Περί προσώπων

Για μια πολύ μικρή μειοψηφία ανθρώπων, που ανέπτυξε μια στάση συνολικής εναντίωσης στο υπάρχον, η αλληλεγγύη στους από κάτω έρχεται φυσικά και άνευ όρων. Δεν χρειάζεται να απολυθούν για να πάρουν το μέρος των απολυμένων, να μεταναστεύσουν για να σταθούν δίπλα στους πρόσφυγες κλπ, αντιλαμβάνονται δηλαδή την εκμετάλλευση ως όλο, που τους περιλαμβάνει αναγκαστικά, καθολικά, αν όχι γενικά. Μια άλλη μειοψηφία συντάσσεται απολύτως με το υπάρχον και θα το υπηρετήσει με κάθε μέσο. Για τους περισσότερους, όμως, ανθρώπους δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αυτοί αποδέχονται την πραγματικότητα όπως τους παρουσιάζεται, με τα φίλτρα που τους παρέχει αυτή η πραγματικότητα. Άλλα τους ενοχλούν σαν ξεπεράσουν κάποιο όριο, με άλλα συμφωνούν σαν τους βολεύουν ειδικά, με άλλα υιοθετούν το γνωστό «ε, τι να κάνουμε!». Έρχεται, όμως, αναπόφευκτα κάποιο γεγονός που τους βγάζει από την τέτοια μακαριότητα. Για λίγο μπορεί να γίνουν οι πιο μαχητικές προσωπικότητες, πιο λυσσασμένοι στον αγώνα κι από την πιο λυσσασμένη επαναστάτρια. Το έχουμε δει στα σχολεία μας, στη γειτονιά, στο χώρο εργασίας μας, στην αντίδραση σε κάποιο μεγάλο γεγονός. Ανάλογα με την εποχή, την έκβαση του αγώνα, το ρόλο των πολιτικών υποκειμένων κλπ, αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να κερδηθούν σε μια μεγάλη υπόθεση, μπορεί, όμως, να επιστρέψουν στην προηγούμενη κατάσταση. Τίποτε απ’όλα αυτά δεν είναι περίεργο. Ο λόγος που το γράφω όλο αυτό είναι δύο συμμετρικές υποθέσεις της επικαιρότητας. Από τη μία η Μπίκα, η οποία από πρόσωπο-αιχμή ενός γενικότερου αγώνα κατέληξε σε ένα ακροδεξιό κόμμα. Από την άλλη η Καρυστιανού, που σήμερα αποτελεί την αιχμή ενός αγώνα τραβώντας πάνω της την οργή του εθνικού βόθρου, ο οποίος ψαχουλεύοντας μήπως βρει κάτι να την χτυπήσει ξέθαψε ένα ποστ της για την τραγωδία στο Μάτι. Οι αντιδράσεις των φίλων με προβλημάτισαν ιδιαίτερα. Από τη μία κάποιοι έσπευσαν να ακυρώσουν συνολικά τον αγώνα που έδωσαν με αιχμή τη Μπίκα, από την άλλη προβάλλουν κάποια απόλυτα σαθρά επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν το παλιό ποστ της Καρυστιανού. Η κλωστή που συνδέει τις δύο αυτές αντιδράσεις είναι η άρνηση της αλλαγής, η πεποίθηση ότι τα πράγματα μένουν απαράλλαχτα∙ πεποίθηση ολότελα λαθεμένη. Αν κανείς παραδοθεί σ’αυτή τη λογική η υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής γίνεται απλά μια ταυτότητα, λεκτικές μπουρμπουλήθρες με τις οποίες πορευόμαστε ανέξοδα χωρίς να τις πιστεύουμε. Δεν υπάρχει τίποτε το περίεργο στο να αλλάζει ένας άνθρωπος μπροστά σε ένα κομβικό για τη ζωή του γεγονός. Αν δεν πιστεύουμε στα θρησκευτικά παραμύθια, αν δεν πιστεύουμε δηλαδή ότι η επαναστατική συνείδηση έρχεται ως επιφοίτηση, η δουλειά όσων υποτίθεται ότι δουλεύουμε γι’αυτή την επαναστατική συνείδηση δεν είναι ούτε η αναπαραγωγή της αστικής μοιρολατρίας ούτε το τζογάρισμα πάνω στο αν και πόσο γρήγορα θα κλείσουν τα ρήγματα που άνοιξαν στη συνείδηση ενός ανθρώπου (ή πολλών) ούτε η μιζέρια ενός αυτοεπιβεβαιωτικού «σας τα έλεγα εγώ! Όλοι οι άλλοι ξεπουλιούνται!». Η δουλειά μας είναι να πιάσουμε αυτά τα ρήγματα και να τα ανοίξουμε στο έπακρο. Αν είναι κάτι που πρέπει να προσέξουμε, αυτό δεν είναι η αλληλεγγύη και η κινητοποίηση, αλλά το αν αυτή πραγματώνεται με τους όρους της ρήξης ή τους όρους του υπάρχοντος. Και εδώ, οι περιπτώσεις της Μπίκα και της Καρυστιανού έχουν κάτι κοινό. Ορισμένοι φίλοι, απορρίπτοντας φυσικά τις κατηγορίες και τη λάσπη του εθνικού βόθρου, υποστήριξαν τον αγώνα των δύο αυτών γυναικών όχι με τη ματιά στο καθολικό, αλλά με μια ρητορική φτηνής συγκίνησης, εντελώς ατομική, ρητορική που σε τελική ανάλυση αρνείται το δικαίωμα αυτών των προσώπων να λειτουργούν ως συνειδητά πολιτικά υποκείμενα. Αν η Καρυστιανού είναι για ορισμένους φίλους «η απόλυτη μάνα», που κάθε κριτική απέναντί της είναι απαγορευμένη, τότε ποια είναι η ρήξη με το υπάρχον; Ας το κλείσουμε εδώ: απέναντι στην σπέκουλα του εθνικού βόθρου ότι «η Καρυστιανού θα γίνει βουλεύτρια», «η Μάγδα Φύσσα το κάνει για τη δημοσιότητα και κάποια αποζημίωση», «η Μπίκα σάς την έφερε! Χαχα!» και όλα αυτά τα εμετικά, αυτό που μας προφυλάσσει δεν είναι η αντιμετώπιση των ανθρώπων σαν εικονίσματα, αλλά σαν ανθρώπους. Απλό είναι.

Η ΟΛΜΕ και η «κατήχηση»

Το σημερινό, πανάθλιο φυσικά, «σκίτσο» του Χαντζόπουλου οπτικοποιεί τη συκοφαντική γραμμή Πιερρακάκη σε σχέση με την ανακοίνωση της ΟΛΜΕ για την Παλαιστίνη. Το κάνει με τη συνήθη πρακτική της νέας ακροδεξιάς, επιχειρεί δηλαδή την πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας.

