Τιτιβίσματα εθνικοφροσύνης

Όταν η κυρία Νίκη Τζαβέλα, πρώην ευρωβουλευτής στέλεχος της ΝΔ, αποφασίζει να τουιτάρει, πάντα κάτι ενδιαφέρον έχει να πει (θυμήσου τις απίστευτα ειλικρινείς δηλώσεις της για την εθνική ομογενοποίηση δια του ξύλου). Το σημερινό της χτύπημα ήταν (με αφορμή κάποια συζήτηση για τα Δεκεμβριανά) η δήλωση πως πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη σε κείνους που νίκησαν τους κομμουνιστές τότε, ΟΠΟΙΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟΙ.

Πολλοί φίλοι και φίλες θεώρησαν τη δήλωση αυτή ακραία. Αναρωτήθηκαν εάν η ΝΔ μπορεί να στηρίξει επίσημα τις θέσεις της.

Το πραγματικό ερώτημα είναι, γιατί όχι; Η κυρία Τζαβέλα απλά επανέλαβε την ιδρυτική θέση του σύγχρονου ελληνικού κράτους (το οποίο στήνεται στη δεκαετία μεταξύ ’45 και ’55 χοντρικά ως μαντρόσκυλο του ΝΑΤΟ στην περιοχή, και που η ιδεολογική του υπόσταση υπήρξε ο Αντικομμουνισμός). Εξ’όσων γνωρίζουμε, το ελληνικό κράτος ποτέ δεν αναθεώρησε τις ιδρυτικές του πράξεις, άρα αν σήμερα, με αφορμή το Τζαβέλειο τουιτάρισμα πρέπει κάτι να μας προβληματίσει, αυτό σίγουρα δεν είναι το εάν η ΝΔ (αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα του «συνταγματικού τόξου») συμφωνούν μ’αυτό.

Παρακάτω παραθέτω μερικά ντοκουμέντα που μπορεί κανείς να βρει στην εξαιρετική εργασία του Τάσου Κωστόπουλου «η αυτολογοκριμένη μνήμη» (εκδόσεις «Φιλίστωρ», 2005), που τη συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Το πρώτο είναι από αγόρευση του βουλευτή Αλ. Δημάκη το 1951:

«Εάν δεν υπήρχαν αυτά (τα Τάγματα Ασφαλείας), δεν θα υπήρχε Ελλάς, κύριοι. Είναι γνωστόν σε όλους ότι εις τα Τάγματα αυτά στηρίζεται η σωτηρία της Ελλάδος»

Το πιάσαμε; Ωραία. Πάμε παρακάτω, σε αγόρευση του βουλευτή Θ. Τουρκοβασίλη το 1947:

«Ο στρατός αυτός των λεγομένων Ταγμάτων Ασφαλείας απετέλει την μόνην Εθνικήν Αντίστασιν κατά των κομμουνιστών … (στα ΤΑ) οφείλομεν το γεγονός ότι η Ελλάς δεν υπέκυψεν εις κομμουνιστικήν επικράτησιν»

Όλοι αυτοί οι σωτήρες του έθνους έπρεπε, για να ξαναπροσφέρουν τις υπηρεσίες τους, να τη βγάλουν καθαρή από τα δικαστήρια της Απελευθέρωσης. Ήταν ο υπουργός Θεμ. Τσάτσος που πρόσφερε τη θεωρητική κάλυψη γι’αυτό, το 1945:

«Από διεθνούς απόψεως, ο σχηματισμός των ταγμάτων ασφαλείας απετέλει ενίσχυσιν της γερμανικής δυνάμεως. Από ελληνικής όμως απόψεως, επειδή υφίστατο εσωτερικός κίνδυνος, ο οποίος έδει να εξουδετερωθεί, νομίζω ότι οι δημιουργήσαντες τα τάγματα ασφαλείας δεν ενεφορούντο από προδοτικήν διάθεσιν».

Για τη μαζική διάσταση των αθωώσεων των συνεργατών των Ναζί, χαρακτηριστικό είναι το διάβημα του Κομ. Πυρομάγλου, υπαρχηγού του ηπειρωτικού ΕΔΕΣ προς τον αντιβασιλιά, το 1945:

«Η ελληνική ιστορία δεν αναφέρει μέχρι σήμερον πουθενά τοιάυτην ηθικήν κατάπτωσιν του επισήμου κράτους και εις τας πλέον μελανάς του στιγμάς. Η επιβράβευσις της προδοσίας αποτελεί ύβριν προς εκείνους οι οποίοι επολέμησαν εις τα βουνά της Ελλάδος, εις τας αφρικανικάς ερήμους, εις τα διάφορα μέτωπα, εις τας Θάλασσας και εις τον αέρα και σήμερον παρίστανται σιωπηλοί και ταπεινωμένοι μάρτυρες των ηθικών και υλικών αμοιβών τας οποίας τόσον αφειδώς παραχώρει το κράτος εις εκείνους οι οποίοι συνετάχθησαν με τον εχθρόν της πατρίδος και επολέμησαν εναντίον Ελλήνων και συμμάχων».

Για περισσότερα, αναζητήστε το βιβλίο του Τ. Κωστόπουλου. Στην εργασία του φαίνεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι οι παραπάνω στάσεις όχι μόνο δεν ήταν προσωπικές ή μεμονωμένες, αλλά ο πυρήνας της κρατικής σύστασης. Γιατί, λοιπόν, να ανησυχεί η κυρία Τζαβέλα;

Αντί επιλόγου, μια φωτογραφία από το Παρίσι, όπου χθες 1/12/2018 κάποιος έγραψε στην Αψίδα του Θριάμβου την απάντηση στην κυρία Τζαβέλα και τους ομοίους της στο «συνταγματικό τόξο».

Paris11218

Μια μαύρη κινητοποίηση κι εμείς

Στις 29 του Νοέμβρη 2018, μια ημερομηνία που θα πρέπει να θυμόμαστε, είχαμε την κορύφωση της πρώτης απόπειρας πανελλαδικής εθνικιστικής κινητοποίησης, και μάλιστα με κέντρο τα σχολεία.

katalipsifa01.jpg

Παρακάτω, εκθέτω μερικές σκέψεις για το θέμα αυτό

ΜΕΡΟΣ Α’. Η μεγάλη εικόνα.

Οι φασίστες ηττήθηκαν

Κι αυτό είναι το πρώτο που πρέπει να ειπωθεί. Η κινητοποίηση τελικά δεν έπιασε τους δηλωμένους στόχους της, για την ακρίβεια απείχε πάρα πολύ απ’αυτούς. Ούτε τα ψέματα για τον αριθμό των σχολείων που έκλεισαν ή το πλήθος που διαδήλωσε, ούτε τα στημένα επεισόδια του στυλ «αναρχικοί απειλούν τα παιδιά μας» δεν μπόρεσαν να αλλάξουν τη γενική εικόνα μιας περιορισμένης κινητοποίησης.

Θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;

Διατυπώνεται από ορισμένους στα σοβαρά ότι «η δημοκρατία έχει βαθιές ρίζες στην Ελλάδα», άρα οι φασίστες ποτέ δεν θα μπορέσουν να ανοιχτούν στην κοινωνία με αξιώσεις. Αυτό, μας λένε, έκανε και τα παιδιά να τους γυρίσουν την πλάτη. Η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκε πολλή δουλειά για να ανατραπεί η φασιστική κινητοποίηση. Την επιτυχία αυτή δεν τη χρωστάμε γενικά «στα αντιφασιστικά αντανακλαστικά του λαού μας», μα σε κείνους τους μαθητές και τις μαθήτριες που έβαλαν φρένο στα σχέδια των φασιστών μέσα στα ίδια τα σχολεία τους, εκείνους τους εκπαιδευτικούς που ενάντια στις απειλές παρακράτους και κράτους έπραξαν το αυτονόητο και αποκάλυψαν την ουσία της φασιστικής εκστρατείας, εκείνο το κομμάτι της κοινωνίας που είχε τα πολιτικά αντανακλαστικά να καταλάβει ποιο ήταν το πραγματικό επίδικο των ημερών. Ας μου επιτραπεί η υποσημείωση ότι και τα οργανωμένα μέλη των αριστερών συλλογικοτήτων λειτούργησαν περισσότερο ενστικτώδικα, μέσα στους κόλπους αυτής της αντιφασιστικής δύναμης που δημιουργήθηκε από την περίσταση.

antifaschool02.jpg

Όμως, η εθνικιστική κινητοποίηση ήταν μια γενική πρόβα

Αν και μπορούμε να μιλάμε για ήττα των φασιστικών σχεδιασμών, σίγουρα δεν πρόκειται για συντριβή. Κάποια σχολεία έκλεισαν, κάποια παιδιά κατέβηκαν στο δρόμο, κάποια παιδιά ανταποκρίθηκαν δηλαδή στο φασιστικό κάλεσμα (αρκετές καταλήψεις συνεχίζονται ακόμη και σήμερα). Ακόμη, κάποια παιδιά εξοικειώθηκαν με την εικόνα των ναζιστικών χαιρετισμών, τα συνθήματα για κατάληψη εδαφών γειτονικών χωρών και για «Σκοπιανούς», που «δεν θα γίνουν Έλληνες ποτέ», εξοικειώθηκαν με την ιδέα ότι λογική κατάληξη της κινητοποίησής τους μπορεί να είναι μια επίθεση σε πρόσφυγες, σε κάποια κατάληψη αναρχικών, στα γραφεία αριστερών οργανώσεων. Είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζουμε μια τέτοια κινητοποίηση, και αυτό από μόνο του είναι ένα ποιοτικό άλμα σε σχέση με ό,τι έχουμε συνηθίσει μέχρι σήμερα. Όπως είχα γράψει και στην περίπτωση του «πραξικοπήματος της πλάκας» πριν από μερικούς μήνες, είναι ζωτικό στοιχείο της φασιστικής τακτικής το να κερδίζει χώρο, το να νομιμοποιεί την παρουσία και τις προτάσεις των φασιστών, ακόμη κι αν αποτυγχάνει να συνεπάρει μεγάλες μάζες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι φασίστες και όσοι βρίσκονται πίσω απ’αυτούς χρησιμοποίησαν αυτή την κινητοποίηση για να μετρήσουν τις δυνάμεις τους. Κι εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι στις δικές τους δυνάμεις προστέθηκαν πρόθυμα μηχανισμοί του κράτους, πολιτικά κόμματα, συνδικαλιστικές παρατάξεις, δημόσιες περσόνες κλπ.

Οφείλουμε να εξετάσουμε κάθε πτυχή των ημερών που πέρασαν

Όσο οι φασίστες προετοιμάζουν την επόμενη κίνησή τους (γιατί είναι βέβαιο πως αυτό συμβαίνει), δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να μένουμε ήσυχοι. Απόψεις ηλίθιας αισιοδοξίας του τύπου «αποδείξαμε πως κάθε φορά που θα εμφανίζονται, θα βρίσκουν πολλαπλάσιους/ες απέναντί τους» πρέπει να αντιμετωπιστούν σαν αυτό που είναι: κουτόχορτο. Το αντιφασιστικό δίκτυο απέχει πολύ απ’το να χαρακτηριστεί συμπαγές ή οργανωμένο και στο εσωτερικό του κυκλοφορούν οι πιο ετερόκλητες απόψεις. Ένα θετικό στοιχείο για τον απολογισμό που πρέπει να γίνει (και πρέπει να ριχτεί φως σε κάθε πτυχή αυτών των τελευταίων ημερών) είναι ότι πλέον μιλάμε πάνω σε μια συγκεκριμένη πανελλαδική εμπειρία. Εάν αυτή η συζήτηση δεν ανοιχτεί τώρα μαζικά, με όρους συγκρότησης αντιφασιστικού ρεύματος, ας περιμένουμε το επόμενο μίζερο κάλεσμα για κάποιο συντονισμό ή ας αφήσουμε όλη αυτή την ορμή να εκφυλιστεί σε εκδηλώσεις των οργανώσεων, όπου βέβαια η εμπειρία θα σφυρηλατηθεί ώστε να ταιριάξει με τις ιδιαίτερες αντιλήψεις της καθεμιάς.

