακετάκι οι δύο φωτογραφίες που φαίνονται παρακάτω. Η λεζάντα που τις συνοδεύει είναι, «είναι όλα θέμα προοπτικής». Με λίγα λόγια, «μπορεί να βλέπετε ότι το Παρίσι φλέγεται, αλλά για δείτε μήπως υπερβάλλουν!».

collage1

Επειδή λοιπόν το trend των «κυνηγών hoax» μου τη βιδώνει, κι επειδή πιστεύω ότι οι οπαδοί της «λογικής» αργά ή γρήγορα γίνονται τα τσουτσέκια του αστικού φιλελευθερισμού αρχικά και καθετί αστικού αργότερα, έψαξα λίγο τη φωτογραφία.

Με ένα χάρτη του Παρισιού είδα ότι, για τη συγκεκριμένη γωνία της Αψίδας, η φωτογραφία μπορεί να έχει τραβηχτεί μόνο από την Avenue Foch ή από την Avenue de Friedland. Πράγματι, αναζητώντας φωτογραφίες της Αψίδας από τις δύο αυτές λεωφόρους, είδα ότι πρόκειται για την πρώτη. Φαίνεται καθαρά στην παράθεση (προσοχή στον φωτεινό σηματοδότη, που προοπτικά φαίνεται στην καμάρα, θα μας χρειαστεί σε λίγο).

Avenue foch

Το θέμα, όμως, είναι ότι εάν οι φωτογράφοι που φαίνονται στην πρώτη φωτογραφία στέκονται σ’αυτό το σημείο της Avenue Foch για να τραβήξουν υπ’αυτή τη γωνία την Αψίδα, τότε κάτι πάει στραβά με τα κτήρια από πίσω. Για να δούμε τι μας δείχνει το Street View ότι υπάρχει εκεί (προσοχή στο φωτεινό σηματοδότη, τον έχω σημειώσει με κόκκινο κύκλο για να έχουμε μια αίσθηση του χώρου).

panorama

Αν λοιπόν, μεταξύ άνοιξης/καλοκαιριού (του Street View) και του τωρινού χειμώνα, δεν φύτρωσαν εκεί κτήρια του προ-προηγούμενου αιώνα, οι φωτογραφίες, που μας παρατίθενται ως πακέτο, δεν σχετίζονται. Άρα το Παρίσι φλέγεται όπως βλέπουμε στα πολλά βίντεο των ημερών και όπως μας λένε οι φίλοι/ες μας. Οι «κυνηγοί hoax» ας βγάλουν αλλού το μεροκάματο.

 

Previous Older Entries Next Newer Entries