Η ΟΛΜΕ (μια συνδικαλιστική ομοσπονδία) εμφανίζεται ως φορέας της παιδαγωγικής πράξης. Σα να λέμε, οι εκπαιδευτικοί της χώρας μπαίνοντας στην τάξη αντί για διδακτικά εγχειρίδια έχουν τις ανακοινώσεις της Ομοσπονδίας και το αναλυτικό πρόγραμμα είναι το πρόγραμμα δράσης της ΟΛΜΕ. Παρακάτω, όμως, βλέπουμε κάτι ακόμη πιο χαρακτηριστικό της νέας ακροδεξιάς. Η ΟΛΜΕ κατηγορείται για κατήχηση (μάλλον χειραγώγηση και καταπίεση, αν κρίνουμε από τα δεμένα παιδιά-ομήρους) των παιδιών. Ενδιαφέρον. Πού, όμως;

Το Σχολείο είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς, πιο μαζικούς, πιο κοινά αποδεκτούς, μηχανισμούς κρατικής κατήχησης. Στο Σχολείο, τόσο μέσω του επίσημου αναλυτικού προγράμματος όσο και του «κρυφού», εμπεδώνεται η κυρίαρχη ιδεολογία. Τα σχολικά βιβλία, οι κανόνες συμπεριφοράς, οι προσευχές και οι εκκλησιασμοί, οι σημαίες και οι παρελάσεις, οι επιβραβεύσεις και οι τιμωρίες, οι «δράσεις» και οι διαγωνισμοί, όλα αναπαράγουν την κυρίαρχη ιδεολογία με τρόπο που μοιάζει φυσικός και αυτονόητος. Ακριβώς γι’αυτό, για να συνεχίσει να μοιάζει αυτονόητος και φυσικός, πρέπει να μην αμφισβητείται με κανέναν τρόπο. Αυτός είναι ο λόγος που κάθε προοδευτική παιδαγωγική πράξη αντιμετωπίζεται πάντα από ένα σκηνοθετημένο ηθικό πανικό, από φωνές καταδίκης των εκπαιδευτικών, από την απαίτηση «σκάστε και ΚΑΝΤΕ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΑΣ!». Ποια είναι αυτή η δουλειά; Η κρατική κατήχηση. Κάθε παρέκκλιση από αυτή είναι ανεπίτρεπτη. Ο στόχος της προπαγάνδας τύπου Χαντζόπουλου, λοιπόν, είναι τούτος: η παρουσίαση μιας προβληματικής για το κράτος πτυχής της προσωπικότητας των εκπαιδευτικών ως απειλή για τα ίδια τα παιδιά. «Προσοχή, Έλληνες! Οι αριστεροί εκπαιδευτικοί κάνουν κατήχηση στα παιδιά σας!». Τι κι αν η πραγματικότητα είναι άλλη; Τι κι αν είναι ακριβώς το έργο των μάχιμων εκπαιδευτικών μέσα στις ρωγμές της κρατικής κατήχησης που μπορεί να ανοίξει δρόμους στα παιδιά; Τίποτα. Οι Χαντζόπουλοι βλέπουν ως χαρά, μάθηση και δημιουργικότητα την προσευχή, τις γραμμές, την έπαρση σημαίας και τις διήμερες αποβολές, και κατήχηση οτιδήποτε προωθεί, έστω και χλιαρά,την κριτική εξέταση του υπάρχοντος.

Ας είναι. Υπάρχουν κι αυτοί. Τι υπηρετούν;

Μπροστά στην απεργία της Τετάρτης

Μπροστά στην απεργία της Τετάρτης, ενάντια στην Αξιολόγηση, χρειάζεται μόνο ένα πράμα να πούμε: η Αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι μέρος μιας μεγάλης εργαλειοθήκης (μαζί με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, την Τράπεζα Θεμάτων, την αυτονομία της σχολικής μονάδας, τη διάλυση του Αναλυτικού Προγράμματος σε «δράσεις», την «τηλεκπαίδευση κλπ), που αλλάζει το χαρακτήρα του Δημόσιου Σχολείου από ειδικό χώρο κοινωνικοποιημένης μάθησης σε γενικό χώρο παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Αυτό το νέο μοντέλο δεν μπορεί να υπηρετηθεί παρά από υπαλλήλους με την πιο στεγνή έννοια της λέξης. Έτσι, η Αξιολόγηση χτυπά την ελευθερία της παιδαγωγού να αντιμετωπίσει με υπευθυνότητα τις ιδιαίτερες ανάγκες των παιδιών της μέσα στην ομάδα και στα πλαίσια του ενιαίου προγράμματος, και την αντικαθιστά με ένα κυνήγι τυπικών επιδόσεων (βαθμοί των παιδιών, «χαρτιά» από σεμινάρια, συμμετοχή σε προγράμματα κλπ). Την ίδια στιγμή χτίζει ένα απόλυτα ομογενοποιημένο πλαίσιο ελέγχου, που όποιος δεν μπορεί να το περάσει -«τι να κάνουμε! δεν υπάρχει ισότητα στη Φύση!»- θα πετιέται έξω. Οι εκπαιδευτικοί στο Δημόσιο Σχολείο βασιζόταν πάντα στη δυνατότητά του να δίνει συνεχώς ευκαιρίες, δεύτερες, τρίτες και εκατοστές, στα παιδιά. Αυτό ο μέσος νεοφιλελεύθερος κανίβαλος το θεωρεί «ασυδοσία», μια παθογένεια που πρέπει να λήξει και με το άγριο αν χρειαστεί (στην πραγματικότητα μιλάει από το βάθρο αυτού που η ζωή του εξασφάλισε ως προνόμιο… ή νομίζει πως του εξασφάλισε). Η Αξιολόγηση έρχεται χαϊδεύοντας τα αυτιά όσων (δικαιολογημένα, αλλά όχι πάντα για τους σωστούς λόγους) βλέπουν το Δημόσιο Σχολείο ως ανεπαρκές, αλλά όχι για να διορθώσει οτιδήποτε (εάν αυτή ήταν η πραγματική πρόθεση υπάρχουν τόνοι προτάσεων από τα συνέδρια των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών, των ενώσεων γονέων και κηδεμόνων, του μαθητικού κινήματος, που θα μπορούσαν επιτέλους να συζητηθούν), μα για να καταργήσει το ίδιο το Δημόσιο Σχολείο στην ουσία του.