Ο πλούτος των απόψεων δεν είναι πάντα δύναμη

Αυτό που συζητάμε ετούτη τη στιγμή δεν είναι φυσικά η προθυμία με την οποία κινητοποιήθηκαν αγωνιστές και αγωνίστριες απ’όλο το φάσμα της Αριστεράς. Αυτό είναι δοσμένο, το είδαμε να συμβαίνει και προφανώς είναι κάτι που μας ενώνει. Η αποτελεσματικότητα όμως του αγώνα, η δυνατότητα να κερδίσουμε μαζικά κομμάτια των καταπιεσμένων σ’αυτόν, δεν θα κριθεί μόνο στην καλή μας διάθεση, αλλά και στην πολιτική γραμμή. Άποψή μου: σε μια γραμμή που απέναντι στη φασιστική επίθεση θα στήσει τείχος που δεν θα έχει ούτε ένα από τα συστατικά του υπάρχοντος, είτε σε επίπεδο πολιτικών εκπροσώπων είτε σε επίπεδο ιδεολογίας.

Στις επόμενες γραμμές θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω τα σημεία της διαφωνίας μου με κομμάτια των αντιλήψεων που αναπτύχθηκαν στον αντιφασιστικό κόσμο. Προφανώς, θα μείνω σε κείνα τα στοιχεία που είχαν τη δυνατότητα κάποιας συγκροτημένης παρέμβασης.

Ας τα πάρουμε ένα-ένα:

Καμία συμφιλίωση με τις εθνικιστικές κινητοποιήσεις.

Η κινητοποίηση της 29/11 δεν ήταν ούτε «δίκαιη», ούτε «καπελώθηκε από τους φασίστες, επειδή η αριστερά της γύρισε την πλάτη». Ήταν μια εθνικιστική κινητοποίηση στο δημόσια δηλωμένο περιεχόμενό της, δηλαδή την απαίτηση ακόμη μεγαλύτερου νταβατζιλικιού του ελληνικού κράτους στα Βαλκάνια, φασιστική στο περιεχόμενο που αναδύθηκε απ’αυτή (είπαμε και παραπάνω για τα συνθήματα που τελικά κυριάρχησαν), και φυσικά οργανωμένη από τα διάφορα φασιστικά δίκτυα (που δεν περιορίζονται στις φασιστικές ομάδες). Αντιλήψεις που εκφράστηκαν για μία ακόμη φορά στο εσωτερικό της Αριστεράς περί «έκφρασης της δίκαιης οργής του λαού», περί του «να μην χαρίσουμε την κινητοποίηση στους φασίστες» και δε συμμαζεύεται, είναι καλέσματα εθνικιστικής κατρακύλας και παράλυσης μπροστά στο φασισμό.

katalipsifa02.jpg

Το θέμα δεν ήταν η κατάληψη!

Δυο αντιδιαμετρικές, μα βασικά συγγενικές, απόψεις εκδηλώθηκαν μέσα στους αντιφασίστες και τις αντιφασίστριες, που αξίζει να σχολιαστούν. Η μία μάς δήλωνε πως οι καταλήψεις αυτές, συγκινώντας με το περιεχόμενό τους την «κοινή γνώμη», θα την αναγκάσουν να αποδεχτεί και τη μορφή τους. Με λίγα λόγια, ότι οι εθνικιστικές κινητοποιήσεις θα δώσουν γαλανόλευκα πιστοποιητικά νομιμότητας στη συγκεκριμένη μορφή πάλης. Η άλλη, αναδείκνυε ως κεντρικό ζήτημα την υπεράσπιση αυτής της μορφής πάλης: «να μην την οικειοποιηθούν οι φασίστες». Πρόκειται για απόψεις που δεν αντέχουν στο φως της ιστορικής εμπειρίας. Ούτε οι φασίστες είχαν ποτέ πρόβλημα να οικειοποιηθούν μορφές πάλης του κινήματος των καταπιεσμένων, ούτε η «κοινή γνώμη», η ανθρώπινη σκόνη, μπερδεύτηκε ποτέ εάν το περιεχόμενο ήταν «το σωστό». Ο τσακισμένος μικροαστός που κλαψουρίζει για τις πορείες στο κέντρο της πόλης μπορεί πολύ καλά να χειροκροτά ένα συλλαλητήριο «για τα εθνικά θέματα», ο «νοικοκύρης», που στο πέταγμα φυλλαδίων βλέπει με αηδία τη «βία», δεν διστάζει να αποθεώσει έναν εθνικιστή που ανοίγει πυρ στο έδαφος μιας γειτονικής χώρας. Ο ίδιος άνθρωπος που τη μία μέρα μπορεί να αγανακτήσει για την εκδίωξη ενός κυβερνητικού στελέχους από μια μαζική εκδήλωση, αύριο μπορεί να χειροκροτά την επίθεση φασιστοειδών σε μια διαμαρτυρία προσφύγων σε κάποια πλατεία. Ας αναρωτηθούμε: επηρέασαν, έστω και στο ελάχιστο, οι καταλήψεις σχολείων από γονείς εναντίον των προσφυγόπουλων το μέσο πάλης «κατάληψη»; Του έδωσαν ή του πήραν πόντους νομιμοποίησης; Σε τελική ανάλυση, αυτή είναι η αντίληψή μας για τη συγκρότηση της συνείδησης του κόσμου μας;

«Λεφτά για την παιδεία»;

Κοντά σ’αυτές τις προσεγγίσεις, όμως σε πραγματικά κυρίαρχο βαθμό, αναπτύχθηκε μια χοντροκομμένη «κλασσικά αριστερή» αντίληψη: εάν απευθυνθούμε στη νεολαία στη βάση των «πραγματικών» της προβλημάτων, τότε γκρεμίζεται η φασιστική επιρροή. Έτσι, αν ρίξουμε το σύνθημα «λεφτά για την παιδεία», αν μιλήσουμε για την υποχρηματοδότηση των σχολείων και την ανεργία που τσακίζει τη νεολαία, τότε ο εθνικιστικός λόγος αποδυναμώνεται. Βγαλμένη από κουτάκια εγχειριδίου αυτή η αντίληψη, βλέπει το «υλικό» αίτημα να διαμορφώνει αυτόματα ταξική συνείδηση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος. Στο μυαλό του νεολαίου που φωνάζει «στα όπλα, να πάρουμε τα Σκόπια», ο δρόμος για μια αξιοπρεπή εκπαίδευση, για δουλειά, για ζωή, περνάει μέσα από τον εθνικό τσαμπουκά. Με τον ίδιο τρόπο, ένας -ας πούμε «εθνικά» ευαίσθητος- άνθρωπος θα μπορούσε να σκέφτεται «πώς μπορώ να μιλάω για σχολεία/νοσοκομεία την ώρα που μας παίρνουν τη Μακεδονία μας;». Αν λοιπόν, η φανταστική αυτή αντιπαράθεση «λεφτά για την παιδεία, όχι για εξοπλισμούς» μπορεί να λειτουργεί προπαγανδιστικά σε ομαλές περιόδους, χάνει τη δύναμή της σε περιόδους εθνικιστικής έξαρσης. Αν, λοιπόν, θέλουμε να χτυπήσουμε την ανάπτυξη του εθνικισμού είναι επιτακτικό να αποκαλυφθεί η ουσία του: με τι συντάσσεσαι; Με την επιθετικότητα της ελληνικής μπουρζουαζίας, με το ελληνικό κράτος ως τοπάρχη και μαντρόσκυλο του ΝΑΤΟ στην ευρύτερη περιοχή, με τους «άξονες» με τα καθεστώτα Αιγύπτου και Ισραήλ, με το θανατηφόρο ανταγωνισμό για τα πετρέλαια, με τα ιπτάμενα ραντάρ και τα βομβαρδιστικά που σαρώνουν ολόκληρη αυτή τη γειτονιά του πλανήτη και σηκώνονται από το «αιώνια αμυνόμενο» έδαφος της Ελλάδας, με τα τάγματα εφόδου, το παπαδαριό, τους ρατσιστές, μια αστυνομία που δολοφονεί εν ψυχρώ νεολαίους; Κανένας εθνικισμός δεν πρόκειται να ηττηθεί εάν δεν αποκαλύφθεί στη νεολαία το μεγάλο ψέμα ότι ο πόλεμος που της ετοιμάζουν θα είναι για το δίκιο, ότι η «δική της χώρα» είναι αμυνόμενη, ότι της ανήκουν δικαιωματικά όχι μόνο τα εδάφη που σήμερα απλώνεται μα και άλλα διπλά και τριπλά. Με λίγα λόγια, κανένας εθνικισμός δεν θα ηττηθεί αν δεν σπάσει η αποδοχή του πολιτικού προγράμματος της μπουρζουαζίας, πυρήνας του οποίου είναι η ιδέα του «έθνους».

Τα παιδιά δεν είναι «αθώα»

Αν κάτι πραγματικά εξαπλώθηκε μέσα στο αντιφασιστικό κίνημα των τελευταίων ημερών, αυτό είναι η παράλογη, μα συναισθηματικά βολική, ιδέα ότι ο φασισμός έρχεται στη νεολαία «εξωτερικά». Φυσικά, αν μ’αυτό εννοούμε ότι ο φασισμός είναι μια πρακτική που ιστορικά καλλιεργήθηκε από τα πάνω, τότε δεν θα διαφωνήσουμε ιδιαίτερα. Το πρόβλημα όμως είναι όταν αυτό επικεντρώνεται ειδικά στα παιδιά, αντανακλώντας -ας μου επιτραπεί- είτε την εικόνα της Καινής Διαθήκης για την αγνότητα των παιδιών, είτε τα διηγήματα ευαίσθητων αστών, την εποχή που η τάξη τους ανακάλυπτε την ιδέα της παιδικότητας. Ο φασισμός δεν έχει ηλικιακό «κόφτη», δεν υπάρχει τίποτα στην κατηγορία «νεολαία» που να είναι θωρακισμένο απέναντί του, το μικρόβιο της κοινωνικής μνησικακίας, απαραίτητο συστατικό της εξάπλωσης του φασισμού, μολύνει τη νεολαία όπως και τους μεγαλύτερους. Επίσης, είναι εξαιρετικά υποκριτικό να αποδεχόμαστε την πολιτική ωριμότητα των νέων σαν ριζοσπαστικοποιούνται ενάντια στο σύστημα, αλλά να την αρνούμαστε όταν το εκκρεμές κινείται προς τα δεξιά. Ακόμη περισσότερο, η δράση των κοινωνικών υποκειμένων που κάθε φορά συγκροτούνται έχει υποκειμενικές προθέσεις και αντικειμενικά αποτελέσματα, που είναι στοιχεία διακριτά. Μπορούμε να παρέμβουμε στον υποκειμενισμό τους προσπαθώντας να αναδείξουμε τα αναμενόμενα αντικειμενικά αποτελέσματα της δράσης τους, μα είναι πολιτικά ηλίθιο να τον αρνούμαστε. Έτσι, η παρέμβαση σε μια νεολαία που φωνάζει «να πάρουμε τη μικρασία» δεν μπορεί να είναι «είστε παραπλανημένοι». Η αντίληψη αυτή καταλήγει να μηρυκάζει και να ξερνά αντεστραμμένη την αστική θεωρία της «υποκίνησης». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εθνικιστική κινητοποίηση οργανώθηκε από τις δυνάμεις του φασισμού. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το εθνικιστικό ρεύμα δεν υπάρχει σήμερα στη νεολαία, δεν σημαίνει ότι μπορεί ο οποιοσδήποτε να εισβάλλει στα σχολεία και να «υποκινήσει» ό,τι θέλει και όποτε θέλει. Η παραδοχή ότι σήμερα μεγαλώνει στη νεολαία, δηλαδή σε κείνα τα κορμιά που πρώτα θα λιώσουν στις μηχανές του πολέμου, η ιδεολογία που φέρνει τον πόλεμο, είναι όρος απαράβατος για μια αποτελεσματική παρέμβασή μας. Ας αφήσουμε την ηλικιακή μεταφυσική για κάτι αξιοθρήνητες αστικές κοινοτοπίες του στυλ «στα 20 επαναστάτης, στα 40 γιάπης».

katalipsifa03.jpg

ΜΕΡΟΣ Β’. Λίγα λόγια ειδικά για τα σχολεία και τους εκπαιδευτικούς.