Τώρα, ενδεικτικό των διαθέσεων των περί Αξιολόγησης είναι ο χυδαίος εκβιασμός προς τους/τις νεοδιόριστους συναδέλφους και συναδέλφισσες. Φτάσαμε να ανακαλούνται με το έτσι θέλω οι μονιμοποιήσεις τους για να ξανακριθούν με βάση το αν θα αξιολογηθούν. Παιδιά που δοκιμάστηκαν για χρόνια στην αναπλήρωση, που σκίστηκαν να μαζέψουν τα «χαρτιά» που τους ζήτησε ο Γαβρόγλου, εκβιάζονται τώρα να λειτουργήσουν σαν Δούρειος Ίππος για έναν ολόκληρο κλάδο. Αυτούς τους ανθρώπους δεν πρέπει κανείς να τους αφήσει μόνους. Δεν πρέπει να τους αφήσουμε στην αγωνία του να πρέπει να κάνουν κάτι ολοφάνερα λάθος προκειμένου να βρουν μια εργασιακή σιγουριά(;). Δεν πρέπει να τους αφήσουμε απροστάτευτους και μετά να τους κατηγορούμε βολικά ότι άνοιξαν το δρόμο για τους υπόλοιπους. Οι εκπαιδευτικές ομοσπονδίες προκήρυξαν όπως προκήρυξαν την απεργία: βαριεστημένα, με το βλέμμα στις εκλογές, με το μυαλό τους μόνιμα δεσμευμένο στις κομματικές και υλικές εξαρτήσεις τους και δεν συμμαζεύεται. Εμείς έχουμε καθήκον να πάρουμε αυτή την απεργία και να την κάνουμε υπόθεση ολόκληρου του κλάδου. Να ξαναχτίσουμε μέσα από την υπόθεση αυτή μια νέα ενότητα σε έναν κλάδο πολυδιασπασμένο, με εσωτερικές κόντρες, διαφοροποιημένα πια συμφέροντα και επιδιώξεις. Εμείς, που ακόμη μπορούμε, να κρατήσουμε ανοιχτό το δρόμο. Όχι για μας, μα για όλους. Εδώ θα κριθείς, δάσκαλε και δασκάλα. Εδώ θα δείξεις αν ο Ρίτσος σου, ο Θουκυδίδης σου, οι Αϊνστάιν και οι Κιουρί σου, οι εξισώσεις και τα συντακτικά σου, οι Αντιγόνες και όλοι οι διαβόλοι σου έχουν έστω και κάποια μικρή σημασία. Αυτό είναι το μάθημα των μαθημάτων.

Παλιές αγάπες

Μια αντίληψη που ποτέ δεν τεκμηριώθηκε, αλλά δουλεύτηκε συστηματικά μέσα στην κοινωνία (τελευταία κερδίζει έδαφος και σε ανθρώπους της Αριστεράς, αν και συνήθως την εκφράζουν προσεκτικότερα) είναι ότι το βασικό πρόβλημα της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι η «ασυδοσία».

Σύμφωνα με το μύθο, εκεί γύρω στα 1982, και παρά τη λυσσαλέα αντίσταση του εθνικού κορμού, το μαρξιστικό παρακράτος με ηγέτη τον Ανδρέα Παπανδρέου κατέλαβε ΚΑΙ την Εκπαίδευση και έδωσε το σύνθημα «κάντε ό,τι γουστάρετε!».

Το αποτέλεσμα, όπως το βλέπουν οι συντηρητικοί μας ήταν ότι «χάθηκε η πειθαρχία», «χάθηκαν οι αξίες και ο σεβασμός», «κυριάρχησε η λογική της μικρότερης προσπάθειας». Ενδεικτικό της εποχής μας είναι ότι η προεκλογική καμπάνια της Κεραμέως στηρίχθηκε αποκλειστικά στις τέτοιες κοινοτοπίες.

Φυσικά, κανένας τους τόσα χρόνια δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να μας εξηγήσει τι ακριβώς εννοεί, πώς έγινε αυτό που έγινε, γιατί είχε αυτές τις επιπτώσεις, γιατί αποτελεί τον κύριο παράγοντα προβλημάτων του εκπαιδευτικού μας συστήματος κλπ.

Αυτό που κάνουν είναι να επαναλαμβάνουν αλήθειες στέρεες μόνο στο μυαλό της συντηρητικής συνήθειας. «Είναι καλύτερο να υπάρχει πειθαρχία παρά να μην υπάρχει», «νεολαία που αντιμιλά στους εκπαιδευτικούς αύριο θα πετάει μολότωφ», «χρειαζόμαστε 30 ώρες την εβδομάδα αρχαία και μαθηματικά για να στρώσουν οι κώλοι» και άλλα τέτοια.

Οι άμεσες λύσεις που πρότειναν πάντα οι συντηρητικοί μας (αλλά και οι συριζαίοι μας, πασπαλισμένο με γιαλαντζί μαρξισμό) ήταν δύο: α) σφίξιμο των βαθμών των παιδιών, εξετάσεις και ανώτερες βαθμολογικές βάσεις παντού, και β) αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.

Και οι δύο αυτές λύσεις, όπως είναι φανερό, στόχευαν και στοχεύουν όχι στο εκπαιδευτικό σύστημα, όχι στα κίνητρα, όχι στην κοινωνική συνθήκη των μαθητών, μα αποκλειστικά στα ζωντανά υποκείμενα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Στο κάτω-κάτω, ο μέσος δεξιός μας πρέπει να έχει κάτι να βρίσει∙ αν δεν είναι τα κωλόπαιδα θα είναι οι τεμπέληδες.

Για κακή τους τύχη, οι αντιστάσεις των εκπαιδευτικών και των μαθητών, καθώς και οι πολιτικές παρακαταθήκες σε ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας, ούτε τους επέτρεψαν να προχωρήσουν το πρόγραμμά τους κατά πως είχαν τάξει στα αστικά επιτελεία, ούτε έκανε τον τέτοιο λόγο γενικά ελκυστικό.

Έτσι, όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούσαν ντροπαλά να ζυμώσουν στην κοινωνία, να δηλητηριάσουν κάθε ζωντανό της κομμάτι, την άποψή τους σε μια εκδοχή «εκσυγχρονισμού», και με καλοπιάσματα τόσο των μαθητών όσο και των εκπαιδευτικών: «είναι για το καλό σας!». Ακόμη και οι αριστεροί μας το υπηρέτησαν αυτό με την περιβόητη αλλαγή της λέξης «αξιολόγηση» με την «αποτίμηση».

Όλα αυτά τελείωσαν χθες, λίγο πριν ανοίξει ο εκλογικός καρνάβαλος. Ο πρωθυπουργός, στην προσπάθειά του να δείξει τη σπουδαιότητα της νέας του επίθεσης στην Εκπαίδευση με την Αξιολόγηση, μας χάρισε ένα φροϋδεξιό ολίσθημα: η Αξιολόγηση, μας είπε, είναι «κάτι που είχε να συμβεί από 1982».
Τι συνέβη το 1982; Σε τι αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός; Μα στην κατάργηση του μισητού θεσμού του Επιθεωρητή, ενός θεσμού που χρησιμοποιήθηκε για το κοσκίνισμα και τη χειραγώγηση των εκπαιδευτικών, για την καθήλωση της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα στα επίπεδα από τα οποία θέλουν να μας ξεσκαλώσουν οι σημερινοί σωτήρες.

Αυτό ήταν, λοιπόν. Ούτε γλυκόλογα, ούτε περιστροφές. Τον Επιθεωρητή και τον επιθεωρητισμό είχαν και έχουν στο νου τους οι άνθρωποι. Ούτε το «καλό» (τι σημαίνει αυτό; Πώς ορίζεται;) της Εκπαίδευσης, ούτε τίποτα. Ένα όργανο καθολικού ελέγχου στήνουν, γιατί οι πολιτικές τους και το απαιτούν και δεν εφαρμόζονται χωρίς έλεγχο.

Το είπαμε και παραπάνω: το πρόγραμμά τους έχει καθυστερήσει. Οι διάφοροι υπηρέτες του, πράσινοι, γαλάζιοι και ροζ δεν έχουν δώσει μέχρι τώρα στην Αγορά αυτό που θέλει με τους ρυθμούς που το θέλει. Το φωνάζουν με αγωνία στις εκθέσεις τους, το λένε στις συσκέψεις τους.

Ε, ήρθε η ώρα να τους ξαναθυμίσουμε τι είναι αυτό που φοβούνται τόσο.

Το ποδήλατο

Σκέφτομαι όλα αυτά τα χρόνια το φόνο του Λουκμάν. Γιατί αυτό το παιδί; Γιατί ειδικά αυτό; Θα μου πεις, στη θέση του θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε μετανάστης∙ οι ναζί φονιάδες (μάλλον) δεν τον γνώριζαν προσωπικά. Αν δεν είχαν σκοτώσει το Λουκμάν, πιθανά θα είχαν σκοτώσει κάποιον άλλο μετανάστη εκείνο το βράδυ. Όμως γιατί το Λουκμάν; Προσπαθώ κι εγώ, τώρα, σαν ηλίθιος να βρω μια λογική στη ναζιστική πράξη που να μην περικλείεται ήδη στην έννοια «ναζισμός»; Δεν ξέρω. Ένα πράγμα, όμως, μου έρχεται ξανά και ξανά στο μυαλό. Το ποδήλατο. Το ποδήλατο του Λουκμάν. Όλα τα χρόνια που ακολούθησαν δεν έπαψα να παρατηρώ τα ποδήλατα των μεταναστών και τις αντιδράσεις των συμπολιτών μου. Ε, δεν λέω ότι είναι όλοι αυτοί ναζί, αλλά δεν μπορώ να μην σχολιάσω αυτό το θέμα. Γίνονται κάποιοι πραγματικά θηρία στη θέα ενός μετανάστη με ποδήλατο. Τι τους συμβαίνει; Ίσως ενστικτώδικα αντιδρούν στη σκέψη ενός μετανάστη που έχει κατακτήσει κάποια ανεξαρτησία. Κάθε μέρα πηγαινοέρχονται στα στρατόπεδα έξω από την πόλη εκατοντάδες μετανάστες και μετανάστριες με τα πόδια. Στο μυαλό του αποκτηνωμένου Έλληνα είναι αυτό που τους πρέπει: η ταλαιπωρία. Μόλις, όμως δει κάποιον με ποδήλατο, αρχίζει «κοίτα τους! Ό,τι θέλουν κάνουν πια!». Η σκέψη ότι ο μετανάστης μπορεί να κινείται στο «δικό τους» χώρο ελεύθερα όσο κι εκείνοι τους αναστατώνει αφάνταστα. «Ας περπατήσουν όσο θέλουν, αρκεί να ξέρω ότι κάθε μετακίνηση ματώνει τα πέλματά τους∙ η διαφορά πρέπει να είναι διαφορά!». Θυμάμαι τους Αλβανούς, εκεί πίσω στο ’90. Θυμάμαι (ταξίδευα πάρα πολύ με το λεωφορείο τότε) την ικανοποίηση κάποιων Ελλήνων σαν έμπαιναν οι συνοριακοί και κατέβαζαν τους Αλβανούς από το λεωφορείο. Αν ήθελαν να πάνε από τα Γιάννινα στην Αθήνα ας πήγαιναν με τα πόδια. Αυτή η εικόνα, παράδοξα δεν ενοχλούσε τόσο τον κομπλεξικό Έλληνα, δεν αισθανόταν άσχημα που στη χώρα του υπήρχαν άνθρωποι που πήγαιναν στην Αθήνα με τα πόδια, αισθανόταν όμως αναστάτωση εάν αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να κινηθούν στο χώρο όπως κι εκείνος. Όταν δε άρχισαν να κυκλοφορούν με αυτοκίνητα (και ειδικά με αυτοκίνητα που με τους ελληνικούς μισθούς ήταν απλησίαστα), τότε μερικοί έχασαν τον ύπνο τους. Ξαναγυρίζω στο Λουκμάν. Σκέφτομαι το φόνο του. Σκέφτομαι το ποδήλατό του∙ το μοναδικό πράγμα εκείνη την αχάραγη ώρα, που πήγαινε στη δουλειά του, που τον συνέδεε με μια ζωή που θα μπορούσε να έχει. Σκέφτομαι αν αυτό μέτρησε στην απόφαση των ναζί να του πάρουν ακόμη και τη ζωή που είχε. Ξαναλέω. Μπορεί όλα αυτά να είναι ανοησίες. Το να προσπαθείς να βρεις κάποια λογική στη ναζιστική πράξη είναι κατά ένα βαθμό αθώωσή της, μιας και τη φέρνει στα μέτρα κάθε άλλης πράξης. Ε, δεν υπάρχει άλλο μέτρο γι’αυτή την επιλογή. Θυμάμαι σήμερα το Σαχζάτ Λουκμάν∙ έναν άνθρωπο που ξεκίνησε να πάει στη δουλειά με το ποδήλατό του.

«παλιά ήταν καλύτερα»