Πρώτο

Στη διάρκεια αυτών των ημερών αναπτύχθηκε μια φλυαρία περί «εκπαιδευτικών που δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους». Ακούσαμε ότι οι εκπαιδευτικοί (άραγε ειδικά οι εκπαιδευτικοί;) έχουν καθίσει στα αυγά τους, ότι δεν μιλούν στα παιδιά, ότι η ανεπάρκειά τους δίνει έδαφος στην ανάπτυξη των φασιστικών αντιλήψεων. Τέτοιες αντιλήψεις, που αποκρύπτουν την ταξική και ιδεολογική διαπάλη στην Εκπαίδευση και τη μετατρέπουν σε φλυαρία περί «ποιότητας παρεχόμενης εκπαίδευσης» είναι το κατάλληλο χαλί (όχι κόκκινο!) στο οποίο βαδίζουν τα σχέδια του ΟΟΣΑ (και των ντόπιων υπηρετών του) για την Αξιολόγηση-Χειραγώγηση των εκπαιδευτικών, διαδικασία που θα βάλει οριστική ταφόπλακα στη δυνατότητα των εκπαιδευτικών να έχουν οποιαδήποτε ουσιαστική επικοινωνία με τα παιδιά. Η θεώρηση της Εκπαίδευσης ως εντοπισμένης στο Δάσκαλο και όχι στο Εκπαιδευτικό Σύστημα – κομμάτι του καπιταλιστικού συστήματος, είναι απλά βούτυρο στο ψωμί του τελευταίου. Τέλος, μια συλλογιστική που βλέπει την ανάπτυξη του φασισμού στα σχολεία ως πρόβλημα «σχολικό», είναι παιδαριώδης και καταδικασμένη από την αρχή. Μπορεί ο φασισμός να εκδηλώνεται στα σχολεία με τις πολλές ιδιαιτερότητες του χώρου αυτού, μα η ανάπτυξή του δεν οφείλεται σ’αυτές.

Δεύτερο

Οι εκπαιδευτικοί δεν είναι όλοι/ες ίδιοι. Ο χώρος της Εκπαίδευσης είναι χώρος εξαιρετικά άγριας ιδεολογικής αντιπαράθεσης κι αυτό αντανακλάται και στη στάση των εργαζομένων σ’αυτή. Το ότι η Εκπαίδευση έχει μόνο «μορφωτικά» χαρακτηριστικά, ιδεολογικά και ταξικά ουδέτερα, είναι παραμύθι ταιριαστό για φλυαρίες, για τα σεμινάρια των συμβούλων και εκδηλώσεις του τύπου TED. Πώς μπορεί να απαιτεί κανείς από τους εκπαιδευτικούς γενικά την ανάπτυξη μιας ουσιαστικής ιστορικής γνώσης, αναγκαστικά απέναντι στον εθνικισμό, όταν διαβάζει πχ στην ανακοίνωση της ΔΑΚΕ (της μεγαλύτερης σήμερα συνδικαλιστικής παράταξης στην Εκπαίδευση) λόγια που ταυτίζονται με τις προτιμήσεις του υπαρχηγού της ΧΑ, λόγια που κανακεύουν τον εθνικισμό; (ας σημειωθεί εδώ με την ευκαιρία ότι σε Α’βαθμια σωματεία των εκπαιδευτικών, αλλά και στις ομοσπονδίες, οι ΣυνΕΚ καλύπτουν την ακροδεξιά κατρακύλα της ΔΑΚΕ για χάρη της ιερής τους συμμαχίας. Αυτό εξηγεί εν μέρει το γιατί τα σωματεία είναι παραλυμένα απέναντι σε κραυγαλέες περιπτώσεις φασιστών εκπαιδευτικών).

Τρίτο

Δεν είναι η Εκπαίδευση αυτή που θα νικήσει το φασισμό. Η πρόταση αυτή δεν είναι άλλοθι αδράνειας και σιωπής για τους εργαζόμενους στην Εκπαίδευση, οι οποίοι οφείλουν να πάρουν σαφή θέση στον αντιφασιστικό αγώνα. Ο φασισμός, όμως, θα ηττηθεί συνολικά, θα ηττηθεί από μια άλλη κοινωνική κατάσταση και όχι από την υπεράσπιση της υπάρχουσας (η υπάρχουσα τον γεννά). Έτσι, το να αναθέτουμε σε ένα μηχανισμό του υπάρχοντος το καθήκον της ίδια του της ανατροπής είναι ή ηλιθιότητα ή πολιτική νωθρότητα. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι ο εκπαιδευτικός, ανεξάρτητα από την πολιτική του δράση, ως Δάσκαλος είναι ένας ρεφορμιστής, με τα όρια που αυτό συνεπάγεται. Αντιφασιστική δράση με τους όρους που το μαχητικό αντιφασιστικό κίνημα την αντιλαμβάνεται δεν μπορεί να υπάρξει μέσα στην αίθουσα γιατί τότε ο εκπαιδευτικός θα αρνούνταν τον εαυτό του, θα αρνούνταν την ίδια τη φύση του καθημερινού παιδαγωγικού αγώνα μπροστά στο μαυροπίνακα.

Τέταρτο

Δεν έλειψαν εκείνες οι φωνές που εμπιστεύτηκαν μέρος του αντιφασιστικό αγώνα στους διοικητικούς μηχανισμούς του κράτους. Ακούσαμε ότι οι εθνικιστές εκπαιδευτικοί πρέπει να εντοπιστούν, να καταγγελθούν στις διευθύνσεις, ακόμη και να απολυθούν. Τι αφέλεια! Το τι θα πράξουν οι εργαζόμενοι στην Εκπαίδευση μέσα στα σωματεία τους, το πώς θα ανακόψουν και θα τσακίσουν τη φασιστική παρέμβαση σ’αυτά, το πώς θα αντιμετωπίσει το ίδιο το εργατικό κίνημα τη μολυσματική δράση εθνικιστών εκπαιδευτικών, δεν μπορεί να μετατρέπεται σε θέμα της διοίκησης. Οι φωνές για διοικητικά μέτρα εναντίον εκπαιδευτικών ή μαθητών που εκφράζουν φιλοφασιστικές απόψεις (ή τις ανέχονται), είναι καταδικασμένες να πνιγούν σύντομα στα πραγματικά διοικητικά μέτρα που το κράτος θα πάρει εναντίον αυτών των ίδιων. Ας προσέχουμε τι ζητάμε και από ποιον.

ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ

Ο φασισμός δε νικιέται παρά μόνο στο όνομα μιας ολοκληρωτικά αντίπαλης πρότασης. Αυτή είναι που θα πυκνώσει τις αντιφασιστικές γραμμές, που θα χτίσει τη βεβαιότητα ότι στεκόμαστε στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος. Κλείνουν αυτές τις μέρες 10 ολόκληρα χρόνια από την τομή του Δεκέμβρη και, όπως και τότε έτσι και στα χρόνια που ακολούθησαν η Αριστερά έδειξε να μην μπορεί να καταλάβει τίποτα. Σε μια δεκαετία που ολόκληρος ο καπιταλιστικός κόσμος, από την οικονομία μέχρι την πολιτική εκπροσώπηση χρεοκόπησε, η Αριστερά δεν άνοιξε ούτε στο ελάχιστο το χώρο σε έναν άλλο δρόμο, σε μια συνολικά αντίπαλη πρόταση και πράξη. Η απαισιοδοξία μου λοιπόν δεν έχει να κάνει με την απουσία έντιμων αντιφασιστών (με την ευκαιρία, δεν μπορώ να μην χαιρετήσω τους συντρόφους και τις συντρόφισσες μας των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων – Συσπειρώσεων – Κινήσεων, που στάθηκαν στην πρώτη γραμμή της μάχης) μα με τη βεβαιότητα ότι η τύχη του αντιφασιστικού αγώνα είναι δεμένη με τη συγκρότηση μιας πραγματικά επαναστατικής αριστεράς. Δεν μπορώ να πω κάτι άλλο πάνω σ’αυτό, αλλά -με την εξαίρεση κάποιων θλιβερών ονειρώξεων αυτοαναφορικής ανάπτυξης ορισμένων οργανώσεων- δεν βλέπω και μεγάλη κινητικότητα προς το καθήκον αυτό.

antifaschool

 

 

 

Ένα κείμενο του 2011

Με τη συζήτηση για τη διείσδυση των ναζί στα σχολεία να έχει ανάψει, και για μια ακόμη φορά να παίρνει όσο το δυνατό πιο λάθος δρόμο, αναδημοσιεύω εδώ ένα κείμενο που είχα γράψει στις αρχές του 2011 και αποφάσισα να δημοσιεύσω με ψευδώνυμο το Μάη του ίδιου έτους στη σελίδα «Παραλληλογράφος» με τη βοήθεια μιας καλής φίλης, συντάκτριας στη σελίδα.

Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, προφανώς. Κι όταν λέμε «προς το χειρότερο» εννοούμε αίμα. Σε κάθε περίπτωση, κάποιες από τις παρατηρήσεις που ανέπτυσσα τότε, μπορεί να είναι χρήσιμες και σήμερα, αρκεί να κρίνονται με δεδομένο το χρόνο που διατυπώθηκαν.

 

Παρατηρήσεις για την ανάπτυξη του ναζισμού στα σχολεία

Posted on 22 Μαΐου, 2011 11:59 μμ

 Το φαινόμενο της ανόδου του ναζισμού σίγουρα δεν θα αντιμετωπιστεί με υστερίες. Δεν θέλω να προσθέσω ένα ακόμη τέτοιο κείμενο στη λίστα των όψιμα ανησυχούντων. Για καιρό μέσα στην Αριστερά κυριαρχούσαν λανθασμένες και επιπόλαιες απόψεις για το ζήτημα. Δεν έχει νόημα να τις αναφέρουμε εδώ, εκείνο όμως που μπορούμε να πούμε είναι ότι κάθε μια με τον τρόπο της συνέτεινε στην υποβάθμιση του κινδύνου και στην αναβολή της συστηματικής αντιφασιστικής πάλης.

Σήμερα που φαίνεται ότι τα πράγματα αλλάζουν -λέω φαίνεται καθώς η ανικανότητα της Αριστεράς δεν σταματά να με εκπλήσσει- καταθέτω αυτό το κείμενο στο διάλογο που ανοίγει.

Σημειώνω από την αρχή ότι τα όσα θα αναφέρω παρακάτω αποτελούν παραμέτρους μόνο του όλου ζητήματος. Δεν διεκδικώ ούτε το μονοπώλιο στην άποψη ούτε την άποψη επί παντός επιστητού.

Το επάγγελμά μου, δίνει σε όσους έχουν ανοιχτά μάτια και αυτιά το σπάνιο προνόμιο να είναι σε συνεχή επαφή με τον παλμό της νεολαίας, με τις ανησυχίες της και τις δυναμικές της. Αυτή η νεολαία σήμερα αποτελεί γονιμότατο έδαφος στο οποίο ήδη καλλιεργείται ο ναζισμός.

Για μεγάλο διάστημα, η εικόνα του μαθητή που προσέγγιζει τις ναζιστικές συμμορίες ήταν μονότονα στερεότυπη. Περιθωριοποιημένα στοιχεία χωρίς επαφή ή διάθεση επαφής με τα υπόλοιπα παιδιά, χαμηλών προσδοκιών και με τάση προς το χουλιγκανισμό. Όσο δυσάρεστη και να ήταν η εικόνα αυτή, ήταν μια κατάσταση από τη φύση της αδύνατο να εξαπλωθεί, να γίνει σημείο αναφοράς.

Εδώ και λίγα χρόνια αυτό έχει αλλάξει. Τα παιδιά που προσεγγίζουν το ναζισμό είναι τελείως διαφορετικά. Παιδιά με ανησυχίες, με συγκροτημένη απέχθεια για το υπάρχον σύστημα, πραγματικοί ριζοσπάστες. Είναι αυτό ανησυχητικό; Γιατί να μην θεωρηθεί απλά ένα εφηβικό καπρίτσιο;

Παρακάτω παρουσιάζω έντεκα χαρακτηριστικά του προβλήματος, που δείχνουν ελπίζω τις ποιοτικές αλλαγές σ’αυτό που αντιμετωπίζουμε.

    1. Τα παιδιά αυτά οργανώνονται σε παρέες. Μαθητές που κατά τα άλλα δεν έχουν καμιά σχέση, βρίσκονται στην ίδια παρέα και το παιδί που θα εκφραστεί ανοιχτά  ρατσιστικά/εθνικιστικά κερδίζει αυτόματα την αποδοχή της παρέας ολόκληρης.
    2. Η παρέα αυτή συγκροτείται ιδεολογικά. Πίσω από κάθε φράση των παιδιών αυτών βρίσκονται τα όσα διαβάζουν στις ακροδεξιές ιστοσελίδες. Με μια έννοια, οι σελίδες αυτές αποτελούν το «όργανό» τους.
    3. Υπάρχει αλληλεγγύη και ζήλος στη διάδοση των ιδεών αυτών. Οι «διαβαστεροί» μαθητές αναλαμβάνουν την εκλαΐκευση σε όσους δεν έχουν συνηθίσει να διαβάζουν, αν και οι τελευταίοι δείχνουν μια αυξημένη προθυμία να διαβάσουν εάν πρόκειται για ναζιστικά πονήματα.
    4. Η ναζιστική αφήγηση είναι στα μάτια τους πολύτιμο όπλο. Ένα όπλο που το σύστημα τους το κρύβει. Οι πιο έξυπνοι απ’αυτούς αναλαμβάνουν να αποκαλύψουν στους υπόλοιπους το ότι η κοινωνία και το σχολείο τους λέει ψέματα (δίκιο έχουν!) και να τους μυήσουν στην «αλήθεια». Σε συγκεκριμένα μαθήματα οργανώνουν επιθέσεις-παγίδες. Σύμφωνα με τον γνωστό τρόπο που η ακροδεξιά αντιμετωπίζει την Ιστορία βομβαρδίζουν με ερωτήσεις και δήθεν στοιχεία και στο διάλειμμα εξηγούν τα αποτελέσματα της επίθεσης: «Είδες που δεν ήξερε τι να απαντήσει?, «μας λένε ψέματα σου λέω!», «αυτή η Ιστορία είναι του συστήματος που θέλει να μας αφελληνίσει!»
    5. Υπάρχει επίμονη στοχοποίηση των αριστερών καθηγητών σαν τα κατ’εξοχήν όργανα του κατεστημένου. Σπάνια η παρέα επιτίθεται στο συντηρητικό διευθυντή, αλλά πολύ συχνά στοχοποιεί τον αριστερό καθηγητή, αντιγράφοντας την ιδέα του «Μαρξιστικού Κράτους», της αντίληψης ότι «οι αριστεροί κάνουν ό,τι θέλουν στη χώρα μας». Εδώ που τα λέμε βέβαια, οι αριστεροί συνάδελφοι δεν είναι στην πλειοψηφία τους κανένας δύσκολος στόχος. Όταν η αριστεροσύνη τους εξαντλείται στην αγιοποίηση του Ρίτσου ενώ ξεσκίζονται στα ιδιαίτερα, φέρονται αυταρχικά και συνεργάζονται με τους προϊσταμένους για τη λήξη της κατάληψης, φυσικά δεν είναι δύσκολο να τους καταλογίσεις τουλάχιστον υποκρισία.
    6. Η δράση της παρέας συχνά δεν περιορίζεται στην ιδεολογική κατήχηση. Η παρέα φροντίζει για την κοινωνική απομόνωση πολιτικών αντιπάλων και αλλοδαπών μαθητών, πράγμα που είναι αβάσταχτο ειδικά στις ηλικίες αυτές και στη σχολική καθημερινότητα. Η φυσική βία των θερμόαιμων απέναντι σε αλλοδαπούς επικροτείται πονηρά -για να μην συγκρουστεί με τη διάθεση των πιο μετριοπαθών- σαν άμυνα απέναντι στην προκλητικότητα των «ξένων». «δεν φτάνει που ήρθε ακάλεστος στη χώρα και θα μας πάρει αύριο τη δουλειά, το παίζει και μάγκας».
    7. Με την ίδια συνέπεια που επιδίδονται στην -τυπικά ακροδεξιά- δράση που ανέφερα παραπάνω, συμμετέχουν σχεδόν σε κάθε κινηματική διαδικασία. Από τις εκδηλώσεις της 6ηςΔεκέμβρη τα τελευταία δύο χρόνια μέχρι τα μεγάλα συλλαλητήρια και σε αρκετές περιπτώσεις πρωτοστατούν στις καταλήψεις σχολείων. Για τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά είναι κάτι που προκύπτει αυθόρμητα από το ριζοσπαστισμό τους, όμως για τους πιο μυημένους είναι μια συνειδητή προσπάθεια να οικειοποιηθούν αγώνες ανοργάνωτους και να τους διαστρεβλώσουν.
    8. Αναγνωρίζουν σαν πολιτικό κέντρο αναφοράς τη ΧΑ. Δεν είναι (ακόμη) στρατολογημένοι, όμως τη βλέπουν σαν φυσική ηγεσία τους, σαν πρωτοπορία. Αυτό φαίνεται και στην αυθόρμητη στήριξη στις προεκλογικές καμπάνιες της ΧΑ. Ακόμη και οι μετριοπαθείς της παρέας γράφουν συνθήματα ή κολλούν τα αυτοκόλλητα που τους προμηθεύουν οι πιο μπασμένοι.
    9. Το πάθος με το οποίο οι παρέες αυτές λειτουργούν δεν συγκρίνεται σε καμία περίπτωση με τη ρουτινιάρικη διεκπεραίωση της κομματικής προπαγάνδας, που διακρίνει τους αριστερούς νεολαίους. Από την κατηγορία αυτή δεν εξαιρείται καμία φυλή της Αριστεράς. Καμία εκδοχή της Αριστεράς δεν γοητεύει και δεν κινητοποιεί τα παιδιά αυτά με τον τρόπο που το κάνει ο ναζισμός.
    10. Στο τελευταίο προστίθεται η ανατριχιαστική αμεσότητα των δράσεών τους. Ο ξυλοδαρμός ενός αλλοδαπού σαν απάντηση στη φήμη εγκληματικής συμπεριφοράς ενός συμπατριώτη του είναι μια άμεση επίθεση σ’αυτόν που αναγνωρίζουν σαν εχθρό, ενώ η συμμετοχή σε μια πανεργατική απεργία τους φαντάζει σαν κάλεσμα σε κηδεία.
    11. Η δράση τους έχει ένα χαρακτηριστικό που στη σημερινή νεολαία είναι πλεονέκτημα. Δεν απαιτούν ανοιχτά την κομματική ένταξη. Σε αντίθεση με τους αριστερούς συμμαθητές τους που είναι όλο «έλα στο μπλοκ μας», «πάρε εφημερίδα» και «μπες στην οργάνωση», οι παρέες αυτές εμφανίζονται πιο ανεκτικές: «Αν κάνεις και λες ό,τι κι εμείς είσαι δικός μας χωρίς άλλους όρους και ανεξάρτητα από τι κόμμα λες ότι υποστηρίζεις».

Στα παραπάνω θα μπορούσε να προστεθεί η συστηματική δουλειά των φασιστών στους συνδέσμους οπαδών και στους γυμναστικούς συλλόγους (ειδικά των αθλημάτων πάλης/δύναμης) καθώς και η επίδραση στη συνείδηση των παιδιών της ελπίδας επαγγελματικής αποκατάστασης μέσω Στρατού/Αστυνομίας (πολλοί έφηβοι υιοθετούν την ακροδεξιά ιδεολογία σαν εκλογίκευση της μελλοντικής τους επιλογής). Όλα αυτά, στον καμβά μιας καταθλιπτικής κοινωνικής πραγματικότητας (στα μισά πλέον σπίτια υπάρχει και ένας άνεργος), που αδυνατίζει οποιαδήποτε ελπίδα ατομικής ή συλλογικής διεξόδου.

Τα όσα καταθέτω εδώ, όσο και να το ήθελα, δεν αποτελούν την αυθαίρετη γενίκευση μια μεμονωμένης εμπειρίας. Στα τελευταία τρία χρόνια έχω υπηρετήσει σε δέκα σχολεία με ποικίλα ταξικά χαρακτηριστικά και νομίζω ότι το δείγμα είναι ικανό. Προφανώς, μπορεί κανείς να ξεπετάξει εύκολα τις παρατηρήσεις μου, κατηγορώντας με ότι τις χρωματίζω έτσι ώστε να υπηρετούν υποκειμενικούς πολιτικούς στόχους. Μακάρι να είναι έτσι!

Τίποτα δεν έχει αποκρυσταλλωθεί ακόμη, το στοίχημα είναι ακόμη ανοιχτό. Για λίγο ακόμη. Είναι ζήτημα χρόνου και εύθραυστων ισορροπιών το να πάρει όλη αυτή η ζύμωση τα χαρακτηριστικά κοινωνικού ρεύματος. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Η Αριστερά που έχουμε δεν μπορεί να ανακόψει το ρεύμα αυτό γιατί απλά δεν εμπνέει. Ούτε η διακήρυξη της απόλυτης αλήθειας, το κάλεσμα προς τη νεολαία να ζήσει μια παράλληλη εμπειρία στις γραμμές του ΚΚΕ, ούτε η ηθική κατάντια και οι ίντριγκες που χαρακτηρίζουν το Σύριζα και δικαιώνουν κάθε φοβία των νεολαίων απέναντι στην πολιτική, ούτε η εμμονές των άπειρων ακροαριστερών σεκτών που στα μάτια των εφήβων μοιάζουν υπερβολικά με τις αντίστοιχες θρησκευτικές σέκτες. Χρειαζόμαστε μια νέα Αριστερά που, για αρχή, θα πιστεύει η ίδια στη δυνατότητα μετασχηματισμού της κοινωνίας. Μια Αριστερά που η Αλληλεγγύη και το πάθος της Απελευθέρωσης θα την ηλεκτρίζει και θα αντανακλάται αυτό στα πρόσωπα και τη στάση των ανθρώπων της.

Οι επιθανάτιοι σπασμοί του συστήματος τους, η σαπίλα και η παρακμή τους είναι αναπόφευκτο να απαντηθούν από ένα μαζικό κίνημα. Ποιο θα είναι το χρώμα του; Μαύρο ή Κόκκινο;

conformity

Φωτιά

Ο Κομμουνισμός δεν είναι θρησκεία

Ο Κομμουνισμός δεν είναι παρηγοριά

Ο Κομμουνισμός δεν είναι διαβατήριο για ακαδημαϊκά συνέδρια

Ο Κομμουνισμός δεν είναι διαγωνισμός για το ποιος είναι πιο έξυπνος

Ο Κομμουνισμός δεν είναι ένας άλλος τρόπος αυτού που υπάρχει

Ο Κομμουνισμός δεν είναι καριέρα

Ο Κομμουνισμός δεν είναι το πατριωτικό πουτανάκι του εθνικισμού

Ο Κομμουνισμός δεν είναι εκλογικά κομπρεμί

Ο Κομμουνισμός δεν είναι σκυλάκι στον κρατικό καναπέ

Ο Κομμουνισμός δεν είναι προσόν διορισμού σε στρατόπεδο συγκέντρωσης

Ο Κομμουνισμός δεν είναι μια νέα ελίτ

Ο Κομμουνισμός δεν είναι η νιότη του κόσμου

Ο Κομμουνισμός δεν είναι η δικαίωσή σου

Ο Κομμουνισμός δεν είναι χαλί που από κάτω του χωράει όλα τα λάθη μας

Ο Κομμουνισμός δεν είναι αιώνιοι ηγέτες

Ο Κομμουνισμός δεν είναι καρφίτσα για το πέτο της συντρόφισσας Λιάνας, ούτε για κανένα άλλο πέτο

Ο Κομμουνισμός δεν είναι ριζοσπαστισμός των χορτάτων

Ο Κομμουνισμός δεν είναι όχημα για ένα καλό γαμήσι

Ο Κομμουνισμός δεν είναι η επιλογή του μικρότερου κακού

Ο Κομμουνισμός δεν είναι μόστρα στο αμφιθέατρο

Ο Κομμουνισμός δεν είναι μέρος καμίας μικρής ή μεγάλης μεταρρύθμισης

Ο Κομμουνισμός δεν είναι κανάκεμα των καταπιεσμένων

Ο Κομμουνισμός δεν είναι ένας νέος ιεροεξεταστής

Ο Κομμουνισμός δεν είναι Οικολογία, Φεμινισμός ή αντιρατσισμός

Ο Κομμουνισμός δεν είναι μια οργανωμένη υποκρισία

Ο Κομμουνισμός δεν είναι κουλτούρα

Ο Κομμουνισμός δεν είναι αυτό που θα αναδείξει τις «υπέροχες δυνατότητές» σου, μικρέ γελοίε