Η δήλωση της εθνικής ιστορικού, που αναπαράγει ο ιδρυτής της Ελληνικής Αγωγής, αποτελεί με μια πρώτη ματιά μια τερατολογία. Είναι προφανές ότι δεν μπορούν να συγκριθούν ως προς τις γνώσεις τους ένας απόφοιτος Δημοτικού του 1981 με μια απόφοιτο Λυκείου του 2021. Στην πραγματικότητα, όμως, οι τέτοιες συζητήσεις είναι από την αρχή καταδικασμένες. Ο συνομιλητής/ρια μπορεί να βγάλει από το καπέλο του όσους λαγούς θέλει και από το μανίκι της όσους άσους χρειάζονται. Εάν απαιτήσεις ενός τύπου κριτήρια (πχ «μάθαιναν πληροφορική, μοριακή βιολογία, κβαντική μηχανική τότε τα παιδιά;») η απάντηση μπορεί να βασίζεται σε άλλου τύπου κριτήρια (πχ «όχι, αλλά μάθαιναν το Σεβασμό»). Εάν ζητήσεις να μάθεις γιατί είναι καλό το να σου τσακίζει τη βίτσα στο χέρι ο δάσκαλος, σου απαντούν «μαθαίναμε καλλιγραφία». Εάν μιλήσεις για τη δημοκρατία στο σχολείο σού πετούν στα μούτρα το ότι ήξεραν ολόκληρα κομμάτια από την Ιλιάδα απ’έξω. Τι αναδείχνεται εδώ; (κάνω μια παραδοχή ότι όλα αυτά λέγονται με ειλικρίνεια και όχι με κουτοπονηριά) Αυτό που είναι μπροστά στα μάτια μας, μα κανείς δεν το θίγει: η Εκπαίδευση δεν είναι ουδέτερη διαδικασία, και αυτό αφορά σε ΚΑΘΕ πτυχή της. Η φράση «μια καλύτερη Εκπαίδευση» αποτελεί ασάφεια. Κανείς πρέπει να ορίσει με ακρίβεια τα κριτήριά του, πράγμα που αποφεύγουν με μαεστρία οι γαλανόλευκοι πνευματικοί καθοδηγητές και καθοδηγήτριές μας. Γιατί, αν μιλήσουν για τα κριτήριά τους, τότε θα φανερωθεί η απλή αλήθεια: οι άνθρωποι αυτοί δεν μιλούν για τίποτε άλλο πέραν μιας εκπαίδευσης που τα διδακτικά αντικείμενα αποτελούν μέσα επικύρωσης του ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ή καταδίκη στη γήινη κόλαση. Ας ανοίξουν τα χαρτιά τους, ας μιλήσουμε για το τι Εκπαίδευση θέλουμε (δηλαδή, στην πραγματικότητα ας μιλήσουμε για το σε ποιον κόσμο θέλουμε να ζήσουμε) και ας μετρηθούμε. Αυτά.

Α! Θυμήθηκα ότι σχεδόν πριν 40 χρόνια πανηγύριζα την κατάργηση του μεγαλύτερου σχολικού εφιάλτη μου μετά τη βίτσα: του γελοίου πολυτονικού συστήματος, που μας το κουνάνε στη μούρη σήμερα κάτι απερίγραπτοι δεξιοί (και αριστεροί) σαν απόδειξη του ότι έμαθαν γράμματα.

Εικόνα

Για το μορφωτικό απαρτχάιντ

Οι ιδέες δεν μένουν ποτέ μετέωρες. Τελικά, ανεξάρτητα από την πεποίθηση του φορέα τους, θα υπηρετήσουν την πιο ταιριαστή τους διεργασία. Σαν λέγαμε ότι η φλυαρία περί αριστείας τελικά λειτουργεί κατά το λόγο νομιμοποιητικά για το ξέκαμα των μορφωτικών δικαιωμάτων των μη προνομιούχων παιδιών, φυσικά δεν εννοούσαμε ότι αυτό θα σταματήσει στο αίσχος «κάθε πόλη και γήπεδο, κάθε νομός και πρότυπο» (φυσικά, και τα λεγόμενα «πρότυπα» στην ίδια πορεία εντάσσονται, κι όποιος δεν το καταλαβαίνει, αναμασά γλυκανάλατες φλυαρίες). Ήρθε, λοιπόν, η ώρα να χτιστεί ως υλική πραγματικότητα αυτό που ο εκτεταμένος, διάχυτος -δεξιός κι αριστερός- δαπιτισμός προετοίμαζε όλα αυτά τα χρόνια: η θεσμοθέτηση του μορφωτικού απαρτχάιντ. Ξέρω πως κάθε φορά που κάνουμε αυτή την κουβέντα, κάποιος θα θέσει καλοπροαίρετα το ζήτημα αν όλα αυτά υπήρχαν σκόρπια μέχρι τώρα ως νοοτροπία, και η απάντηση είναι πως όλη αυτή η αρρώστια φυσικά και δεν είναι σημερινή, όμως φαντάζομαι πως καταλαβαίνουμε τη διαφορά της διάχυτης νοοτροπίας και της θεσμοθέτησης, της υλικής αποκρυστάλλωσης. Σ’αυτή τη φάση, λοιπόν, των απανωτών νομοσχεδίων της Κεραμέως για την Εκπαίδευση (περιφρονούσα από την αρχή -οι φίλοι/ες θα το θυμούνται, ασφαλώς- την κριτική στην Κεραμέως ως «θεούσα», και έλεγα ότι θα είναι το ελαφρύτερο που θα θυμόμαστε από δαύτη), θεσμοθετείται η δυνατότητα κατάρτισης τμημάτων με βάση τις επιδόσεις, δηλαδή ο διαχωρισμός σε τμήματα μαθητών με «καλές» επιδόσεις και τμήματα μαθητών με «κακές». Αυτό που στην προηγούμενη φάση είδαμε να συμβαίνει με τα λεγόμενα «πρότυπα» και τα υπόλοιπα (τα «όχι και τόσο καλά» ή απλά «για τα παιδιά που προορίζονται για μετριότητες») απλώνεται τώρα στο εσωτερικό μιας σχολικής μονάδας. Είναι αυτό κάτι το τρομερό; Μήπως άραγε, να είναι και προς όφελος των παιδιών; Να ξέρουμε με τι έχουμε να κάνουμε, βρε αδερφέ! Ας αναρωτηθούμε για λίγο ποια είναι η ειδοποιός διαφορά του δημόσιου σχολείου. Είναι ένα ερώτημα που πρέπει να τίθεται∙ η σύγχυση πάνω σ’αυτό πρέπει να διαλυθεί άμεσα. Λοιπόν, το κεντρικό του στοιχείο, ο πυρήνας της ύπαρξής του είναι το «σχολείο για όλα τα παιδιά». Οποιαδήποτε διεργασία θίγει αυτόν τον πυρήνα είναι απορριπτέα. Ένας από τους τρόπους που υπηρετείται αυτό το «για όλα τα παιδιά» είναι η έννοια του σχολείου της γειτονιάς, η αλφαβητική (δηλαδή από την άποψη της επίδοσης αδιάφορη) κατανομή σε τμήματα και ο τρόπος τοποθέτησης των εκπαιδευτικών σ’αυτά. Με λίγα λόγια, κανείς δεν διαλέγει ούτε μαθητές ούτε εκπαιδευτικούς. Κι αν αυτό καμιά φορά φαντάζει «άδικο» («δεν είμαι με τους φίλους μου» ή «δεν έχω καλή επαφή με τούτον τον καθηγητή της Χημείας»), τα γενικά οφέλη είναι αδιαμφισβήτητα. Η πολυμορφία στα ενδιαφέροντα, τις προσλαμβάνουσες, την εκφορά του λόγου, τις ιδέες, τις προσεγγίσεις, η κοινωνικοποίηση (που είναι ο βασικός στόχος του σχολείου, κι ας το ξεχάσαμε αυτά τα χρόνια του δαπιτισμού) που περιλαμβάνει όλα αυτά είναι το μεγάλο κέρδος που το δημόσιο -το «τυχαίο»- σχολείο παράγει. Δάσκαλοι και δασκάλες με εμπειρία μπορούν να βεβαιώσουν τις αρετές αυτής της τοποθέτησης, ανεξάρτητα από το εάν και οι ίδιοι καμιά φορά παρασύρθηκαν στην ολότελα λαθεμένη σκέψη να επιχειρήσουν να διαλέξουν ένα «καλύτερο» τμήμα για να είναι τα πράγματα λίγο πιο «ομαλά». Γενικά, σε όσα σχολεία με πλάγιους τρόπους έφτιαξαν τμήματα «αρίστων» και τμήματα «λοιπών», τα αποτελέσματα είναι τραγικά, παρά την όποια ρεκλάμα (είπαμε∙ τα κριτήρια πια της κοινωνίας είναι οι κολαούζοι της φασιστικής προπαρασκευής).

Ήρθε, λοιπόν, η εποχή που τα αφεντικά θεωρούν ότι μπορούν να λήξουν τον αναχρονισμό που πράματι υπήρξε το ελληνικό σχολείο σε σχέση με την πρόοδο σε άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. Τέρμα οι ευαισθησίες, τέρμα η κοινωνικοποίηση, τέρμα η κριτική σκέψη. Δεν πρόκειται για μια περιστασιακή ένταση των ταξικών φραγμών (μιλώ για τα τελευταία νομοσχέδια συνολικά), αλλά για μια αλλαγή του πυρήνα της δημόσιας εκπαίδευσης που θεμελιώθηκε ήδη από το 2016 (για όποιον είχε μάτια να δει, και δεν είναι απλά κομματικός χειροκροτητής). Το λέω αυτό απαντώντας σε κριτική που μου έγινε τότε περί «καταστροφολογίας», κριτική που επέμενε ότι μιλάμε για μια «νορμάλ» διελκυστίνδα της ταξικής πάλης και την αντανάκλασή της στην Εκπαίδευση. Ένας παρατεταμένος αγώνας διελκυστίνδας, όμως (ειδικά τέτοιος που το αποτέλεσμα είναι απελπιστικά επαναλαμβανόμενο), μεταβάλλει και το έδαφος στο οποίο διεξάγεται, μαζί φυσικά και τις προσδοκίες των αντιπάλων. Αυτό, ένας κλάδος (και οι παρατάξεις του -δεξιές και αριστερές) που έχει μάθει στα συνδικαλιστικά τζαρτζαρίσματα και την πολιτική των διαδρόμων, δεν μπορεί να το δει. Θα το δει όταν θα είναι πολύ αργά.

Θα σταθεί κανείς απέναντι σε όλο αυτό; Δυστυχώς όχι. Και ο λόγος δεν είναι ούτε απλά η αλλαγή στη νοοτροπία των εκπαιδευτικών, που θα κοιτάξουν -και μέσα από την πίεση της Αξιολόγησης- να το βουλώσουν και να σώσουν το τομάρι τους, ούτε απλά η πρακτόρικη δράση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Ο βασικός λόγος είναι ότι αυτοί που είναι για ξέκαμα δεν έχουν φωνή στην κοινωνία. Αυτοί που είναι για ξέκαμα είναι ήδη ξεκαμένοι. Τα παιδιά που θα πεταχτούν έξω από το λύκειο μέσω της τράπεζας θεμάτων, εκείνα που θα στοιβαχτούν σε τμήματα β’ κατηγορίας με δασκάλους «μη ικανοποιητικούς», εκείνα που φέτος κιόλας θα μείνουν έξω από τα Πανεπιστήμια (~30 χιλιάδες!), δεν έχουν φωνή. Σ’αυτή τη χώρα, φωνή πια έχει μόνο το προνόμιο. Αυτό είναι, το προνόμιο, που ήδη μιλά μέσα από τα κανάλια, τις εφημερίδες, τις σχολικές μαζώξεις, τους καφέδες των γονέων, και αποθεώνει το ξήλωμα του σχολείου που μισούσε (αλλά ντρεπόταν να πει ανοιχτά), όχι για το ένα ή το άλλο κακό του, αλλά γιατί αναγκαζόταν να συνυπάρχει εκεί με το παιδί του εργάτη, το προσφυγόπουλο ή το Ρομά, το παιδί που μισούσε το σχολείο (ή και όλους μας), το παιδί που δεν θέλησε να γίνει γιατρός αλλά μπαλαδόρος, μουσικός ή και τίποτα ιδιαίτερα, το παιδί το δικό μου και το δικό σου, με λίγα λόγια. Έτσι. Τώρα το προνόμιο θα χειροκροτήσει. Και θα ακουστεί. Οι υπόλοιποι, όχι μόνο δεν θα ακουστούν, μα δεν έχουν καν γλώσσα να μιλήσουν.

Πίσω από την απεργοσπασία της ΟΛΜΕ

Με την υπόθεση της γενικής απεργοσπασίας της ΟΛΜΕ «για το καλό των παιδιών» ήρθε στην επιφάνεια η μεγάλη θεωρία του κράτους. Το κράτος, ανεξάρτητα από πολιτικές κατευθύνσεις, εγγυάται ό,τι κι αν γίνει το «καλό των παιδιών». Απέναντι σ’αυτό, ακόμη και μπροστά στην κοινή εμπειρία ότι δύο χρόνια τώρα το κράτος μόνο ψαλιδίζει δυνατότητες των παιδιών, η κριτική παραλύει. Η συντριβή της νεολαίας, η οποία νομιμοποιείται από την αποδοχή της απόλυτης κρατικής δικαιοδοσίας στην «αγωγή», κομματιάζεται σε στιγμές, σε περιστάσεις που επιδέχονται αντίστοιχα περιστασιακή κριτική, ενώ το κρατικό ενδιαφέρον υψώνεται πάνω από αυτές ως ο μεγάλος ενοποιητής στον οποίον πάντα θα ξαναγυρνάς και θα υποτάσσεσαι, όπως ακριβώς η γονεϊκή κακοποίηση -ακόμη και η καθημερινή- κομματιάζεται και εκλογικεύεται σε «κακές στιγμές» ενός ανθρώπου που «όμως σ’αγαπάει». Δεν μπορεί να υπάρχει ριζοσπαστική κριτική για την Εκπαίδευση που να μην ξεκινά από τη στιγμή που οι ανάγκες της κρατικής γραφειοκρατίας εμφανίζονται ως γενική διδακτέα ηθική.