Ο Κομμουνισμός δεν είναι η Κεντρική Επιτροπή

Ο Κομμουνισμός δεν είναι αυτό που θα σε κάνει καλύτερο προϊστάμενο από τους άλλους

Ο Κομμουνισμός δεν είναι ένας πλάγιος τρόπος να πεις «εγώ»

Ο Κομμουνισμός δεν είναι να δίνεις το χέρι στο φασίστα

Ο Κομμουνισμός δεν είναι «δεν μου αρέσει σε μπλε· μήπως το έχετε σε κόκκινο;»

Ο Κομμουνισμός δεν είναι επιστήμη

Ο Κομμουνισμός δεν είναι Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης

Ο Κομμουνισμός δεν είναι σχολείο

Ο Κομμουνισμός δεν είναι μουσείο

Ο Κομμουνισμός δεν είναι εξαιρέσεις που θα σε βολέψουν, κατεργάρη, που πάντα έχεις μια δικαιολογία

Ο Κομμουνισμός δεν είναι πέντε τραγούδια που σε συγκίνησαν

Ο Κομμουνισμός δεν είναι η Εθνική Άμυνα

Ο Κομμουνισμός δεν είναι τα ψηφοδέλτιά μας

Ο Κομμουνισμός δεν είναι το αντίθετο του Καπιταλισμού

Ο Κομμουνισμός δεν είναι μια θέση συμβούλου

Ο Κομμουνισμός δεν είναι το να πολεμάς για τα σύνορα των αφεντικών

Ο Κομμουνισμός δεν είναι να αγαπάς την «ανάπτυξη και την προκοπή» του τόπου σου

Ο Κομμουνισμός δεν είναι να λαχταράς βελούδινη ρόμπα

Ο Κομμουνισμός δεν είναι να χλευάζεις τον καταπιεσμένο

Ο Κομμουνισμός δεν είναι να αγαπάς τα βομβαρδιστικά της πατρίδας σου

Ο Κομμουνισμός δεν είναι διδασκαλία

Ο Κομμουνισμός δεν είναι «κοιτάχτε με τι ωραίος που είμαι με την κόκκινη παντιέρα»

Ο Κομμουνισμός δεν είναι δημόσιες σχέσεις

Ο Κομμουνισμός δεν είναι δημόσιες σχέσεις

Ο Κομμουνισμός δεν είναι δημόσιες σχέσεις

Ο Κομμουνισμός δεν είναι δημόσιες σχέσεις

Ο Κομμουνισμός δεν είναι καμία από τις μαλακίες που γράφουμε ή ζωγραφίζουμε

Ο Κομμουνισμός δεν είναι ένα γαμημένο παραλήρημα σε ένα blog

Ο Κομμουνισμός είναι αυτό που γράφει σ’αυτό το κακόγουστο πιάτο της φωτογραφίας. Είναι αυτό που θα βάλει φωτιά στον παλιό κόσμο (αχ! «αρχαία» είναι αυτά που καίγονται εκεί κάτω;) και σε μας μαζί. Σ’ολόκληρο το «εμάς», από την κορυφή ως τα νύχια. Φωτιά. Αμήν.

plateIIIint

«Θα βάλουμε φωτιά σ’ολόκληρο τον κόσμο με την Γ’ Διεθνή», 1920

 

 

.

.

.

Και να τι έχω τώρα να σας πω. Σημείωμα για το φόνο του Ζακ Κωστόπουλου

Πέρασαν πια αρκετές μέρες από τη μέρα που προστέθηκε ένα ακόμη όνομα στον κατάλογο των σκοτωμένων μας, αυτό της Ζάκυ / του Ζακ. Δεν είμαι από κείνους που είπαν «τι σημασία έχει ποιος ήταν; θα μπορούσε να έχει οποιοδήποτε όνομα», κι αυτό γιατί οι άνθρωποι με τα «οποιαδήποτε ονόματα» έχουν σκοτωθεί και συνεχίζουν να σκοτώνονται χωρίς εμείς να το μάθουμε ποτέ. Προστέθηκε, λοιπόν, ένα ακόμη πρόσωπο στα στένσιλ που χτυπιούνται στους τοίχους των πόλεών μας, κάνοντάς τους όπως των εκκλησιών με τις εικόνες των αγίων και των μαρτύρων. Έχει σημασία να ξέρουμε τα πρόσωπα, να ξέρουμε τα ονόματα, για να μιλούν και για κείνα -τα περισσότερα- που δεν γνωρίζουμε. Αυτή είναι η πρώτη, ίσως η βασική παρατήρηση ετούτου του σημειώματος, ότι η εκτέλεση του Ζακ Κωστόπουλου είναι ένα σημείο που μαζί με άλλα φτιάχνουν μια μακρά καμπύλη. Η μαύρη, κατάμαυρη, αυτή καμπύλη μάς φανερώνεται τόσο συστηματική, που είναι αδύνατο -παρά μόνο με γερή δόση υποκρισίας, βλακείας ή παλιανθρωπιάς- να μείνει κανείς στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε σημείου της.

Αυτή είναι η δεύτερη παρατήρηση: η συζήτηση για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φόνου του Κωστόπουλου εκπορεύεται ή εξυπηρετεί την αποσπασματική οπτική των πραγμάτων, εκείνη που τελικά θολώνει το τοπίο αποκρύβοντας αίτια και καθήκοντα. Καθώς οι μέρες περνούν, γίνεται όλο και πιο φανερό το πόσο σφαλερή ήταν η εικόνα που αρχικά είχε κατασκευαστεί για τις κρίσιμες στιγμές πριν και κατά το λιντσάρισμα, αλλά και μετά το θάνατο του Κωστόπουλου. Ακόμη κι έτσι, οι κυρίαρχες μηχανές συνεχίζουν τη σπέκουλα πάνω στη μία ή την άλλη κίνηση. Το κέρδος της συγκάλυψης είναι μικρό μπροστά στο κέρδος της αγκύρωσης της συζήτησης στα βαλτόνερα των «συγκεκριμένων περιστατικών». Σε τελική ανάλυση, τα «συγκεκριμένα περιστατικά» της εκτέλεσης του Κωστόπουλου δεν μας δίνουν παρά μια αφηρημένη εικόνα, ενώ η φρίκη γίνεται τόσο πιο συγκεκριμένη όσο εντάσσεται σε μια αναγκαία συζήτηση.

Αυτή η συζήτηση έχει να κάνει με το χαρακτήρα της «αυτοάμυνας», λέξη στην οποία όλο το σκατό του έθνους (στα ΜΜΕ, στα ιντερνετικά φόρουμ, στα καφενεία) έχει κολλήσει από την πρώτη στιγμή που ο φόνος έγινε γνωστός, χάρη στο βίντεο που βγήκε στη φόρα. Όσο περνά ο καιρός, τόσο αποκαλύπτεται η αρχική (συνειδητή) διαστρέβλωση των γεγονότων, αποκαλύπτεται πως ο μοναδικός αμυνόμενος στα μοιραία εκείνα λεπτά είναι ο νεκρός πια Κωστόπουλος. Τελευταίο χτύπημα στη φλυαρία περί «αυτοάμυνας» αποτελούν τα δημοσιεύματα για την απουσία δακτυλικών αποτυπωμάτων του Κωστόπουλου στο περιβόητο μαχαίρι που έλεγαν ότι κρατούσε. Ακόμη όμως κι όταν το λεπίδι του λογικού ελέγχου κόβει τη βάση της υπόθεσης της «αυτοάμυνας», αυτή ξαναφυτρώνει διπλή και τρίδιπλη, πράγμα το οποίο συνήθως συμβαίνει σε καταστάσεις ιδεοληπτικού πανικού.

Αυτή είναι η τρίτη παρατήρηση. Οι πολλοί αυτουργοί της άμεσης δίκης, καταδίκης και εκτέλεσης του Κωστόπουλου, αν και δεν βρισκόταν οι ίδιοι σε κάποια κατάσταση «άμυνας», υπηρέτησαν μια άλλη «αυτοάμυνα», που τους ξεπερνά ως άτομα. Η λύσσα με την οποία χτυπούσαν ξανά και ξανά τον Κωστόπουλο, ακόμη και άψυχο πια, δεν είναι συμμετρική της ατομικής (υποτιθέμενης) απειλής από πλευράς του Κωστόπουλου μα αντιστοιχεί στην πεποίθηση ότι αποτελούν το υγιές κομμάτι της κοινωνίας και το υπερασπίζονται απέναντι «ΣΤΟΥΣ» Ζακ (και όχι απλά «στον κάθε Ζακ»), που πρέπει να εξαερωθούν. Οι εκτελεστές του Ζακ «αμυνόταν», σε τελική ανάλυση, όχι επειδή κάπως κινδύνευαν εκείνη τη στιγμή, μα για λογαριασμό όλων όσων δεν θα μπορούσαν να δουν την εκτέλεση του Κωστόπουλου παρά μόνο ως «αυτοάμυνα».

Τέταρτη παρατήρηση. Ο κίνδυνος της αποσπασματικότητας υπάρχει και στις εξηγήσεις της δικής μας πλευράς: ο Ζακ ως Ζάκυ, ο Ζακ ως εξαρτημένος, ο Ζακ ως οροθετικός. Κάθε μία από τις αφηρημένες αυτές εικόνες μεταθέτει το εξηγητικό βάρος στις ιδιότητες του θύματος, αντί να επικεντρώνεται στη συγκρότηση της μηχανής του θανάτου. Ο Ζακ δεν εκτελέστηκε για καμία από τις ιδιότητές του (όπως και ο Μιχάλης Καλτεζάς, ο Νίκος Σακελλίων, ο Σαχζάτ Λουκμάν, ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος και τόσοι άλλοι), αλλά γιατί εκείνοι που τον σκότωσαν θεώρησαν ότι μπορούσαν να το κάνουν. Η συγκεκριμένη εκτίμηση των πραγμάτων δεν αφήνει περιθώρια για άλλες ερμηνείες. Έχουμε μπροστά μας τους πεζικάριους του Κράτους Έκτακτης Ανάγκης. Το ότι η προσχώρηση ομάδων ανθρώπων σ’αυτό το μαύρο πεζικό (ή τις μονάδες επιμελητείας και εφεδρείας του) δεν είναι αυτή τη στιγμή ολότελα συνειδητή, δεν αλλάζει τίποτα. Εάν γίνει ολότελα συνειδητή, τότε θα μιλάμε πια σε άλλο επίπεδο…

Πέμπτη, και τελευταία, παρατήρηση. Αν ο ιμπρεσιονισμός μπορεί να υπηρετήσει μια καλλιτεχνική, μια ποιητική ματιά στη φρίκη των ημερών, είναι εντελώς ανίκανος να μας προσανατολίσει πολιτικά (μάλλον το αντίθετο). Τόνοι ψηφιακής (και πραγματικής) μελάνης χύθηκαν για να σχολιάσουν το ζήτημα των ναρκωτικών, της λειτουργίας συγκεκριμένων κοσμηματοπωλείων και της αγοράς χρυσού, του ρόλου των ΜΜΕ, του ιδιαίτερου χαρακτήρα των «νοικοκυραίων». Σ’αυτά τα σχόλια μπορεί φυσικά να βρει κανείς πολλές μικρές ή μεγάλες αλήθειες, μα όχι την αλήθεια για το φόνο του Κωστόπουλου. Καμία απ’αυτές τις μικρές ή μεγάλες αλήθειες δεν λέει κάτι για τη συγκρότηση του Κράτους Έκτακτης Ανάγκης, για την επιλογή του κανακέματος του Φασισμού, για την «αυτοάμυνα» των αφεντικών όχι σε κατάσταση Κρίσης, μα Επίθεσης, για τις πολιτικές -δεξιές ή «αριστερές»- που εξυπηρετούν όλα αυτά.