Αυτό είναι

Χιουμοριστικά αντιπολιτευτικά σχόλια στα σόσιαλ γίνονται γλιτσερές ατάκες πολιτευτών της αριστεράς και της προόδου. Τραγούδια μιας επαναστατημένης Ν. Αμερικής καταντούν νανουρίσματα για τους καναπέδες των προοδευτικών μας. Όμορφες ζωγραφιές με σπρέυ στον τοίχο, πολύχρωμες και εξεγερτικές σαν των Ζαπατίστας, μόνο που δεν είναι τοίχος αλλά το Τείχος της δημοκρατίας τους. Απεργιακές υποσχέσεις νίκης που καθώς ξεστομίζονται σαλπίζουν ήδη την υποχώρηση. Κουβέντες για την πραγματική Τέχνη μπροστά στα συρματοπλέγματα των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ασφυξία στο σάπιο αέρα μιας φριχτής γενικευμένης συμπολίτευσης. Αγωνία να εξαγοράζεις μια μικρή αναβολή συνενοχής κάθε μέρα. Το αντίτιμο γνωστό. Μια λίβρα από τη ζωντανή σου σάρκα κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Για πες, Siouxsie.

Όλα με τη σειρά τους

Αυτό που μας παρουσιάστηκε χθες ως εναρκτήριο θέαμα του σχεδίου «ελευθερία» δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω, μιας και στην εποχή του προδιαλόγου πολλά από τα επίθετα που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε είτε είναι μπανάλ είτε παγιδεύουν τη σκέψη. Όπως μας βεβαιώνουν τα ΜΜΕ, «σε μια κίνηση υψηλού συμβολισμού» οι πατερούληδες και οι μητερούλες του έθνους -την ίδια στιγμή με τους πατερούληδες και τις μητερούλες ολόκληρης της ευρωπαϊκής μας οικογένειας- εμβολιάστηκαν, κι εμείς, όσοι χάσαμε ανθρώπους, δυνατότητα για επιβίωση, δουλειές, κοινωνική ζωή, πρέπει να χαρούμε, γιατί στα χαμογελαστά πρόσωπα των εμβολιασμένων χαμογελά πρωθύστερα η δική μας «ελευθερία».

Όμως, είναι ένα πράγμα το να λέμε ότι η κίνηση αυτή είχε κάποιον «υψηλό συμβολισμό», και άλλο πράγμα να συνειδητοποιούμε ποιος ακριβώς είναι αυτός ο συμβολισμός. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη δημόσια φλυαρία η κίνηση αυτή έγινε για να δοθεί ένα παράδειγμα, να χτιστεί μια εικόνα που θα μετριάσει τις επιφυλάξεις απέναντι στον εμβολιασμό: εάν ο εκλεκτός κάνει το εμβόλιο, τότε μπορείς κι εσύ!

Γιατί; Υπάρχουν σ’αυτή τη χώρα εκατομμύρια άνθρωποι που περιμένουν να ξαναμπεί κάποια ζωή στις παλιές ράγες (το ξέρουν ότι δεν θα είναι ακριβώς έτσι, αλλά περιμένουν), άνθρωποι με χρόνια προβλήματα υγείας που περιμένουν να δουν έναν άλλον άνθρωπο χωρίς να φοβούνται, τελικά άνθρωποι που περιμένουν πώς και πώς τον εμβολιασμό. Από ποιον μπορεί να αμφισβητηθεί αυτή η τεράστια κοινωνική δυναμική; Από μερικές χιλιάδες «αρνητές των εμβολίων»; Με τίποτα. Οι «αρνητές των εμβολίων» έχουν κάνει αλλού (και μπορούν να κάνουν κι εδώ, με δεδομένο ότι το σύμπλοκο της βιομηχανίας της υγείας, των πολιτικών, και των επιστημόνων κάνει ό,τι μπορεί για να τους δώσει δίκιο) σοβαρή και επικίνδυνη δουλειά, μα πάντα στο έδαφος ασθενειών που θεωρούνταν από καιρό ξεπερασμένες, στο έδαφος της γνωστής χαζοχαρούμενης αίσθησης ασφάλειας του δυτικού ανθρώπου. Όμως, η κοινωνική δυναμική της προσμονής του περιορισμού της covid-19 είναι τέτοια, που οι «αρνητές» δεν έχουν καμία ελπίδα. Από την άλλη, το σημαντικό κομμάτι των συνανθρώπων μας που (εν μέρει δικαίως) είναι επιφυλακτικοί/ες απέναντι σ’όλο αυτό, είναι βέβαιο ότι θα μπορούσε να παρασυρθεί, ή ακόμη και να πειστεί, από τα εκατομμύρια που θα έκαναν το εμβόλιο πριν από αυτούς. Με απλά λόγια, η υπόθεση ότι χρειαζόταν κάποια ειδική «κίνηση υψηλού συμβολισμού» για να εμπνεύσει την ελληνική κοινωνία προς τον εμβολιασμό είναι μια μεγάλη παπάρα.