Τελικά, ο φόνος του Ζακ, της Ζάκυ, Κωστόπουλου δεν ήταν ο φόνος ενός «ληστή», ενός gay ακτιβιστή, ενός τζάνκι, ενός οροθετικού, κάποιου «από εμάς». Ο φόνος του Κωστόπουλου ήταν το φυσικό γέννημα του ζευγαρώματος του «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» με το «τάξη και ασφάλεια», κομμάτι λοιπόν της βαρβαρότητας που συνειδητά συγκροτείται εδώ και χρόνια, μέρα με την ημέρα, στην κρατική μηχανή, στην πολιτική, στους χώρους δουλειάς, στα σχολεία, στις γειτονιές. Ποιοι, ποιες θα σταθούν απέναντί της;

zak

.

.

.

.

.

Για τις εξαγγελίες του υπουργείου παιδείας

Για μία ακόμη φορά, με αφορμή τη χθεσινή (3/9/2018) συνέντευξη του υπουργού παιδείας για την αναπροσαρμογή του Λυκείου και του συστήματος ελέγχου της κινητικότητας προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι σχολιαστές των εκπαιδευτικών θεμάτων (περίπου οι εννιά στους δέκα συμπολίτες μας δηλαδή…) βρίσκονται πιασμένοι στον ιστό του τέρατος που λέγεται Πανελλαδικές Εξετάσεις. Οι παρακάτω προτάσεις είναι μια απόπειρά μου να βάλω σε μια σειρά κάποιες ξεκάθαρες θέσεις, μιας και μου είναι αδύνατο να παρακολουθήσω μια συζήτηση χωρίς κέντρο, εστία ή προσανατολισμό.

[αφορισμός] Στον Καπιταλισμό η Εκπαίδευση υπάρχει για την παραγωγή όρων παραγωγής εργατικού δυναμικού. Οποιαδήποτε άλλη θεώρηση (περί «μόρφωσης», «παιδείας» ή οποιασδήποτε άλλης τέτοιας αφηρημένης παράστασης) συγχέει αναπόφευκτα την προσωπική διάθεση του καθενός μας, το μεράκι του για τη διερεύνηση του κόσμου, τη θέση του στην παραγωγή, τις προσλαμβάνουσές του ή τα ιδεολογικά του φίλτρα με την μεγάλη εικόνα, συγχέει την ανεκδοτολογία με τη συγκεκριμένη περιγραφή.

[σημείο] Παρά τον παραπάνω αφορισμό, η κριτική μας προς την Εκπαίδευση του Καπιταλισμού δεν γίνεται με τα δικά της κριτήρια, αλλά ωσάν αυτή η Εκπαίδευση να μπορούσε να πραγματοποιήσει τους στόχους που υπαγορεύονται από τα δικά μας. Η όποια συζήτηση, λοιπόν, από τη δική μας πλευρά για τη σχολική ζωή, το περιεχόμενο σπουδών, την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος κλπ, γίνεται υπό το πρίσμα της καλλιέργειας του ανθρώπου για/με τους άλλους ανθρώπους, του ανθρώπου κυρίαρχου των όρων παραγωγής της κοινωνικής ζωής, του ανθρώπου με βαθιά γνώση του φυσικού περιβάλλοντος και σεβασμό απέναντί του.

[σημείο] Σύμφωνα με το παραπάνω σημείο, είμαστε από θέση αρχής αντίθετοι σε κάθε αναπροσαρμογή του προγράμματος σπουδών στα πλαίσια των αναγκών του υπάρχοντος, που αναπόφευκτα προσβάλλει είτε τη συνολικότητα της μόρφωσης είτε την πρόσβαση του συνόλου των παιδιών σ’αυτή. Οι τωρινές εξαγγελίες του υπουργείου είναι ένα πρόγραμμα επίθεσης σ’αυτό που εμάς μας αρέσει να λέμε «ολόπλευρη» γνώση, αλλά ταυτόχρονα κι ένα πρόγραμμα διαστροφής του ίδιου του περιεχομένου της λεγόμενης «γενικής παιδείας».

[αφορισμός] Η ιστορική συγκυρία έδωσε σε τούτη τη συγκυβέρνηση τη δυνατότητα να παρουσιάζει κάθε νέα επίθεση σαν προοδευτική μεταρρύθμιση, να ντύνει κάθε νέο βήμα προς τα κάτω με μια αόριστη αύρα ικανοποίησης των αιτημάτων της προοδευτικής μερίδας της εκπαιδευτικής κοινότητας.

[στοιχείο] Ο υπουργός, εξειδικεύοντας τη λογική που ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε παρουσιάσει πέρυσι στη ΔΕΘ, μας εξήγησε ότι προκειμένου να χτυπηθεί το τεράστιο σύστημα φυσικής, διανοητικής και οικονομικής εξάντλησης των μαθητών/ριων, είναι ανάγκη να περιοριστεί το πρόγραμμα σπουδών στη διδασκαλία μερικών μόνο αντικειμένων ανά «προσανατολισμό» (ή «δέσμη», με την ορολογία των παλιότερων, για να καταλαβαινόμαστε) διδασκαλία που θα απλώνεται σε περισσότερες διδακτικές ώρες κάθε εβδομάδα, καταπίνοντας τα άλλα αντικείμενα.

θέλουμε στη Β’ Λυκείου να ολοκληρώνονται οι εγκύκλιες σπουδές και η Γ’ Λυκείου να αποκτά έναν χαρακτήρα προπαρασκευαστικής τάξης για την εισαγωγή στην Ανώτατη Εκπαίδευση ”

Σα να λέμε, «θα χτυπήσουμε την ανάγκη των φροντιστηρίων μετατρέποντας το ίδιο το Σχολείο σε φροντιστήριο» (κάτι που ήδη κάνουν -και το διαφημίζουν!- πολλά ιδιωτικά σχολεία), θα χτυπήσουμε τη μαθητική εξάντληση μετατρέποντας το Σχολείο σε ενορχηστρωτή αυτής της εξάντλησης.

[αφορισμός] Δεν υπάρχει καμία προοδευτική μεταρρύθμιση κομματιού της Εκπαίδευσης που εφάπτεται στις Πανελλαδικές Εξετάσεις ή καθορίζεται απ’αυτές.

[σημείο] Σύμφωνα με τον παραπάνω αφορισμό, ακόμη κι αν το Σχολείο μετατραπεί ολόκληρο σε «φροντιστήριο», η ανάγκη απόκτησης ενός πλεονεκτήματος στην κούρσα των Πανελλαδικών θα συνεχίσει να οδηγεί τα παιδιά στα φροντιστηριακά εκπαιδευτήρια. Ατράνταχτη απόδειξη γι’αυτό είναι η εμπειρία από τα ιδιωτικά σχολεία, όπου παρά το γεγονός ότι πολλοί γονείς τα επιλέγουν «για να απαλλαγούν από τα φροντιστήρια», καταλήγουν τελικά να πληρώνουν και το σχολείο και επιπλέον εξωτερικό φροντιστήριο. Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις είναι μια σκληρά ανταγωνιστική κούρσα στην οποία δεν κερδίζει εκείνος που θα πιάσει το όριο, αλλά εκείνος που θα είναι πιο μπροστά από τον άλλο.

[σημείο] Το νέο σύστημα είναι καταδικασμένο να αποτύχει στο διακηρυγμένο στόχο του (οι γραφειοκράτες της κυβέρνησης μάλλον το ξέρουν ήδη αυτό), έχοντας όμως επιτύχει να απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από την ολόπλευρη μόρφωση, τη μόρφωση για όλους. Η απάντηση του υπουργού σ’αυτό είναι μια απίστευτη σοφιστεία μισών αληθειών και εξευτελισμού της διαλεκτικής σχέσης ποιότητας-ποσότητας:

Ενδεχομένως να υπάρχει κάποιο ερώτημα «ωραία, και τι γίνεται με τα μαθήματα γενικής παιδείας;». Κοιτάξτε, ένα από τα μεγάλα λάθη είναι αυτός ο πολύ δραματικός διαχωρισμός ανάμεσα σε γενική παιδεία και κατεύθυνση. Όταν κανείς κάνει έξι ώρες Νεοελληνική Γλώσσα και Γραμματεία, μην αρχίσουμε να λέμε ότι αυτό δεν συμβάλλει στη γενική παιδεία, ή όταν κάνει τα μαθήματα Προσανατολισμού ότι αυτά δεν συμβάλλουν στη γενική παιδεία ”

Ό,τι και να λέει όμως ο υπουργός, η συστηματική διδασκαλία των αντικειμένων που εξαφανίζονται δεν αναπληρώνεται από την εμφάνισή τους ως θέματα συζήτησης στο πλαίσιο άλλων αντικειμένων, ούτε αναδύονται ως εκ θαύματος μέσα από την εξειδίκευση σε περιορισμένα αντικείμενα. Αρκεί να σημειώσουμε την παρατήρηση που ήδη κατέθεσε ο καλός συνάδελφος και σύντροφος Π. Αντωνόπουλος (βιολόγος, εκπρόσωπος κάποτε του συνδικαλιστικού μας ρεύματος των Παρεμβάσεων στην ΟΛΜΕ), ότι οι σκληροί αγώνες των προοδευτικών παιδαγωγών για τη θέση της διδασκαλίας της Εξέλιξης στο ελληνικό σχολείο ακυρώθηκαν με μιας στη χθεσινή συνέντευξη του «αριστερού» μας υπουργού.

[αφορισμός] Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν κομμάτι καμίας μορφωτικής διαδικασίας. Είναι μια κούρσα, ένα διανοητικό, φυσικό και ψυχολογικό, ταξικό καψόνι που ελέγχει την κινητικότητα προς την τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

[επέκταση] Σύμφωνα με τον παραπάνω αφορισμό, εάν τον τραβήξουμε στα άκρα του, από την πλευρά του κατανεμητικού σκοπού των Πανελλαδικών Εξετάσεων δεν θα υπήρχε καμία διαφορά εάν οι υποψήφιοι αντί να εξεταστούν στο αντικείμενο «Νεοελληνική Γλώσσα» εξεταζόταν στο αντικείμενο «Σύγχρονο Πλέξιμο» (ας θυμηθούμε πχ ότι για πολλά χρόνια συνέβαινε οι περισσότεροι άνθρωποι που εισαγόταν στα τμήματα Χημείας να μην έχουν εξεταστεί στο αντικείμενο «Χημεία»). Η μόνη διαφορά φαίνεται στον αφορισμό που ακολουθεί.

[αφορισμός] Η πραγματική σημασία της παρουσίας συγκεκριμένων αντικειμένων στα εξεταζόμενα μαθήματα των Πανελλαδικών εξετάσεων βρίσκεται στην κοινωνική νομιμοποίησή τους καθώς και στην κατασκευή αυτής της νομιμοποίησης. Το αντικείμενο «Πλέξιμο» θα φάνταζε ανάρμοστο ως προαπαιτούμενο για την εισαγωγή στο τμήμα Λογιστικής, όμως για το ίδιο τμήμα κανείς δεν αντιδρά στο αντικείμενο «Βιολογία». Αντίστροφα, η κατασκευή της ανοησίας ότι η γνώση της Νεοελληνικής είναι αδιάσπαστη από τη γνώση στοιχείων της Αττικής Διαλέκτου βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην παρουσία του αντικειμένου «Αρχαία Ελληνικά» στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Εάν κανείς αμφιβάλλει για την κοινωνική νομιμοποίηση που προσδίδουν οι Πανελλαδικές Εξετάσεις σε ένα αντικείμενο, αρκεί να σκεφτεί ότι ο ακροδεξιός οχετός που σήμερα φωνάζει για την αντικατάσταση των Λατινικών από την Κοινωνιολογία («που κάνει τα παιδιά αριστερά») ως εξεταζόμενο μάθημα, δεν είδαμε να βγάζει άχνα τόσα χρόνια που η Κοινωνιολογία διδάσκεται ως μάθημα Γενικής Παιδείας.