Η υπόθεση αυτή, ότι χρειάζεται κάποια μεγαλόψυχη κίνηση των εξουσιαστών για να μπορέσει το πόπολο να κινηθεί ακόμη και προς την ίδια του την επιβίωση, πάει χέρι-χέρι με την ιδέα ότι οι ίδιοι οι εξουσιαστές μπορούν να συμπεριφέρονται όπως γουστάρουν. Οι εκλεκτοί και σπουδαίοι άνθρωποι, που από χθες εμβολιάζονται κατά προτεραιότητα, είναι εκείνοι που είτε ατομικά είτε ως επικεφαλής θεσμών, δέκα μήνες τώρα παραβιάζουν κάθε κανόνα υγειονομικής προφύλαξης, και όχι μόνο δίνουν το χειρότερο παράδειγμα, μα θέτουν ζωές σε άμεσο κίνδυνο. Κανείς δεν ξεχνά την εικόνα του πρωθυπουργού να τσαλαπατά κάθε προφύλαξη και μέτρο, από την αυτοσχέδια συναυλία έξω από το μέγαρο Μαξίμου μέχρι την ποδηλατάδα στην Πάρνηθα, τις περιοδείες του Χαρδαλιά, τα χειροφιλήματα και τις διασκεδάσεις, τις ψαλμωδίες του Τσιόδρα παρουσία τηλεοπτικών συνεργείων. Κανείς δεν ξεχνά τις φιέστες του ανεψιού του πρωθυπουργού στην Ομόνοια, και φυσικά τα καλέσματα «να πάει ο κόσμος στο Σύνταγμα να δει την υπέρλαμπρη γιορτινή διακόσμηση» λίγες μέρες αφότου στον ίδιο ακριβώς χώρο είχαμε συλλήψεις 10(!) φεμινιστριών, που κρατούσαν αραιά-αραιά κάποια πλακάτ και αναρχικών που κρατούσαν ένα πανώ. Κανείς δεν ξεχνά τη (γνωστή από παλιά) προτροπή των παπάδων προς τους πιστούς να κάνουν «άλμα πίστης» και τη με το στανιό μεθόδευση αυτού του άλματος μέσα σε γεμάτους ναούς, με θεωρίες περί θείας κοινωνίας και δε συμμαζεύεται. Κανείς δεν ξεχνά την αντιμετώπιση των φαντάρων και των φυλακισμένων ως αναλώσιμο υλικό, που κολλήσει δεν κολλήσει δεν θα στενοχωρηθούμε κιόλας. Κανείς δεν ξεχνά τη στάση τους απέναντι στα σχολεία και στα παιδιά, στάση που έκανε πολλούς γονείς να ανοίξουν τα αυτιά τους προς τους ελάχιστους «αρνητές του κορονοϊού». Τέλος, κανείς δεν ξεχνά τον ποταπό τρόπο με τον οποίο όλοι αυτοί, που από χθες δίνουν στο πόπολο το καλό παράδειγμα, αντιμετώπισαν το καθολικό αίτημα για ένα δημόσιο σύστημα υγείας, που να μπορεί να ανταπεξέλθει ακόμη και στις συνθήκες κανονικότητας χωρίς να εξουθενώνει τους εργαζόμενους/ες σ’αυτό, την αντιμετώπιση των υγειονομικών, που από ήρωες που αξίζουν το χειροκρότημα ακόμη και αυτής της λαμπερής συζύγου του πρωθυπουργού σαν συμπλέουν με την κυβερνητική γραμμή, μετατρέπονται σε ανεύθυνα τέρατα σαν διαφωνήσουν ή διαμαρτυρηθούν (κάποιοι από αυτούς είναι επίσημα συλληφθέντες στις κινητοποιήσεις της 17/11 και 6/12, κάποιοι αντιμετώπισαν εκδικητικές μετακινήσεις, κάποιοι κινδύνεψαν ακόμη και με ΕΔΕ επειδή… νόσησαν!!!). Για να το πούμε απλά, εάν όλο αυτό το πράμα-«ηγεσία του έθνους» ήθελε να δώσει κάποιο παράδειγμα για το καλό όλων, είχε δέκα μήνες για να το κάνει. Έκανε το ακριβώς αντίθετο. Κρύβεται εδώ κάποια αντίφαση; Καμία!

Η βαθύτερη ιδέα πίσω από τη στάση του γαλανόλευκου ανφάν γκατέ -τόσο πίσω από την αδιαφορία τους για τα μέτρα που αυτοί οι ίδιοι εισηγήθηκαν, όσο και για την προθυμία τους να «δώσουν το παράδειγμα» για τον εμβολιασμό- είναι το ΠΡΟΝΟΜΙΟ. Η βαθύτερη ιδέα είναι ότι εκείνοι θα σουλατσάρουν ενώ το πόπολο θα βρίσκεται σε καθεστώς εγκλεισμού, ότι εκείνοι θα παρτάρουν ενώ το πόπολο δεν θα έχει καν το δικαίωμα να βγει στο δρόμο να διαμαρτυρηθεί, ότι εκείνοι θα πλουτίζουν όσο το πόπολο χάνει τη δουλειά του και θα ψοφολογάει. Με λίγα λόγια, η βαθύτερη ιδέα είναι αυτή που ήταν πάντα: εμείς θα ζούμε, κι εσείς, φτωχοί, φάτε σκατά!

Δεν μου έρχεται στο μυαλό καμία εικόνα από τις ιστορίες που μου έχουν αφηγηθεί, ηγέτη που να ενέπνευσε σώζοντας πρώτος-πρώτος τα πολύτιμα οπίσθιά του. Υποτίθεται ότι ο καπετάνιος, σαν βυθίζεται το πλοίο του φροντίζει να σώσει πρώτα όσους μπορεί, και στην ανάγκη μένει αυτός να θυσιάσει τη ζωή του για κείνους. Αυτό το πράγμα που μας σέρβιραν χθες είναι το ακριβώς αντίθετο. Στάθηκαν μπροστά σε μια κοινωνία που έχασε ένα χρόνο ζωής (κάποιες χιλιάδες έχασαν και την ίδια τους τη ζωή) και που περιμένει με τον εμβολιασμό κάποια μικρή ανάσα, και είπαν «εμείς θα σωθούμε πρώτοι». Στην πραγματικότητα, μια διαφορετική συμπεριφορά από μέρους τους θα ήταν ακατανόητη. Αυτή θα ήταν η πραγματική αντίφαση. Και αν αναρωτιόμαστε, ποια κοινωνία θα δεχόταν τέτοια εξευτελιστική συμπεριφορά, χωρίς να γίνει ο χαμός, η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή: αυτή εδώ.

Σ’αυτήν την κοινωνία απευθύνθηκαν χθες όλοι αυτοί με την κίνησή τους, του «υψηλού συμβολισμού». Η πολιτική ηγεσία και το «τείχος της Δημοκρατίας», μακαριότατοι και παναγιότατοι ρασοφόροι (της Ορθοδοξίας φυσικά∙ οι των άλλων δογμάτων δεν δικαιούνται να κάνουν κινήσεις «υψηλού συμβολισμού»), αρχι-μπάτσοι και αρχι-καραβανάδες, μας σχεδίασαν την πιο μακάβρια απεικόνιση της οριζόντιας διαίρεσης του κόσμου μας. Το έκαναν ποντάροντας από τη μία στο ότι ένα κομμάτι της κοινωνίας μέσα στη διαφθορά και την παραζάλη του θα ταυτιστεί με την εικόνα τους, θα δει τον εαυτό του σ’αυτή, κι από την άλλη ότι το άλλο κομμάτι θα συνεχίσει να εσωτερικεύει την ήττα του μια με «συμβολικά» χτυπήματα και μια με πραγματικά.

Ο «υψηλός συμβολισμός» της χθεσινής ουβερτούρας στο σχέδιο «ελευθερία» είναι ότι πάτος δεν υπάρχει (ναι, αυτός ο πάτος τον οποίο ονειρεύονται οι διάφοροι αριστεροί μας του στυλ, «θα λογαριαστούμε μετά», «ο λαός θα σώσει το λαό», «lockdown στην πολιτική τους» και άλλων τέτοιων κενών πραγματικού πολιτικού περιεχομένου ανοησιών). Άκουσα ότι κάποιος από τους τυχερούς και προνομιούχους πιονέρους του εμβολιασμού (και μάλιστα επιστήμονας…) χτύπησε ξύλο προτού μας δώσει μεγαλόκαρδα το υπέροχο παράδειγμά του. Σα να λέμε, κρατάνε και μια πισινή για κάποια αναποδιά. Και πόσο ωραίες είναι οι στιγμές που ο εξεγερμένος λαός γίνεται η αναποδιά τους…

Με χαμόγελο δέχεται ο πρωθυπουργός ένα από τα περίπου πέντε χιλιάδες διαθέσιμα εμβόλια. Γιατί όχι;

Previous Older Entries