[σημείο] Σύμφωνα με τους δύο παραπάνω αφορισμούς, η συζήτηση για το αν το αντικείμενο «Λατινικά» εφοδιάζει αποτελεσματικά ή όχι τους υποψηφίους συγκεκριμένων τμημάτων είναι ολότελα άκυρη (δυστυχώς, όπως φαίνεται κι από το κείμενο που υπογράφει σήμερα η κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ, η παγίδα αυτή έπιασε αρκετούς). Η κατάργηση των Λατινικών δεν έχει να κάνει με μορφωτικά προαπαιτούμενα, μα αποτελεί το παγοθραυστικό του υπουργείου στην εξόρμησή του ενάντια στην ολόπλευρη μόρφωση, η εύκολη παντιέρα που θα σηκώσει ενάντια στα μαθήματα «χωρίς χρησιμότητα». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό το καλάθι των αχρήστων χωρά τη Βιολογία, τις Τέχνες, την παγκόσμια Ιστορία, τη θεωρητική Χημεία, τα Ανώτερα Μαθηματικά κλπ

[σημείο] Σ’αυτή τη σύγκρουση με την κυρίαρχη πολιτική πρέπει να είμαστε σαφείς: κάθε απομάκρυνση από την «Γενική Παιδεία» καλλιεργεί τη συνείδηση ότι η πληβειακή μάζα χρειάζεται απλά ένα μικρό και «χρήσιμο» κομματάκι της γνώσης, χωρίς να πολυαπασχολείται με τα τρομακτικά και υπέροχα επιτεύγματα της συλλογικής ανθρώπινης διάνοιας (με τα οποία εξάλλου μπορεί να ασχολείται ωραιότατα μια ελίτ). Κάθε εντατικοποίηση και εξειδίκευση στο Σχολείο οδηγεί σε λιγότερη μόρφωση / μόρφωση για λιγότερους. Καμία απελευθερωτική παιδαγωγική προσέγγιση δεν δικαιούται να ξεχνά αυτή την απλή αλήθεια.

Τελειώνοντας αυτή την ας πούμε περίεργη λίστα προτάσεων, σημειώνω πως η ανάγκη για το γράψιμό τους δεν είναι για βραχυπρόθεσμούς συνδικαλιστικούς σκοπούς, έτσι για κάποια αντιπολίτευση (όπως σα να φαντάζομαι ήδη συναδέλφους/ισσες των ΣυνΕΚ να λένε). Οι τωρινές εξαγγελίες του υπουργείου πάνε πολύ πιο πέρα από την «καθιερωμένη» μεταρρύθμιση που κάθε υπουργός Παιδείας φαντασιώνεται. Εντάσσονται απόλυτα στο πλαίσιο υποταγής του Σχολείου στην Αγορά, κι ακόμη χειρότερα στη μετατροπή του ίδιου του Σχολείου σε μια ιδιότυπη Αγορά. Αν χάσουμε αυτό το πλαίσιο από το μυαλό μας, κάθε συζήτηση θα είναι απλά φλυαρία. Κι ο χρόνος για φλυαρίες μας σώθηκε πια.

 

 

yolo

.

.

.

 

Πρέσπες

Σ’αυτά τα νερά ήταν που κάποτε αγόρια και κορίτσια τα έβαλαν με τον ιμπεριαλισμό. Σ’αυτά τα νερά ονειρεύτηκαν έναν διαφορετικό κόσμο αλληλεγγύης και ισότητας, τον κομμουνισμό, και υπέγραψαν το όνειρό τους με το όπλο στο χέρι.

DSE TAXEIA

Δεν τους αρκεί των αφεντικών να νικούν. Δεν είναι ολοκληρωμένη η νίκη τους αν δεν ξεφτιλίσουν τον τσακισμένο σκλάβο. Παίρνουν τα όνειρά μας και τους κρεμούν φριχτά κουδούνια, τα παραμορφώνουν και μας τα πουλάνε ξανά και ξανά, ένα σάπιο εμπόρευμα ελπίδας σ’ανθρώπους σε αθλιότητα.

Να είσαι το μαντρόσκυλο του ιμπεριαλισμού σε μια ολόκληρη περιοχή κι αυτό να το πουλάς σα διεθνισμό, χειροκροτώντας σαν ηλίθιος την ώρα που τραγουδάς το Happy Birthday στον κύριο Matthew Nimetz.

Καισαριανή πρώτα, Μπελογιάννης, και τώρα Πρέσπες. Έτσι το βλέπω εγώ.

(Η φωτογραφία είναι του Απόστολου Μουσούρη, φωτογράφου του ΔΣΕ, από το λεύκωμα που κυκλοφόρησε πρόσφατα η ΣΕ στα πλαίσια των εορτασμών για τα 100 χρόνια ιστορίας του ΚΚΕ)

 

Πραξικόπημα της πλάκας, αλλά όχι για γέλια

Το χθεσινό κάλεσμα της ΧΑ σε πραξικόπημα εξελίχθηκε -όσον αφορά στο πρακτικό αποτέλεσμά του- σε φάρσα. Μερικές δεκάδες ακροδεξιών και παραθρησκευτικών έξω από τη Βουλή σε ένα σόου-ανθολογία του «τρισχιλιετούς ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», σε αγωνιστική ετοιμότητα για την κατάληψη της εξουσίας, ενώ μέσα στη Βουλή ο αρχηγός της ΧΑ διέγραφε τον εισηγητή του πραξικοπήματος την ίδια στιγμή που εκείνος ανακαλούσε και δήλωνε ότι είπε και μια κουβέντα παραπάνω, λόγω παυλομελάδικου οίστρου προφανώς.

Όσο κι αν όλα αυτά έχουν σαφώς μια γελοία πλευρά, όσο κι αν η ακροδεξιά δεν θα μπορέσει ποτέ να απαλλαγεί από τα γονίδια-Τεχέρο της, όσο κι αν κάθε πρόκλησή της ακολουθείται από κλαψουρίσματα, μετάνοιες, δηλώσεις σε στυλ «εγώ πήγαινα τη γιαγιά να ανάψει ένα κεράκι στην αγιαμαρίνα και ούτε που κατάλαβα πώς βρέθηκα ξαφνικά να ξυλοφορτώνω τον τάδε», δεν μπορώ να καταλάβω την υπερ-cool στάση των αριστερών μας απέναντι σε όλα αυτά. Αν κανείς δεν έχει πάρει σε έξτρα δόση αναβράζον σκεύασμα του παυσίπονου «η Δημοκρατία μας είναι θωρακισμένη», δεν μπορώ να καταλάβω πώς στο διάολο αντιμετωπίζει όλα αυτά σαν ένα επεισόδιο μιας τηλεοπτικής σειράς. Ακόμη περισσότερο, μου είναι αδιανόητο να ευθυγραμμιστώ με την πλακίτσα των συριζαίων, τη στιγμή που οι ναζιστικές συμμορίες -ακόμη και μέσα από απανωτά φιάσκο- φαίνεται να προσπαθούν να συσπειρωθούν και να ξαναβγαίνουν στο δρόμο.

Η ΧΑ χθες έπαιξε και έχασε. Η πλακίτσα υπερτονίζει το «έχασε» του πράγματος, κι έτσι εξαφανίζεται το πρώτο σκέλος: ότι «έπαιξε». Αυτό που έγινε χθες -ξαναλέω, όσο κι αν το πρακτικό του αποτέλεσμα ήταν η φάρσα- ήταν μια τολμηρή κίνηση της ΧΑ να βρεθεί στην πρωτοπορία της εθνικιστικής υστερίας. Έχοντας βγει από το περιθώριο, έχοντας φωτογραφηθεί σε χαριτωμένες πόζες φάτσα-κάρτα σε κάθε ένα από τα τελευταία εθνικιστικά συλλαλητήρια «για τη Μακεδονία», επιχείρησε να καπαρώσει ρόλο πρωταγωνιστή. Από τη στιγμή που η ΝΔ έκανε το κοινοβουλευτικό βήμα να καταθέσει πρόταση μομφής (αλλά όχι σήμερα, βρε κουτά. Αύριο, αφού ψηφιστούν τα προαπαιτούμενα! Άλλοι τιτάνες από κει…), η ΧΑ είχε την επιλογή ή να γίνει η θορυβώδης ουρά του Κούλη ή να κλιμακώσει. Με εκατοντάδες χιλιάδες μακεδονομάχους έξω στην πλατεία Συντάγματος, το κάλεσμα για ανατροπή της κυβέρνησης με τον παλιό-καλό χακί τρόπο μπορεί να φάνταζε ένα καλό σχέδιο. Μπορεί να μην είχαν ακόμη τη δυνατότητα να το πραγματοποιήσουν, αλλά όλα τα φώτα θα ήταν πάνω τους. Έτσι, ο βουλευτής είπε αυτά που είχε να πει (γραμμένα σε χαρτί, και όχι «αυθόρμητα»), οι συναγωνιστές του χειροκρότησαν με χαρά, αλλά… έλλειπαν οι εκατοντάδες χιλιάδες, οι δεκάδες χιλιάδες, έλλειπαν ακόμα και οι χιλιάδες και -αλίμονο!- και οι εκατοντάδες.

Αυτό είναι το στοιχείο που μετέτρεψε ένα πολιτικό σχέδιο σε φιάσκο. Εάν στην πλατεία Συντάγματος παιζόταν το «κακός χαμός στις αμμουδιές του Ομήρου ΙΙ», κανείς από κείνους που σήμερα γελούν στις τηλεοράσεις, που εκθειάζουν την αποτελεσματικότητα του «συνταγματικού τόξου», που κάνουν πλακίτσα, δεν θα έβγαζε άχνα. Εάν οι αριθμοί είχαν μαζευτεί, τα κανάλια θα μας έλεγαν «κάλεσαν σε πραξικόπημα για το ποδόσφαιρο», όπως μας έλεγαν τη μέρα που τάγμα εφόδου της ΧΑ έσφαξε τον Παύλο Φύσσα. Το «εάν», θα μου πεις, είναι μεγάλη κουβέντα, και το ότι τελικά το κάλεσμα σε συλλαλητήριο πήγε άπατο έχει τη σημασία του. Φυσικά και την έχει, όμως αυτό ας το σκεφτούν εκείνοι που τροφοδοτούν το κλίμα του εθνικού πανικού (κλίμα ολοκληρωτικά στην υπηρεσία της ελληνικής ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας) σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, από τη Δεξιά μέχρι το ΚΚ και ακόμα και κάποιους εξωκοινοβουλευτικούς.

Το κρίσιμο στοιχείο της χθεσινής μέρας, λοιπόν, δεν είναι ότι η ΧΑ απέτυχε (απέτυχε συνολικά; συσπείρωσε μήπως κάποιο κομμάτι εθνικιστών; σταματάει ο ναζισμός επειδή κάποια από τα πραξικοπήματά του αποδεικνύονται «της μπυραρίας»;), αλλά ότι η ΧΑ αισθάνθηκε ότι είχε έρθει η ώρα να κάνει κίνηση. Ακόμα περισσότερο, κανένας δεν φαίνεται να προβληματίζεται από το γεγονός ότι η ΧΑ απέτυχε από μόνη της, ότι εκείνη την ίδια στιγμή (με όρους πολιτικού χρόνου) που κάλεσε σε πραξικόπημα, δεν βρέθηκαν μπροστά της εκείνες οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα την τσάκιζαν μια για πάντα.

Σήμερα μπορεί να επικρατεί διάθεση πλάκας, μπορεί να παρακολουθούμε την εξέλιξη της «άγριας καταδίωξης στο Ξηρόμερο» από τα ΜΜΕ, μπορεί να βλέπουμε τους Καμμένο και Κουβέλη να έχουν ψηλώσει από δυο μέτρα ο καθένας και να καμαρώνουν στον τηλεοπτικό καθρέφτη φορώντας την κοινοβουλευτική λεοντή, αλλά ποιοι πραγματικά θα σταματήσουν τους ναζί;

Ποιοι θα σταματήσουν τους ναζί; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα σήμερα. Κι αν ποντάρεις στη νεράιδα της «θωράκισης της Δημοκρατίας», αυτή είναι πνιγμένη κάπου στη Μεσόγειο, μαζί με τόσους και τόσους πρόσφυγες. Να! Έχω και τη φωτογραφία…

kastelorizo

Χτύπος

Από μαθητής, κάθε φορά που ο δάσκαλος μας μιλούσε για κάποιον από τους μεγάλους πολέμους, είχα στο μυαλό μου καρφωμένη μια απορία. Τι σκεφτόταν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής; τι έκαναν για να σταματήσουν τον πόλεμο; Δυστυχώς, οι απαντήσεις θόλωναν καθώς ο περίγυρος είχε τον τρόπο του να διοχετεύει τη σκέψη μας σε παρελκυστικές εικόνες, του κακόγουστου εθνικιστικού τύπου κυρίως.

Και να που ήρθε η πραγματικότητα για να θέσει, με το δικό της τιτάνιο τρόπο, ξανά το ερώτημα. Τι στο διάολο θα κάνουν οι άνθρωποι μπροστά σε τούτον τον επικείμενο πόλεμο;

Πριν λίγες μέρες πραγματοποιήθηκε στην πόλη μας ένα εθνικιστικό συλλαλητήριο, απ’αυτά «για τη Μακεδονία». Για την επιτυχία του κινητοποιήθηκαν στο φως της μέρας διάφοροι πολιτιστικοί σύλλογοι (δεν θέλω να αναφερθώ παραπέρα, για όποιον/α ενδιαφέρεται τα καλέσματα υπάρχουν στο internet) καθώς και κάποιες ομάδες ορθόδοξων χριστιανών, και πίσω από το φως διάφοροι εθνικιστές, ναζί και τραμπούκοι, που τόσα χρόνια -ακόμη και στην εποχή της θεαματικής ανόδου των εκλογικών ποσοστών της ΧΑ- δεν είχαν καταφέρει να εμφανιστούν ανοιχτά στην πόλη.

Το συλλαλητήριο αυτό -παρά την προώθηση, την κάλυψη, και τα θριαμβευτικά ρεπορτάζ- υπήρξε μια οικτρή αποτυχία. Μια πλατεία πλημμυρισμένη από υπαλλήλους των σωμάτων ασφαλείας, κάποιες εκατοντάδες περαστικών που στεκόταν για λίγα λεπτά για να καταλάβουν και να φωτογραφίσουν, και στη μέση της πλατείας μια μάζωξη 700 περίπου ανθρώπων, που παρίστανε τη λαοθάλασσα που τους είπαν ότι θα είναι αλλά δεν ήταν…

Δυστυχώς, αυτό το εθνικιστικό φιάσκο κατάφερε να προκαλέσει μια θλιβερή καινοτομία. Μέσα στις συλλογικότητες που το υποστήριξαν φιγουράρισε και η ΕΛΜΕ Ιωαννίνων, το εργασιακό σωματείο των καθηγητών και καθηγητριών της Μέσης Εκπαίδευσης (για την ιστορία, η απόφαση πάρθηκε στο ΔΣ του σωματείου με τις ψήφους της ΔΑΚΕ, μία ψήφο από την ΠΕΚ και ένα λευκό από τις ΣυνΕΚ). Το σωματείο μας είναι εδώ και καιρό στα κακά του τα χάλια, αυτό είναι αλήθεια, μα αυτή η απόφαση ήταν ένας εξευτελισμός που με στενοχώρησε αφάνταστα.

Ξέρεις, υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι να αποτρέψεις τον πόλεμο κι ακόμη περισσότεροι για να τον ξεκινήσεις. Πολλά μπορούν να ειπωθούν για το αν στην ιστορία η μία ή η άλλη απόφαση ήταν προς την κατεύθυνση της ειρήνης ή του πολέμου, για το αν πέτυχε το σκοπό της, για το αν πέτυχε το αντίθετο απ’αυτό που προσδοκούσε, μα σίγουρα υπάρχει μια τακτική που δεν λαθεύει: κάθε φορά που χτυπάς το τύμπανο του πολέμου ο πόλεμος έρχεται πιο κοντά. Εκείνος που σηκώνει το χέρι του για να χτυπήσει το μακάβριο αυτό τύμπανο δεν έχει δικαιολογία, δεν μπορεί να πει «το έκανα για την ειρήνη, το έκανα για τη ζωή», εκτός κι αν είναι ένας τελειωμένος υποκριτής.

Με την απόφασή της η ΕΛΜΕ Ιωαννίνων χτύπησε το τύμπανο του πολέμου. Δεν υπάρχει δικαιολογία γι’αυτό. Το χτύπημα αυτό γίνεται ακόμη πιο ντροπιαστικό αν σκεφτεί κανείς τι πραγματικά σήμαινε: ένα σωματείο δασκάλων, αυτών που περισσότερο απ’όλους θα έπρεπε να θυμίζουν μέχρι τελευταία στιγμή τις συμφορές του πολέμου, αυτών που θα έπρεπε να κρατάνε με νύχια και με δόντια τα νιάτα στο δρόμο της ζωής, της γνώσης και της δημιουργίας, αυτό το συγκεκριμένο σωματείο φώναξε στους μαθητές και τις μαθήτριες «φύγετε από τις αίθουσες, φορέστε τη στολή και πάτε να σκοτώσετε και να σκοτωθείτε». Μπορείς να κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις, μπορείς να πεις ότι στο κάτω-κάτω ήταν «απλά ένα συλλαλητήριο για τα δίκαια της χώρας». Ό,τι και να πεις όμως, όποια δικαιολογία και σοφιστεία και να επιστρατεύσεις, το χέρι του σωματείου μας κατέβηκε πάνω στο τύμπανο, το χτύπησε και, κρυμμένο πίσω από «τα δίκαια της χώρας», ψέλλισε «πόλεμος!».

Δεν με ενδιαφέρει το ότι η απόφαση αυτή συντρίφτηκε πάνω στην ολοκληρωτική απουσία εκπαιδευτικών από τη θλιβερή εθνικιστική φιέστα. Δεν με ενδιαφέρει για ποιους λόγους, κάτω από ποιες πιέσεις ή προσδοκίες (πολιτικές ή και προσωπικές) προέκυψαν οι ψήφοι που στήριξαν αυτό το αίσχος. Η πραγματικότητα της υπογραφής δεν αλλάζει, το σωματείο των εκπαιδευτικών έχει πολλή δουλειά μπροστά του για να ξεπλύνει το τεράστιο αυτό σφάλμα.

Λέω «σφάλμα» ενώ μόλις πριν έγραψα για «πιέσεις» και για «προσδοκίες». Μπορεί να είναι κι έτσι. Μπορεί αυτή να είναι η απάντηση στο ερώτημα «τι έκαναν οι άνθρωποι μπροστά στον πόλεμο;». Τι έκαναν; Τι άλλο από τις συνηθισμένες μικροβρωμοδουλειές τους…

sillalitiriomkd

(Η φωτογραφία είναι από το δημοσιογραφικό site «Τύπος Ιωαννίνων», http://www.typos-i.gr)

Για την απεργία ή «απεργία» της 30 του Μάη

Μια περίεργη κατάσταση έχουμε μπροστά μας. Η ομοσπονδία μας μάς καλεί να απεργήσουμε στις 30 του Μάη όχι απλά με ένα εργοδοτικό πλαίσιο αλλά και συμμετέχοντας σε ένα διαταξικό μπλοκ με τον εύγλωττο τίτλο «κοινωνική συμμαχία». Πολλές γνώμες έχουν ακουστεί από τους συντρόφους και τις συντρόφισσές μου για το τι πρέπει να κάνουμε -σε μια συζήτηση που (χωρίς να το θέλω) μπόρεσα να παρακολουθήσω μόνο επιφανειακά- γνώμες που κινούνται από το «δεν τρέχει τίποτα, είναι μια απεργία σαν όλες τις άλλες» μέχρι το «να σαμποτάρουμε αυτό το πράμα που δεν είναι καν απεργία». Κατά μία έννοια, όλες οι τοποθετήσεις έχουν μέσα τους δίκιο -αυτή είναι η εποχή μας, τέτοια παλαβά θέματα μας ξερνάει. Η πολιτική όμως δεν γίνεται ψάχνοντας τα μέρη δίκιου που μπορεί να έχει η κάθε συλλογιστική, μα ανιχνεύοντας εκείνον τον κύριο άξονα που μπορούμε να πιαστούμε ή για να εκτιναχθούμε ή έστω να κρατηθούμε.

Χωρίς να μπορώ να πάρω μέρος στο διάλογο, αρκούμαι στη διατύπωση μερικών ερωτημάτων.

  • Η στάση μας απέναντι σε μια κινητοποίηση καθορίζεται από το πόσο ξεφτιλισμένες είναι οι ηγεσίες μας; αν ναι, έχω κάποια νέα, αλλά μεταξύ μας: οι ηγεσίες μας δεν είναι απλά ξεφτιλισμένες αλλά τελειωτικά εξαγορασμένες. Ήταν από καιρό, ήταν ακόμη και στη μεγάλη απεργιακή άνοδο των πρώτων μνημονιακών χρόνων, όταν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και εργαζόμενες ανταποκρινόταν στα καλέσματά τους.
  • Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι εχθρός μας ή εμπόδιο στην πάλη μας κατά του εχθρού; Εάν πρόκειται για έναν εχθρό που εμφανίζεται έτσι αυτόνομα, αν είμαστε μπροστά στο ιστορικό παράδοξο όπου η γραφειοκρατία μιας κοινωνικής τάξης που δεν έχει καμία εξουσία μπορεί να έχει τέτοια δύναμη, τότε έχουμε πολλά να ξανασκεφτούμε, και το τι θα κάνουμε στην απεργία της 30 του Μάη είναι το λιγότερο.
  • Ποιος είναι ο στόχος των αφεντικών στη συγκρότηση της «κοινωνικής συμμαχίας»; Επιθυμούν μήπως οι βιομήχανοι και οι εφοπλιστές να κινητοποιήσουν το προλεταριάτο στο δρόμο υπό τα συνθήματα της μπουρζουαζίας ή μήπως πρόκειται για το αντίθετο; Μήπως, δηλαδή, ο πραγματικός στόχος των αφεντικών είναι η παραπέρα παράλυση μιας τάξης ήδη παραδομένης στη σύγχυση και την απογοήτευση; Μήπως το κέρδος των αφεντικών είναι η ακόμα μεγαλύτερη απαξίωση των συνδικάτων;
  • Ποιος είναι ο στόχος των εργατοπατέρων στη συμμετοχή τους στην «κοινωνική συμμαχία»; Αυτό που φέρνουν στα τραπέζια των αφεντικών είναι εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιζόμενων προλετάριων ή μήπως το αντίθετο, δηλαδή, την ολοκληρωτική μετατροπή του συνδικαλισμού σε μια διαδικασία που κρίνεται στα σαλόνια της μπουρζουαζίας με συναντήσεις «κορυφής»;
  • Σε συνέχεια των παραπάνω ερωτημάτων, πώς θα εξυπηρετηθούν οι στόχοι τόσο των αφεντικών όσο και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας εάν η συμμετοχή στην απεργία είναι μεγάλη και πώς αν είναι ασήμαντη; Εάν, με λίγα λόγια, το βράδυ της απεργίας μετρήσουμε μεγάλα ποσοστά (λέμε τώρα…) στα σαλόνια των αφεντικών και των γραφειοκρατών θα ακουστεί με ανακούφιση «ουφ! Τους βάλαμε για τα καλά στο τσεπάκι!» ή θα επικρατήσει προβληματισμός;
  • Με δεδομένο ότι το απεργιακό πλαίσιο της ομοσπονδίας είναι αντιδραστικό, κρίνουμε ότι οι συνάδελφοι και οι συναδέλφισσες που θα απεργήσουν, θα το κάνουν για το πλαίσιο αυτό; Κρίνουμε ότι όλον αυτό τον καιρό το κοινωνικό βάρος των απεργιών που κάναμε παιζόταν στο πλαίσιο;

Οι απαντήσεις σ’αυτά τα μικρά ερωτήματα καθορίζουν τη δική μου (αναγκαστικά προσωπική) στάση. Θα ήθελα κάποια στιγμή να συζητήσουμε πάνω στα όρια του πότε η συμμετοχή σε μια απεργία μπορεί να είναι «προοδευτική» ή «αντιδραστική», αλλά δυσκολεύομαι, μιας και -μέχρι τα τώρα- οι μόνες φορές που έχω κάνει τέτοιες συζητήσεις είναι με συναδέλφους και συναδέλφισσες που έψαχναν θεωρητικοποίηση στην απροθυμία τους να απεργήσουν ή και στην ανοιχτή τους εχθρότητα προς την απεργία και τα συνδικάτα γενικότερα.

 

mafalda

 

 

Previous Older Entries Next Newer Entries